Η Γαλλία αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο σημείο τομής δύο προς το παρόν ανεπίλυτων -λόγω των πολιτικών επιλογών του προέδρου Μακρόν- αδιεξόδων, που όμως δεν είναι αποκλειστικά ίδιον της Γαλλίας, αλλά αφορούν σε διαφορετικό ενδεχομένως βαθμό το σύνολο σχεδόν των ευρωπαϊκών χωρών.
Γράφει η Δανάη Κολτσίδα*
Το οικονομικό αδιέξοδο
Το πρώτο αδιέξοδο αφορά την οικονομία. Η Γαλλία όπως και το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζει μία σταθερή επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξής της, η οποία τη φέρνει αντιμέτωπη με τη στασιμότητα και, προοπτικά, την ύφεση, ενώ έχει το τρίτο κατά σειρά μεγαλύτερο χρέος στην ΕΕ (113% του ΑΕΠ της), μετά την Ελλάδα και την Ιταλία (Γράφημα 1). Ταυτόχρονα, λόγω του πληθωρισμού αλλά και της σταδιακής υποχώρησης του -παραδοσιακά ισχυρού- κοινωνικού κράτους, δυσκολεύει η καθημερινότητα των οικονομικά ασθενέστερων. Για παράδειγμα, τον Ιούλιο, ο δείκτης τιμών στα τρόφιμα αυξήθηκε στη Γαλλία κατά 3,3% (2,1% στην ΕΕ, 1,6% στην Ευρωζώνη).
Γράφημα 1

Μέχρι στιγμής η απάντηση από την πλευρά της κυβέρνησης ήταν η εκτεταμένη περικοπή δημόσιων δαπανών ύψους 44 δις ευρώ στον προϋπολογισμό του 2026 -που ήταν και ο βασικός λόγος της κατάρρευσης της κυβέρνησης Μπαϋρού- συνοδευόμενη μάλιστα από «προειδοποιήσεις» του υπουργού Οικονομικών ότι το δίλημμα για τη γαλλική κοινωνία ήταν περίπου «οικειοθελής λιτότητα ή προσφυγή στο ΔΝΤ».[1]
Το σχέδιο Μπαϋρού ήταν στην πραγματικότητα ένα «μίνι-μνημόνιο». Περιλάμβανε -και μένει να δούμε τι από αυτά θα επιχειρήσει να διατηρήσει ο νέος πρωθυπουργός στο τραπέζι- πάγωμα των κοινωνικών επιδομάτων και των φορολογικών κλιμάκων (χωρίς αναπροσαρμογή βάσει του πληθωρισμού), πάγωμα των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και περικοπές 3.000 θέσεων στον δημόσιο τομέα, μείωση του αριθμού των δημοσίων υπηρεσιών, περικοπή 5,3 δις από την αυτοδιοίκηση, κατάργηση δύο δημοσίων αργιών, αλλαγή των κριτηρίων επιδότησης των χρονίως πασχόντων, μείωση των δαπανών για τη στήριξη των ανέργων κ.ά.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ο πρόεδρος της χώρας δεσμεύτηκε για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στα 64 δις ευρώ το 2027 (+6,5 δις σε δύο χρόνια), φτάνοντας δηλαδή σε περίπου διπλασιασμό των στρατιωτικών δαπανών σε σύγκριση με την ανάληψη της προεδρίας από τον ίδιο το 2017 και ενώ η Γαλλία είναι ήδη στην πρώτη δεκάδα των χωρών με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως. Η αντίφαση με τη λιτότητα σε όλες τις άλλες δαπάνες προφανής.
Η Γαλλία δεν είναι βέβαια η μόνη χώρα που έχει κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή, καθώς το σύνολο των χωρών της ΕΕ -με εξαίρεση την Ισπανία- έχει προχωρήσει σε σημαντική αύξηση των στρατιωτικών της δαπανών, ενώ έχει εξαγγελθεί περαιτέρω αύξηση και στο πλαίσιο του προγράμματος μαζικού επανεξοπλισμού («ReArm Europe/Readiness 2030») που υιοθετήθηκε πριν λίγους μήνες από την ΕΕ.
Η ιδέα του «στρατιωτικού κεϋνσιανισμού», της υπόσχεσης δηλαδή τόνωσης της λιμνάζουσας οικονομίας της ΕΕ μέσω επενδύσεων στη στρατιωτική βιομηχανία, δεν είναι καινούρια, είναι όμως πέρα για πέρα λανθασμένη. Και τα αρνητικά της αποτελέσματα στους προϋπολογισμούς ακόμα και των πλέον κραταιών οικονομιών της ΕΕ, αλλά κυρίως στο επίπεδο ζωής των Ευρωπαίων πολιτών, φαίνονται άμεσα. Ήδη η συνοχή της νεοεκλεγείσας γερμανικής κυβέρνησης δοκιμάζεται, καθώς -τη στιγμή που σχεδιάζει να ξοδέψει 649 δις ευρώ σε στρατιωτικές δαπάνες την ερχόμενη πενταετία, έχοντας φροντίσει να εισάγει σχετική εξαίρεση στο συνταγματικό «φρένο χρέους»- ο καγκελάριος Μερτς και οι Χριστιανοδημοκράτες προωθούν σειρά «μεταρρυθμίσεων» για την περιστολή του κοινωνικού κράτους.
Με άλλα λόγια, στο δίλημμα «welfare or warfare» (κοινωνικό κράτος ή εξοπλισμοί), οι απαντήσεις των πολιτών και αυτές των πολιτικών ελίτ, διαφέρουν ριζικά: την ώρα που οι πρώτοι ζητούν περισσότερα χρήματα για να ζήσουν, οι δεύτεροι ξοδεύουν αδιανόητα ποσά για να τους επιτρέψουν, ενδεχομένως, να πεθάνουν στο πεδίο της μάχης. Μέσω της στρατιωτικοποίησης, ακόμα και αν οι αριθμοί ευημερήσουν στο μέλλον -πράγμα αβέβαιο έτσι κι αλλιώς- είναι σίγουρο ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θα ζήσουν πολύ χειρότερα. Και αυτό, χωρίς καν να μπει το σενάριο ενός πραγματικού πολέμου στο τραπέζι…
Το πολιτικό αδιέξοδο
Οι οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης, όπως περιγράφηκαν παραπάνω, είναι λογικό να προκαλέσουν την κοινωνική δυσαρέσκεια. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που οι Γάλλοι και οι Γαλλίδες βρίσκονται μαζικά στο δρόμο, με κορυφαία στιγμή τις κινητοποιήσεις κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης και της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης το πρώτο εξάμηνο του 2023 και φυσικά το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» το 2018/2019, με αφορμή την αύξηση της φορολογίας στα καύσιμα και αιτήματα την οικονομική και φορολογική δικαιοσύνη και την αντιμετώπιση του αυξανόμενου κόστους ζωής.
Ωστόσο, καθ’ όλη την οκταετία της προεδρίας του -και με εντεινόμενους ρυθμούς μετά την επανεκλογή του το 2022- ο Εμανουέλ Μακρόν απαντά στην κοινωνική δυσαρέσκεια με περισσότερο αυταρχισμό: από την ανοικτή καταστολή (ειδικά στην περίπτωση του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων», η αστυνομική βία υπήρξε σε πολλές περιπτώσεις ακραία, με αποτέλεσμα μεγάλο αριθμό σοβαρά τραυματισμένων διαδηλωτών, ιδίως από τη χρήση πλαστικών σφαιρών) μέχρι την πλήρη περιφρόνηση των κοινοβουλευτικών κανόνων.
Αφ’ ενός, σειρά αποφάσεων για τον προϋπολογισμό και την κοινωνική ασφάλιση υιοθετήθηκαν με παράκαμψη του κοινοβουλίου και χρήση της κατ’ εξαίρεση διαδικασίας του άρθρου 49 παρ. 3 του Γαλλικού Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο:
Ο Πρωθυπουργός μπορεί, μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, να θέσει ζήτημα εμπιστοσύνης της Κυβέρνησης ενώπιον της Βουλής κατά την ψήφιση σχεδίου νόμου για τον κρατικό προϋπολογισμό ή για τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης. Στην περίπτωση αυτή, το σχέδιο θεωρείται ότι έχει εγκριθεί, εκτός αν κατατεθεί πρόταση δυσπιστίας μέσα σε προθεσμία είκοσι τεσσάρων (24) ωρών και υπερψηφιστεί σύμφωνα με τους όρους της προηγούμενης παραγράφου. Ο Πρωθυπουργός μπορεί επίσης να κάνει χρήση της διαδικασίας αυτής για ένα ακόμη σχέδιο νόμου ή πρόταση νόμου ανά κοινοβουλευτική σύνοδο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από την εγκαθίδρυση της 5ης Δημοκρατίας το 1958 στη Γαλλία, η διαδικασία του άρθρου αυτού έχει χρησιμοποιηθεί συνολικά 117 φορές, εκ των οποίων οι 28 (δηλαδή σχεδόν το ένα τέταρτο του συνόλου) έχει χρησιμοποιηθεί κατά τα τελευταία τρία μόνο χρόνια από τις τέσσερις τελευταίες -και βραχύβιες- κυβερνήσεις που έχει διορίσει ο Εμανουέλ Μακρόν από 2022 και μετά (Ελιζαμπέτ Μπορν, που είναι και η αρνητική πρωταθλήτρια της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας ως προς αυτό, Γκαμπριέλ Ατάλ, Μισέλ Μπαρνιέ και Φρανσουά Μπαϋρού).
Αφ’ ετέρου, η αδιαφορία για τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού εκτείνονται και πέραν του κοινοβουλίου σε αυτή καθαυτή τη λαϊκή ετυμηγορία. Μετά τις ευρωεκλογές του 2024, με την ανάδειξη της ακροδεξιάς στην πρώτη θέση και την κατάρρευση του φιλελεύθερου μπλοκ του Εμανουέλ Μακρόν, ο Γάλλος πρόεδρος επιχείρησε μια κίνηση αιφνιδιασμού, με μεγάλο ρίσκο να αποβεί υπέρ της ακροδεξιάς, και προκήρυξε πρόωρες βουλευτικές εκλογές για τον Ιούνιο/Ιούλιο του 2024. Ωστόσο, τόσο η ασαφής στάση του πριν τον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών όσο και -κυρίως- η άρνησή του να διορίσει πρωθυπουργό από το πρώτο κόμμα (το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο», τη συμμαχία της Ανυπότακτης Γαλλίας του Ζαν-Λυκ Μελανσόν, των Σοσιαλιστών, των Πρασίνων και των Κομμουνιστών) και η επιμονή του να διορίζει πρωθυπουργούς από τον δικό του πολιτικό χώρο, που είναι πια τρίτος σε εκλογική δύναμη, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα της πολιτικής του στάσης τόσο απέναντι στην Αριστερά όσο και απέναντι στη Δημοκρατία.
Με δεδομένο δε ότι και αυτή τη φορά ο Γάλλος πρόεδρος επέλεξε να προχωρήσει στον διορισμό ενός ακόμη στελέχους του δικού του πολιτικού χώρου, και μάλιστα του μέχρι πρότινος υπουργού Άμυνας, Σεμπαστιέν Λεκορνί, που «ευθύνεται» για την προαναφερθείσα κατακόρυφη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, είναι περίπου βέβαιο ότι η κυβερνητική και πολιτική κρίση θα συνεχιστεί.
Μετά τις γαλλικές εκλογές, μεγάλα διεθνή μέσα και αναλυτές, αναρωτήθηκαν αν η Γαλλία έχει καταστεί «μη κυβερνήσιμη». Και πράγματι, τόσο η οικονομική όσο και η κυβερνητική κρίση στη Γαλλία φαίνονται ανυπέρβλητες στο βαθμό που κανείς εμμένει στην πολιτική του προέδρου Μακρόν: στρατιωτικοποίηση, εμμονή σε αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες συνταγές, καταστολή, αυταρχισμός και «διμέτωπος» προς την Ακροδεξιά και την Αριστερά.[2]
Όμως η συνθήκη αυτή δεν είναι ούτε αναπόφευκτη ούτε γαλλική ιδιαιτερότητα. Το ίδιο, περί «μη κυβερνησιμότητας» γράφτηκε, μετά την κρίση του κυβερνητικού συνασπισμού υπό τον Όλαφ Σολτς, αλλά και τα αποτελέσματα των πρόωρων εκλογών του Φεβρουαρίου του 2025, για τη Γερμανία. Δεν είναι λίγοι αυτοί που κάνουν λόγο για «μη κυβερνήσιμη» Ευρώπη γενικώς. Και πράγματι, η αποσταθεροποίηση των κομματικών συστημάτων, η σταδιακή -ή κάποτε και απότομη- μείωση της εκλογικής δύναμης των κραταιών κομμάτων που κυβέρνησαν τις μεγάλες δημοκρατίες της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την εκλογική άνοδο και την πολιτική νομιμοποίηση της Ακροδεξιάς είναι φαινόμενα που παρατηρούμε εδώ και αρκετά χρόνια. Δεν έχει επομένως νόημα η διαπίστωσή τους, αλλά η αναζήτηση των αιτίων τους και, κυρίως, μιας πολιτικής διεξόδου.
Αν η Ακροδεξιά είναι η μεγάλη απειλή για τις δημοκρατίες της Ευρώπης σήμερα, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ένας αυταρχικός φιλελευθερισμός, που θα επιβάλει από τα πάνω και αντίθετα στη λαϊκή βούληση αφ’ ενός οικονομικές πολιτικές λιτότητας και ακραίας ανισότητας αφ’ ετέρου έναν αποστεωμένο και επιλεκτικό κοινωνικό φιλελευθερισμό – ας μην ξεχνάμε τη στάση ακόμα και των πλέον «φιλελεύθερων» κυβερνήσεων στα θέματα των δικαιωμάτων των μεταναστών. Ούτε η επίκληση σε ένα αντιφασιστικό μέτωπο μπορεί να είναι «αλά καρτ»: χρήσιμο κάθε φορά οι mainstream πολιτικές δυνάμεις της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς χρειάζονται τις ψήφους ή τη στήριξη της Αριστεράς, για να ξεχαστεί το επόμενο λεπτό. Διότι είναι αυτές οι επιλογές που βρίσκονται στον πυρήνα της γαλλικής και συνολικά της ευρωπαϊκής κρίσης σήμερα.
Η Γαλλία, η Γερμανία και κάθε χώρα της Ευρώπης δεν μπορεί να μείνει για πάντα «μη κυβερνήσιμη», παρά τα όσα φαίνονται να πιστεύουν ηγέτες σαν τον Εμανουέλ Μακρόν που προτιμούν να κλωτσούν παρακάτω το κουβάρι που έχουν μπροστά τους. Η κρίση θα επιλυθεί, αργά ή γρήγορα, προς τη μία κατεύθυνση ή την άλλη. Θα δοθεί όχι μόνο κινηματική αλλά και πολιτική/κυβερνητική διέξοδος προς τα αριστερά ή θα επικρατήσει η απογοήτευση, ο πολιτικός κυνισμός, η αντιπολιτική και, τελικά, η ακροδεξιά.
Προς το παρόν, στη Γαλλία η εικόνα επιτρέπει μια συγκρατημένη αισιοδοξία. Παρά τη διαρκή άνοδο της Ακροδεξιάς, στο εκλογικό πεδίο η Αριστερά εξακολουθεί -ειδικά στο πλαίσιο της κοινής συμμαχίας του Νέου Λαϊκού Μετώπου, και εφ’ όσον η ενότητα αυτή διασωθεί- να διατηρεί καλές εκλογικές επιδόσεις που τις επιτρέπουν να αντιπαρατίθεται στην Ακροδεξιά αποτελεσματικά και σε πολλές περιπτώσεις όχι απλά να διεκδικεί, αλλά και να κερδίζει την πρωτιά.
Κυρίως όμως, η αισιοδοξία ενισχύεται από τη μαζική κινητοποίηση της γαλλικής κοινωνίας, που επιζητά μια διέξοδο στην κατεύθυνση όχι μόνο της οικονομικής δικαιοσύνης, αλλά και της κοινωνικής προόδου και αλληλεγγύης. Με βάση τα πρώτα στοιχεία έρευνας του Ιδρύματος Ζαν Ζορές[3], το προφίλ των συμμετεχόντων/ουσών στο κίνημα «Να μπλοκάρουμε τα πάντα!» που έβγαλε χιλιάδες στον δρόμο στις 10 Σεπτεμβρίου και συγκεντρώνει τη στήριξη της πλειοψηφίας της γαλλικής κοινωνίας[4], είναι σαφώς αριστερόστροφο (το 69% είχε ψηφίσει στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν, ενώ πάνω από 80% αυτοτοποθετείται στις τρεις αριστερότερες θέσεις της πολιτικής κλίμακας), αλλά και απορριπτικό του διλήμματος «Μακρόν ή φασισμός» (το 68% απείχε στον δεύτερο γύρο μεταξύ Μακρόν και Λεπέν). Είναι πολιτικοποιημένο (71% ενδιαφέρεται «πολύ» για την πολιτική), είναι δύσπιστο έναντι των θεσμών με εξαίρεση τα συνδικάτα στα οποία έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό (45%), πιστεύει στην οικονομική δικαιοσύνη (91% ζητά αναδιανομή του πλούτου) και στην κοινωνική αλληλεγγύη (μόνο 11% θεωρεί την ανεργία εκούσια) και είναι υπέρ της παρουσίας των μεταναστών στη γαλλική κοινωνία (μόνο 15% θεωρεί ότι υπάρχουν πολλοί ξένοι στη Γαλλία και 12% ότι δεν κάνουν προσπάθεια να ενταχθούν στη χώρα).
Είναι σαφές ότι όσο τα δύο αυτά αδιέξοδα επιτείνονται με τις πολιτικές επιλογές του Εμανουέλ Μακρόν, η κρίση κάθε άλλο παρά θα εκτονωθεί. Το στοίχημα είναι να δοθεί αριστερή διέξοδος, ώστε να μην πληρώσει το τίμημα η γαλλική κοινωνία και δημοκρατία.
Δανάη Κολτσίδα, νομικός, πολιτική επιστήμονας
[1] Προοπτική, βέβαια, που διαψεύστηκε από τη γαλλίδα πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και περίπου το σύνολο των διεθνών οικονομικών αναλυτών.
[2] Ας μην ξεχνάμε ότι ο Εμανουέλ Μακρόν κατάφερε να επικρατήσει στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2022 έναντι της Μαρίν Λεπέν, χάρη στις ψήφους των ψηφοφόρων της Αριστεράς, όπως είχε γίνει και το 2017. Μια στήριξη, ωστόσο, που μόνο μόνο εν μέρει ανταπέδωσε στον δεύτερο γύρο των βουλευτικών εκλογών του 2024, η πλευρά Μακρόν, με φωτεινή εξαίρεση τον Γκαμπριέλ Ατάλ, και την οποία πήρε πίσω με την πεισματική άρνησή του να διορίσει πρωθυπουργό της Αριστεράς, αλλά και τις προσπάθειές του να διαβρώσει την ενότητα του «Νέου Λαϊκού Μετώπου», να προσεταιριστεί τους Σοσιαλιστές και να απομονώσει την «Ανυπότακτη Γαλλία».
[3] https://www.jean-jaures.org/publication/bloquons-tout-tentative-de-portrait-robot-dun-mouvement-nebuleux/
[4] https://tolunacorporate.com/wp-content/uploads/2025/08/Rapport-Toluna-Les-Francais-et-le-mouvement-du-10-septembre-2025-RTL-Aout-2025.pdf