Με μία ανάρτησή της στο Facebook η δημοσιογράφος και αρχισυντάκτρια του Πολιτιστικού Ρεπορτάζ της Εφημερίδας των Συντακτών Ναταλί Χατζηαντωνίου εξηγεί τι είναι και προπαντώς, τι ΔΕΝ είναι το πολιτιστικό ρεπορτάζ και πόσο αυτό απέχει από «το ανάλαφρο, ευχάριστο και μόνο ψυχαγωγικό ψιλοκουτσομπολιό».
Ολόκληρη η ανάρτηση:
«Μα κι αυτός πολιτιστικό ρεπορτάζ κάνει». «Όχι δεν κάνει πολιτιστικό. Κάνει μία εκπομπή μίας «ατζέντας» άκριτης προβολής προσώπων που του προτείνουν γραφεία δημοσίων σχέσεων και προβολής, αντιμετωπίζοντας μάλιστα όλα αυτά τα πρόσωπα, χωρίς γνώση και μελέτη, «οριζόντια», εύκολα κι ανέξοδα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο». Βρέθηκα χθες εγκλωβισμένη σε μία ανάλογη κουβέντα και διαπίστωσα για μία ακόμη φορά πόση παρανόηση υπάρχει γύρω από την έννοια «πολιτιστικό ρεπορτάζ», βοηθούντων και όσων ΜΜΕ βέβαια θεωρούν ότι, μετά από τόση πολιτική και οικονομία, το πολιτιστικό οφείλει να είναι ανάλαφρο, ευχάριστο και μόνο ψυχαγωγικό, μία νότα…δροσιάς, ψιλοκουτσομπολιού και βλακείας στριμωγμένη σε λίγες σελίδες ή σε μία εκπομπή. Όχι. Η παράθεση προσώπων από τα οποία παίρνεις συνέντευξη πάντα με την ίδια «οριζόντια» διάθεση, χωρίς γούστο, χωρίς ουσιαστική γνώση, χωρίς άποψη, χωρίς μελέτη, ρωτώντας όποιον κι αν έχεις απέναντί σου τα ίδια, είναι ενδεχομένως «πολιτιστική ατζέντα» ή άνοστη εκπομπή, αλλά δεν είναι «πολιτιστικό ρεπορτάζ», ούτε «πολιτιστική εκπομπή».
Το «πολιτιστικό ρεπορτάζ, όπως το μάθαμε εμείς τουλάχιστον από τον «πάπα» του είδους Δημήτρη Γκιώνη (και άλλοι συνάδελφοι από εξίσου φωτισμένους αρχισυντάκτες ή διευθυντές) δεν είναι η ψυχαγωγική νότα στις τελευταίες σελίδες της εφημερίδας ή σε μία ώρα ραδιοφώνου. Δεν είναι παραπαίδι. Είναι απολύτως ισότιμο με τα υπόλοιπα ρεπορτάζ. Που σημαίνει ότι εμπεριέχει και το πολιτικό του σκέλος. Τι πολιτικό μπορεί να περιλαμβάνει το πολιτιστικό; Χιλιάδες πτυχές. Την πολιτική του υπουργείου (εν προκειμένω από τα αρχαία της Θεσσαλονίκης, την άγκυρα του Λασκαρίδη, τους διαδρόμους της Ακρόπολης, το ρανταρ της Παπούρας, έως το κίνητρο πίσω από τη διαχείριση της Βασιλίσσης Ολγας), τον τρόπο που ασκούν πολιτική και διαχειρίζονται πράγματα οι θεσμοί, τα αιτήματα των καλλιτεχνών (πχ από τους Support Art Workers μέχρι τις μεγάλες διαμαρτυρίες για τον υποβιβασμό των πτυχίων), τα ζοφερά πράγματα υποθέσεων όπως αυτή του Λιγνάδη. Δε νοείται πολιτιστικό ρεπορτάζ που δεν ασχολείται και μ΄αυτά ή πολιτιστικός ρεπόρτερ που τα εκχωρεί στο Ελεύθερο ή στο Δικαστικό γιατί ο ίδιος «κάνει μόνο… πολιτιστικό και συνεντεύξεις»!
Το πολιτιστικό δεν είναι.. καλολογικό στοιχείο. Δεν είσαι υποχρεωμένος να γράφεις μόνον ευχάριστα, «ωραία» πράγματα, λάιτ σχόλια, κουτσομπολιά και κολακείες και να είσαι μόνο χαρούμενος και χαζογελαστός στο μικρόφωνο ή στη σελίδα σου.
Το πολιτιστικό δεν είναι παράθεση ομοειδών συνεντεύξεων που σου υποδεικνύουν σε καταλόγους δημόσιες σχέσεις και γραφεία προβολής. Υπάρχουν εξαιρετικοί επαγγελματίες που δουλεύουν σ΄αυτά κι αντιλαμβάνονται το γούστο, την αισθητική σου και το δικαίωμα να έχεις άποψη. Υπάρχουν όμως κι άλλες περιπτώσεις με την απαίτηση να τους κάνεις σέρβις με τους όρους τους. Δεν είσαι υποχρεωμένος. Εκείνοι κάνουν τη δουλειά τους κι εσυ τη δική σου. (Μου χει τύχει εξαιρετικός επαγγελματίας δημοσίων σχέσεων να μου πει από μόνος του «αυτό δεν θα σου αρέσει. Δεν είναι στα γούστα σου» και μου έχει τύχει και κακός επαγγελματίας που διαμαρτυρόταν γιατί ενώ εκπροσωπούσε πράγματα που δεν μας ενδιέφεραν και πρώτα-πρώτα ποιοτικά, δεν απέδιδε τις αρνήσεις στις δικές του κακές επιλογές και προτάσεις, αλλά στη δική μας.. «υπεροψία» κι «ελιτισμό»!)
Φυσικά παίζουν ρόλο και οι συνεντεύξεις αλλά κι εκεί υπάρχει ο κίνδυνος της υπερβολικής αυτοπροβολής (εχω δει συναδέλφους να αυτοπροβάλλονται τραγικά με αφορμή το πρόσωπο στο οποίο δήθεν υποβάλλουν ερωτήσεις). Όπως υπάρχει κι ο κίνδυνος να αντιμετωπίζεις τους πάντες «οριζόντια». Όμως θεωρώ ότι δεν μπορείς να υποδέχεσαι με τον ίδιο ανάλαφρο τρόπο, παραφουσκωμένο με κολακείες, έναν στιβαρό άνθρωπο του θεάτρου κι έναν φέρελπι τραγουδοποιό. Κι αν το κάνεις αυτό σημαίνει ότι βαριέσαι να προετοιμαστείς και τελικά αδικείς και τους δύο. Παρεμπιπτόντως γι αυτό θεωρώ κορυφαίο interviewer τον Αντώνη Μποσκοϊτη. Επειδή ξέρει το πρόσωπο, το έχει επιλέξει και μελετήσει εξαιρετικά καλά και δεν κλαίει ποτέ τον χρόνο που απαιτήθηκε για να λύσει το πρόσωπο που έχει απέναντί του και να καταφέρει με στοχευμένες ερωτησεις να του αποσπάσει απαντήσεις που συχνα είναι και «ιστορικές».
Τέλος ως προς την επιλογή προσώπων δεν αισθάνθηκα ποτέ υποχρεωμένη να ακολουθήσω τις υποδείξεις κανενός γραφείου προβολής. Συχνά ακούω τις προτάσεις και στο βαθμό που μ ενδιαφέρουν τις επιλέγω. Με πολλούς ανθρώπους αυτού του τομέα που έχουμε με τα χρόνια εξαιρετική γνωριμία και σχέση αγάπης πια, μιλώ ανοιχτά. Δεν αισθάνομαι υποχρεωμένη να περιορίζομαι σ΄αυτό μόνο. Πχ με τη Θανασσούλια ανακαλύψαμε τις Σκιαδαρέσσες από το YouTube πριν γίνουν brand name. Το ίδιο και με την Alkyone. Αναζητήσαμε τα Καλογεράκια πριν προλάβουν να μας τα προτείνουν. Και κυνηγώ για συνέντευξη τον Κωνσταντή Πιστιόλη (μάταια αλλά το σέβομαι) εδώ και δέκα χρόνια χωρίς να έχει ο ίδιος γραφείο προβολής άλλο από τον εαυτό του. Ανάλογα έκανε πχ στο Κόκκινο η Λουπάκη και πολύ πριν από εμάς. Ανακάλυπτε και πρότεινε, διεκδικώντας το δικαίωμα στην γνώση, την αισθητική και στη «μύτη» της. Κι αντιστοίχως πολλοί εξαιρετικοί συνάδελφοι στις εφημερίδες.
Θελησα να τα γραψω όλα αυτά γιατί «προσέκρουσα» (με τα μούτρα κιόλας) και χθες σε συζήτηση… ραδιοφωνικού περιεχομένου που κατέτασσε το Πολιτιστικό Ρεπορτάζ στο…. καλολογικό, καλλιεπές, ψυχαγωγικό και απολιτικ «ένθετο» ενός ΜΜΕ. Όχι. Αυτό είναι το στερεότυπο της ανοησίας. Το βίτσιο της τηλεόρασης κληρονομημένο από παρουσιαστές που θεωρούν ότι αν, ανάμεσα σε συνεντεύξεις πολιτικών, φωνάξουν ως «διάλειμμα» έναν καλλιτέχνη πρέπει να του φερθούν με χαλαρή διάθεση αλλά και άκριτο ενθουσιασμό -όποιος κι αν είναι- σαν να πρόκειται για κάτι εξωτικό και εξαρχής “αριστουργηματικό”. Και μ΄αυτά και μ΄αυτά υπάρχουν και κάποιοι που αντιμετωπίζουν έτσι το ρεπορτάζ τους (ως «ευχάριστο», «εύκολο» κομμάτι της δημοσιογραφίας που «πας στα θέατρα»), αναπαράγοντας καταχαρούμενοι το στερεότυπο και τελικά κάνοντας πολύ κακό σε όλους μας και κυρίως στο ρεπορταζ.