Του ΘΟΔΩΡΟΥ ΤΣΙΚΑ*
Τα ρωσικά χτυπήματα με μη επανδρωμένα αεροσκάφη (κατασκευής του Ιράν) στην Πολωνία, δείχνουν ότι ο Πούτιν θέλει να δοκιμάσει τα όρια των ευρωπαϊκών χωρών και να αξιοποιήσει την απόσταση μεταξύ του Τραμπ και της Ευρώπης.
Η αμφιθυμία που έχει δείξει ο Αμερικανός πρόεδρος ως προς την υλοποίηση των δεσμεύσεων των ΗΠΑ προς τους συμμάχους του ΝΑΤΟ, η διακηρυγμένη θέση του για μείωση των αμερικανικών στρατευμάτων στην Ευρώπη, η επιδίωξη του για αμερικανο-ρωσική οικονομική, εμπορική και ενεργειακή συμφωνία, ακόμα και σε βάρος της Ουκρανίας, έχουν ενθαρρύνει το αυταρχικό καθεστώς Πούτιν στα επεκτατικά σχέδια του.
Ο στόχος της “Μεγάλης Ρωσίας”, η ανασύσταση της ρωσικής αυτοκρατορίας, η διαμόρφωση μιας ευρείας ζώνης επιρροής της Μόσχας με κράτη-δορυφόρους γύρω της, αποτελεί συνεκτική ουσία για την ρωσική ηγετική ομάδα. Επενδύει σε αυτόν μακροπρόθεσμα και επιβιώνει από αυτόν. Δεν εξαντλείται μόνο στην Ουκρανία και η υλοποίηση του θα συνεχιστεί και μετά την όποια “διευθέτηση” της ουκρανικής κρίσης, όποτε κι αν αυτή επιτευχθεί.
Το καλύτερη αντιμετώπιση είναι η συνέχιση της στρατιωτικής και οικονομικής στήριξης της Ουκρανίας, και η επιβολή νέων κυρώσεων, όπως η επιβολή δασμών στα ρωσικά προϊόντα και κυρώσεων στις χώρες που συνεχίζουν να αγοράζουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο από τη Ρωσία, χρηματοδοτώντας έτσι την ρωσική πολεμική μηχανή. Μόνο έτσι θα υποχρεωθεί κάποια στιγμή ο Πούτιν να έρθει σε σοβαρή διαπραγμάτευση και θα δοθεί στην Ουκρανία δυνατότητα να διαπραγματευθεί με αξιοπρέπεια και να μην οδηγηθεί σε παράδοση και υποταγή.
Η συμμετοχή των ΗΠΑ στα παραπάνω μέτρα θα ήταν σημαντική. Ήδη αυτά προβλέπονται σε σχέδιο νόμου που έχει ετοιμαστεί από Αμερικανούς βουλευτές και γερουσιαστές. Αν όμως ο Τραμπ θελήσει να αγνοήσει την ανάγκη να στηριχτεί η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα μιας χώρας, τότε η Ευρώπη θα χρειαστεί να το κάνει μόνη της.
Σε αυτό το πεδίο η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συμμάχους: τη Βρετανία, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα. Αυτές οι χώρες βλέπουν τη συμμαχία των αυταρχικών ηγετών και των επεκτατικών καθεστώτων να διαμορφώνεται: Ρωσία, Κίνα, Ιράν, Βόρεια Κορέα.
Η αλήθεια είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει συνειδητοποιήσει την ανάγκη να αναδειχθεί σε μια γεωπολιτική δύναμη και έχει αρχίσει -έστω και αργοπορημένα- να κάνει βήματα προς την κατεύθυνση αυτή. Η προσπάθεια να δημιουργηθεί κοινό σύστημα αμυντικών προμηθειών και η συγκρότηση κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας είναι οι πρώτες πράξεις. Δεν επαρκούν όμως και κυρίως πρέπει να επιταχυνθούν.
Η κοινή ευρωπαϊκή Άμυνα δεν πρέπει να είναι απλώς το άθροισμα των επιμέρους αμυντικών συστημάτων των κρατών-μελών της Ε.Ε. Πρέπει να υπάρξει κοινός ευρωπαϊκός αμυντικός σχεδιασμός, συμφωνία στο πώς θα αξιοποιηθούν οι νέες στρατιωτικές δυνατότητες, ποιοι είναι οι στόχοι και ποιες οι απειλές και βεβαίως κάτι σαν ευρωπαϊκό Γενικό Επιτελείο. Με λίγα λόγια, ενιαία πολιτική-στρατιωτική διοίκηση των ευρωπαϊκών δυνάμεων.
Η βασική προϋπόθεση για να γίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση ισχυρή διεθνής δύναμη, είναι να αποκτήσει πραγματικά Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας. Αυτή όμως δεν θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί όσο συνεχίζεται το σημερινό σύστημα λήψης αποφάσεων που απαιτεί ομοφωνία. Δεν μπορεί μόνο μία χώρα, όπως κάνει συστηματικά η Ουγγαρία του Όρμπαν, να έχει τη δυνατότητα να μπλοκάρει τις πρωτοβουλίες των άλλων κρατών-μελών. Ένα πιο ευέλικτο σύστημα αποφάσεων που θα μπορούν να λαμβάνονται κατά πλειοψηφία, είναι αναγκαίο.
*Ο Θόδωρος Τσίκας είναι Πολιτικός Επιστήμονας – Διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης (ΕΕνΟΕ)