«Τι είναι ένα «κριτικό λεξικό» που αφιερώνεται σε ένα ιστορικό γεγονός, μάλιστα σε ένα γεγονός κομβικό, καταλυτικό, είτε για την ιστορία ενός λαού είτε για την ιστορία των ιδεών; Μάλλον, είναι ένα λεξικό το οποίο επιχειρεί μια κριτική (τι άλλο;) αντιμετώπιση – ανάγνωση του ίδιου του ιστορικού γεγονότος και της περιόδου στην οποία αυτό εντάσσεται· των προσώπων που ενεπλάκησαν και των θεσμών που αυτό δημιούργησε· των ιδεών, των εννοιών και των ιδεολογικών συστημάτων που το γέννησαν και μέσα (και χάρη) στα οποία το γεγονός αυτό κατανοείται και ερμηνεύεται· των συγχρονικών και των κατοπινών αναγνώσεων/ερμηνειών του γεγονότος αυτού· του σώματος της σχετικής βιβλιογραφίας και των ιδεολογικών του χρήσεων κ.λπ. Γιατί, αν δεν είναι όλα αυτά, νομίζω ότι θα είναι οπωσδήποτε κάτι άλλο: ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό, ένα εκλαϊκευτικό λεξικό ή κάτι άλλο, εν πάση περιπτώσει».
Έτσι ξεκινάει η βιβλιοκριτική ανάρτηση του Δημήτρη Αρβανιτάκη για την οποία ο ιστορικός Αντώνης Λιάκος σχολίασε:
«Αυτό το κείμενο, κανονικά θα’ πρεπε να δημοσιευτεί σε ένα περιοδικό όπως ήταν κάποτε Ο Πολίτης, ή το Αντί. Δυστυχώς δεν υπάρχουν παρόμοια περιοδικά σήμερα. Αλλά υπάρχει κι ένας πρόσθετος λόγος που πρέπει να διαβαστεί. Γιατί έχουμε ξεχάσει και την έννοια της κριτικής και τη συγχέουμε με την βιβλιοπαρουσίαση. Η δε μελέτη της Επανάστασης έχει αφεθεί σε χέρια ερασιτεχνών που μπερδεύουν την ιστορία με την ανεκδοτολογία. Αναρωτιέμαι αν θα απαντούσε κανείς στην κριτική αυτή, από τους πολυάριθμους συντελεστές του τόμου. Θα πρότεινα μάλιστα στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, να οργανώσουν μια δημόσια συζήτηση, με αφορμή τα ζητήματα που θέτει ο Αρβανιτάκης».
Ολόκληρη η ανάρτηση:
ΛΕΞΙΚΟ, ΝΑΙ. ΚΡΙΤΙΚΟ, ΟΜΩΣ;
Τι είναι ένα «κριτικό λεξικό» που αφιερώνεται σε ένα ιστορικό γεγονός, μάλιστα σε ένα γεγονός κομβικό, καταλυτικό, είτε για την ιστορία ενός λαού είτε για την ιστορία των ιδεών; Μάλλον, είναι ένα λεξικό το οποίο επιχειρεί μια κριτική (τι άλλο;) αντιμετώπιση – ανάγνωση του ίδιου του ιστορικού γεγονότος και της περιόδου στην οποία αυτό εντάσσεται· των προσώπων που ενεπλάκησαν και των θεσμών που αυτό δημιούργησε· των ιδεών, των εννοιών και των ιδεολογικών συστημάτων που το γέννησαν και μέσα (και χάρη) στα οποία το γεγονός αυτό κατανοείται και ερμηνεύεται· των συγχρονικών και των κατοπινών αναγνώσεων/ερμηνειών του γεγονότος αυτού· του σώματος της σχετικής βιβλιογραφίας και των ιδεολογικών του χρήσεων κ.λπ. Γιατί, αν δεν είναι όλα αυτά, νομίζω ότι θα είναι οπωσδήποτε κάτι άλλο: ένα εγκυκλοπαιδικό λεξικό, ένα εκλαϊκευτικό λεξικό ή κάτι άλλο, εν πάση περιπτώσει.
Η ιστοριογραφική έρευνα δεν περιμένει τις επετείους· άλλοι είναι οι χρόνοι της ιστορικής έρευνας και άλλοι των δημόσιων αναγκών ή της ιδεολογίας. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, η συγκυρία του εορτασμού των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση βοήθησε, όντως, στην εμφάνιση έργων σημαντικών, και η αναγγελία ενός «Κριτικού λεξικού» έμοιαζε μια καλή ευκαιρία συνολικών-κριτικών αποτιμήσεων, αναγνώσεων και αναστοχασμών. Είναι, όμως, ένα «κριτικό λεξικό» αυτό που πρόσφατα (Μάρτιος 2025) κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Η Ελληνική Επανάσταση. Κριτικό λεξικό», με την επιμέλεια των Π. Κιτρομηλίδη και Κ. Τσουκαλά, από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, το οποίο είχε ήδη εκδοθεί στην αγγλική γλώσσα, το 2021, στο πλαίσιο των εορτασμών;
Στο εισαγωγικό σημείωμα του «Λεξικού», αφού αναφερθεί (κάτι που είναι αρκετά συζητήσιμο, όμως) ότι «υπάρχουν πολλά κενά στην έρευνα της Ελληνικής Επανάστασης, τα οποία παραμένουν εμφανή μετά από μισόν αιώνα παραμέλησης του θέματος», υποδεικνύεται το πρότυπο που ακολουθήθηκε (το αντίστοιχο των Μ. Οζούφ – Φρ. Φυρέ για τη Γαλλική επανάσταση), «για να δείξουμε τη μετριοπάθεια των προθέσεών μας να είμαστε επιλεκτικοί και όχι εξαντλητικοί, και για να δώσουμε τροφή στον κριτικό στοχασμό πάνω στα θέματα που διαλέξαμε να περιλάβουμε», αναφέρονται οι οδηγίες που δόθηκαν στους συγγραφείς («να επιχειρήσουν να ορίσουν ποια υπήρξε η συμβατική αντίληψη για τα ιδιαίτερα θέματά τους και να δοκιμάσουν είτε να την επιβεβαιώσουν είτε να την αναθεωρήσουν, λαμβάνοντας υπόψη τους τις πρόσφατες σχετικές έρευνες και συζητήσεις»), ενώ στο κλείσιμο του ίδιου κειμένου επανέρχεται το θέμα της «κριτικής», από άλλη κατεύθυνση, όμως: εδώ, καλείται ο αναγνώστης «να τα επαναπροσεγγίσει [τα θέματα], να τα αναθεωρήσει και να τα κατανοήσει κριτικά, πράγμα που παραμένει, πιστεύουμε, ο κύριος σκοπός τον οποίον υπηρετεί η ιστορική γνώση». Η δήλωση για την επιλογή του συγκεκριμένου προτύπου (αντί για το άλλο, το «Ιστορικό λεξικό» του Αλμπέρ Σομπούλ, πάλι για τη Γαλλική επανάσταση, όπως ρητά αναφέρεται), έγινε άραγε μόνο για λόγους «μετριοπάθειας»; Αυτό είναι ίσως ένα ερώτημα, αλλά δεν είναι αυτό που θέλω να πω εδώ.
Το «Λεξικό» δομείται σε εφτά ενότητες (Τα πολλαπλά συμφραζόμενα, Ο δρόμος προς την Επανάσταση, Γεγονότα και τόποι, Πρόσωπα, Θεσμοί, Ιδέες και δημιουργική έκφραση, Αντηχήσεις και προσλήψεις), ακολουθώντας, από μακριά, έστω, τη δομή του γαλλικού προτύπου. Βέβαια, το θέμα δεν είναι η πιστή παρακολούθηση της δομής εκείνου, οι προσαρμογές και οι διαφοροποιήσεις είναι αυτονόητες. Άλλα είναι εκείνα για τα οποία έχει να αναρωτηθεί ο αναγνώστης, ο οποίος έχει (δεν μπορεί παρά να έχει) επίμονα στο μυαλό του, διαρκώς, ότι η επέτειος ήταν μια χρυσή ευκαιρία για συνολικότερες αναγνώσεις, για κριτικές αποτιμήσεις και για δοκιμασία νέων ερευνητικών κατευθύνσεων – στις οποίες θα έπρεπε να προσανατολίζεται ένα «κριτικό λεξικό».
Αλλά, ο αναγνώστης αρχίζει να σκοντάφτει ήδη από τη σελίδα των Περιεχομένων: αναρωτιέται για τις εμφανείς απουσίες. Πού είναι οι έννοιες; Ή μήπως αυτές δεν υπήρξαν κρίσιμες; Ή μήπως τέτοια ζητήματα τα έχουμε λύσει διά παντός ή μήπως δεν τα έχουμε καν αγγίξει και άρα δεν μπορούμε ακόμη να μιλήσουμε για αυτά; Η «επανάσταση», ας το ξαναπούμε κι ας είναι αυτονόητο, η «επανάσταση» δεν είναι ένα γεγονός που γίνεται κάποια μέρα, που είναι Δευτέρα, Τρίτη ή Τετάρτη… Αυτονόητο, θα μου πείτε – αλλά, είναι; Η επανάσταση προϋποθέτει ότι οι άνθρωποι είχαν ήδη φτιάξει έννοιες καινούργιες ή είχαν ανανοηματοδοτήσει παλιές, είχαν καταλάβει αλλιώς τον εαυτό τους και τον κόσμο, είχαν ξαναδεί αλλιώς το παρελθόν τους: γι’ αυτό και διεκδικούν την αλλαγή του κόσμου (τους), διεκδικούν εν τοις πράγματι την αλλαγή του μέλλοντος – με κόστος την ίδια τους την καταστροφή. Αλλιώς, πώς; Με τα όπλα (μόνο) δεν γίνονται οι επαναστάσεις – οι πόλεμοι μπορεί, αν και ούτε αυτοί. Οι έννοιες «έθνος» (στην ελληνική περίπτωση το ζεύγος γένος-έθνος), «επανάσταση», «ελευθερία», «αρχαιότητα», «πολιτική», «δημόσιος χώρος», «κοινή γνώμη», ακόμη και (μάλλον: κυρίως) οι κομβικές έννοιες «Έλληνας», «Ελλάδα», που ήταν οι φέροντες οργανισμοί της Επανάστασης, αυτές και άλλες, δεν έχουν θέση σε ένα «κριτικό λεξικό»;
Το γνωρίζουμε, βέβαια, ότι η Ελληνική Επανάσταση δεν υπήρξε ένα οποιοδήποτε γεγονός μέσα στη ροή ενός «ομοειδούς» ή «ευθύγραμμου» χρόνου, αλλά υπήρξε ένα γεγονός που ανέτρεψε τον χρόνο, που δημιούργησε «νέο» χρόνο· υπήρξε μια πολυεπίπεδη, πολύμορφη τομή. Άρα, δεν είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε μέσα από ποιους τρόπους, μέσα από ποιες έννοιες, ένα συλλογικό υποκείμενο (το οποίο ούτως ή άλλως δεν προϋπήρχε, δεν ήταν δεδομένο, δεν ήταν συμπαγές) κατανόησε αλλιώς τον εαυτό του, τον χρόνο και τον τόπο, επιχειρώντας αυτή την τομή; Περιττό να πει κανείς ότι, αυτονόητα, στο γαλλικό «πρότυπο» η πραγμάτευση τέτοιων εννοιών έχει κύρια θέση. «Η ιδέα του έθνους υπήρξε η πιο εκρηκτική παρακαταθήκη της Γαλλικής επανάστασης» σημειώνεται κάπου στο βιβλίο. Πολύ σωστά. Αλλά, στη δική μας περίπτωση αυτό πώς εξειδικεύεται;
Αν η λογική του «Λεξικού» είναι η αναμέτρηση των παραδεδεγμένων ερμηνειών με νέες προκλήσεις, η κριτική δηλαδή αντιμετώπισή τους, τότε πώς αυτό αποτυπώνεται, για παράδειγμα, στη μελέτη της εξαιρετικά κρίσιμης έννοιας του Διαφωτισμού; Το σχήμα που προβάλλεται (και εδώ) είναι εκείνο του ενιαίου κινήματος, που έχει «φάσεις», οι οποίες διαδέχονται η μία την άλλη, που οδηγούνται σταδιακά στην «ωρίμανση», στην «κορύφωσή» τους, έτσι ώστε να τεκμηριωθεί ότι ο Διαφωτισμός ήταν μια «παρατεταμένη και μάλλον βραδεία αλλά πάντως αδιάλειπτη διεργασία πνευματικής αλλαγής, η οποία, τελικά, στη μακρά ιστορική διάρκεια, αποδείχτηκε ότι είχε επαναστατικά αποτελέσματα». Απέναντι σε αυτές τις παραδοχές δεν έχουν διατυπωθεί διαφοροποιήσεις, δεν έχουν διατυπωθεί άλλες υποθέσεις, άλλες προτάσεις; Και βέβαια, ναι. Αλλά, η επεξεργασία όλων αυτών, στο πλαίσιο μιας κριτικής ανάγνωσης, θα απαιτούσε δοκιμασία αλλαγής της οπτικής, θα απαιτούσε επανατοποθέτηση του συνολικού ζητήματος, επανεπεξεργασία των κομβικών εννοιών (έθνος, πατρίδα, λογιοσύνη, Έλληνας και Ελλάδα…) και δοκιμασία των ενοποιητικών σχημάτων.
Στο ίδιο πλαίσιο ερωτημάτων: η «κριτική ανάγνωση» της λογιοσύνης μπορεί να εξαντλείται ουσιαστικά σε μία παράθεση βιογραφικών των «σημαντικότερων» λογίων, σε μία «επαρίθμηση», όπως την έλεγαν παλιά; Μπορεί η λογιοσύνη να αντιμετωπίζεται ως μία «ενιαία σειρά» λογίων, με το κριτήριο της «ωρίμανσης», από τον Βούλγαρη μέχρι τον Κοραή, δίχως να αναρωτιόμαστε για τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις, τις συγκρούσεις, τις εσωτερικές ρήξεις του κόσμου αυτού, για τις διαφοροποιήσεις: για τη γέννηση δηλαδή (και στον ελληνικό κόσμο) του τύπου του «διανοουμένου»; Βεβαίως, μαζί με την αναρώτηση για τις διαφοροποιήσεις του ρόλου, της λειτουργίας, της φύσης του λογίου / διανοουμένου (ερώτημα που αρχίζει από τον δραματικό αυτοβιογραφικό, μοναχικό λόγο του Μοισιόδακα) θα πήγαινε και το ζήτημα του πλαισίου, των ορίων του κόσμου απεύθυνσης αυτών των λογίων: ούτε οι λόγιοι υπήρξαν ένα πράγμα ούτε το πλαίσιο απεύθυνσης υπήρξε ένα πράγμα. Αλλά, αν δεν αναρωτηθούμε για τις διαδρομές της λογιοσύνης δεν θα κατανοήσουμε γιατί, πώς «υπήρξε δυνατή» η Επανάσταση, αφού η υπόγεια τελεολογία μοιάζει να περιγράφει έναν δρόμο προδιαγεγραμμένο – από ποιον, όμως; Μια τέτοια συζήτηση θα μας πήγαινε πάλι πίσω, αναγκαστικά, στην πρώτη απουσία: σε κείνη των εννοιών και των τρόπων εγκόλπωσης των νέων ιδεών. Οι άνθρωποι, οι ιδέες και οι τόποι.
Αλλά, ακόμη. Γνωρίζουμε τα συμβατικά όρια της Επανάστασης: 1821-1830 – από την προκήρυξη του Υψηλάντη ώς την υπογραφή του πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας (το Χρονολόγιο του «Λεξικού» φτάνει ώς το 1834, με την αναγνώριση της Αθήνας ως πρωτεύουσας). Αλλά, είναι πράγματι αυτά τα ακρότατα όρια για μια κριτική ανάγνωση του γεγονότος; Η αυστηρά χρονολογική αντιμετώπιση είναι, για την ιστορία, μια πολύ περιοριστική και ίσως διαστρεβλωτική ανάγνωση. Πότε άρχισε και πότε «ολοκληρώθηκε» η Επανάσταση; Είναι η Επανάσταση η «Παλιγγενεσία» (να, άλλο ένα κρίσιμο ερώτημα); Ταυτίζονται αυτά; Γιατί αν μιλάμε για το «γεγονός» της Επανάστασης, οι χρονολογίες (και οι ημερομηνίες!) είναι εύκολο να βρεθούν: έχουμε την προκήρυξη του Υψηλάντη, έχουμε το πρωτόκολλο του Λονδίνου. Αλλά, αν η «Παλιγγενεσία» είναι μια διαδικασία μάλλον παρά ένα «γεγονός», όπως το θέλει η βουλγκάτα της ιδεολογίας και του δημόσιου λόγου, τότε η οπτική μας ανοίγει με άλλον τρόπο. Οι Ιταλοί, για παράδειγμα, έχουν γράψει εφτάμισι εκατομμύρια σελίδες σχετικά με το πότε άρχισε (αλλά, και με ποιο νόημα, με ποιες ποιότητες, με ποιες αντιφάσεις, με ποιες εκδοχές) το δικό τους Risorgimento. Ως προς το πότε «ολοκληρώθηκε», ακόμη και ο φασισμός, ιδίως αυτός, θεώρησε ότι εκπροσωπούσε την «ολοκλήρωση» αυτής της μακράς διαδικασίας: il Risorgimento fascista.
Μας αφορούν εμάς αυτά; Έχουν νόημα για μας αυτές οι ερωτήσεις; Μπορούμε να αρκούμαστε, στο πλαίσιο μιας κριτικής συζήτησης, στις χρονολογίες; Αν ρωτούσαμε, για παράδειγμα, έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, γνωστό ή άγνωστό μας, του δέκατου ένατου αιώνα, για το πότε «ολοκληρώθηκε» η Επανάσταση, άλλα θα μας έλεγε – μάλλον. Δεν ήταν μόνο ο Βαλαωρίτης που κόντεψε να πάθει (ή μήπως έπαθε;) έμφραγμα μπροστά στον αδριάντα του πατριάρχη το 1871, αυτή ήταν η αντίληψη των κατοίκων του καχεκτικού Βασιλείου με την «προσωρινή» του πρωτεύουσα: η Μεγάλη ιδέα ήταν, έπρεπε να είναι, η συνέχεια της Επανάστασης· η διανόηση και η κοινή γνώμη του Βασιλείου και του Ιονίου προτεκτοράτου (με λίγες εξαιρέσεις) από τα παράθυρά τους έβλεπαν τον τρούλο της Αγίας Σοφίας. Ήταν εντέλει η Μεγάλη Ιδέα (όπως και αν την ονομάσουμε) ένα κατοπινό γεγονός, μια εκτροπή της κανονικότητας, ή μήπως ένα σύμφυτο στοιχείο της νεοελληνικής αυτογνωσίας, πριν ακόμα από την Επανάσταση, αλλά και στη διάρκειά της; Τέτοιοι προβληματισμοί δεν αποτελούν οργανικό μέρος μιας κριτικής ανάγνωσης της Επανάστασης;
Αλλά, δεν είναι μόνο οι απουσίες. Αν καλείται ο αναγνώστης να «κατανοήσει κριτικά» τα θέματα του «Λεξικού», ο ίδιος έχει δικαίωμα να αναρωτηθεί ποιο υλικό είναι αυτό του παραδίδεται και που πρέπει να διαβάσει «κριτικά». Ο αναγνώστης αισθάνεται μάλλον αβοήθητος στον δρόμο αυτόν. Αν εξαιρεθούν λίγα θέματα που αντιμετωπίζονται κριτικά (όπως για παράδειγμα εκείνο των Κοινοτήτων), στα περισσότερα λήμματα-κεφάλαια ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε εντελώς περιγραφικά-πληροφοριακά, εγκυκλοπαιδικής φύσεως συμβατικά κείμενα. Δεν νομίζω ότι τα «κενά» στην έρευνα για τα οποία μιλάει το εισαγωγικό σημείωμα είναι τέτοια και τόσα που μάς εμποδίζουν σήμερα να δούμε με άλλο μάτι, όντως κριτικά, κομβικά ζητήματα σε μια συζήτηση για την Επανάσταση.
Ας πούμε, οι τόποι, στους οποίους αφιερώνεται μια μεγάλη ενότητα στο βιβλίο. Ποια είναι η οπτική εδώ; Σχηματικά, θα λέγαμε ότι η πραγμάτευση είναι κάτι σαν το «ηρώον της Επαναστάσεως»: τι προσέφερε κάθε τόπος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτά είναι χρήσιμα και αναγκαία για την ύφανση της αφήγησης: δίχως αυτά δεν καταλαβαίνουμε το ίδιο το γεγονός. Αλλά, τι σημαίνει πια εδώ η κριτική ανάγνωση, πού είναι; Το κύριο ερώτημα, που όμως εδώ δεν έχει τεθεί, δεν είναι η ανανοηματοδότηση της παραδοσιακής έννοιας του «τόπου» σε σχέση με τον καινούργιο γενικό άξονα που είναι το (αναγκαστικά) αόριστο, θεωρητικό και νεφελώδες ακόμη εν τη γενέσει του έθνος και ακόμη περισσότερο το διοικητικό ένδυμα του έθνους, το διαμορφούμενο κράτος, η ενιαία κεντρική διοίκηση; Να, μια καλή, πολύ καλή ευκαιρία, να αναμετρηθεί κανείς αλλιώς με ένα παλιό ερώτημα και να απαλλαγεί (ενδεχομένως) από το στερεότυπο της σολωμικής «διχόνοιας» ή από την ιδεολογικά φορτισμένη και απαξιωτική έννοια του «τοπικισμού». Ήταν τοπικισμοί ή εκφράσεις της μακράς ιστορικής έννοιας της τοπικότητας; Τα είπε με τον τρόπο του ο Κολοκοτρώνης, τα είπαν οι πρώτοι Τοπικοί Οργανισμοί, τα είπε ο Κοκκώνης. Εδώ, δεν έχει σημασία η συμφωνία ή η διαφωνία, η διατύπωση του ερωτήματος όμως έχει.
Μια κριτική ανάγνωση, άρα, δεν θα έπρεπε να εκκινεί από την ερώτηση πώς έγινε δυνατόν, μέσα από ποιες αντιφάσεις και συγκρούσεις να υπερβαθεί η έννοια του τόπου (αυτό που ειπώθηκε τοπικισμός, αλλά μάλλον πρέπει να ονομαστεί πιο ορθά: τοπικότητα) στη νέα διαλεκτική σχέση με την Επανάσταση και το έθνος; Αυτό το ερώτημα αφορά όλους τους «τόπους», αφού οι τόποι, όλοι οι τόποι, οι «τοπικοί λαοί» (μη προϋπάρχοντος ενός ενοποιητικού συστήματος) μπήκαν στη δυναμική της Επανάστασης. Με έξεργο παράδειγμα το Ιόνιο. Μπορεί η αναφορά σε αυτό να εξαντλείται στην «προσφορά των Επτανησίων» και να παραβλέπουμε τις θεμελιώδεις επεξεργασίες των κομβικών εννοιών (τόπος, έθνος, κράτος, παρελθόν, μέλλον, δυτικότητα, ελληνικότητα, ελληνικός χαρακτήρας…) που εκεί είχαν ξεκινήσει ιλιγγιωδώς από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα και κορυφώθηκαν με την Επανάσταση;
Αντίστοιχα πράγματα μπορεί να αναρωτηθεί κανείς για άλλα κομβικά ζητήματα που επίσης θίγονται στο «Λεξικό», όπως για παράδειγμα εκείνα των Γυναικών, του Τύπου, του Κλήρου, της Λογοτεχνίας, του Φιλελληνισμού, του πλαισίου (οθωμανικού ή ευρωπαϊκού) της Επανάστασης… Μας είναι, άραγε, αρκετό σήμερα, μιλώντας για την «Επανάσταση ως δημιουργική εμπειρία» να φιλοτεχνούμε κατ’ ουσίαν στοιχειώδη εργοβιογραφικά σημειώματα του Κάλβου και του Σολωμού ή μιλώντας για το ζεύγος λογοτεχνία – λογιοσύνη στα χρόνια της Επανάστασης να φτιάχνουμε ένα (χρήσιμο, βέβαια, όλα είναι χρήσιμα) πανόραμα ρεαλίων; Η πραγμάτευση του θέματος του Τύπου μπορεί να εξαντλείται στις εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες για τις εφημερίδες της Επανάστασης και να μη μας απασχολούν οι τρόποι και το εύρος διαμόρφωσης του δημόσιου χώρου, η λειτουργία, οι μορφές και η δυναμική της ανάγνωσης (μέσα σε ένα πλαίσιο μειοψηφικής εγγραμματοσύνης) ή η διαμόρφωση της κοινής γνώμης;
Αν η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ένα, το πιο σημαντικό γεγονός στην ιστορία του ελληνικού κόσμου, οι συζητήσεις για αυτή, τα ερμηνευτικά σχήματα που προτάθηκαν, οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις, πολιτικές, ιδεολογικές, επιστημονικές, αυτά δεν αποτελούν κρίσιμη ύλη ενός «κριτικού λεξικού»; Μπορεί να εξαντλείται το ενδιαφέρον μας στην πραγματολογική, περιγραφική παράθεση συνόψεων των ιστοριογραφικών ή απομνημονευματικών έργων, ελλήνων ή ξένων (λογίων, αγωνιστών, πολιτικών κ.ά.), κατά τον δέκατο ένατο αιώνα και μόνο; Χρήσιμα όλα, βέβαια, αλλά η κατά κύριο λόγο παράθεση πληροφοριών ίσως δεν αποτελεί ακριβώς κριτική ανάγνωση.
Όμως, το κυριότερο: δεν αποτελεί μέρος της ίδιας συζήτησης όλος ο εικοστός αιώνας (που μοιάζει, εντελώς ακατανόητα, να μένει προγραμματικά έξω από τον ορίζοντα του «Λεξικού») με τις –πρωτίστως ιδεολογικές και δευτερευόντως επιστημονικές– κρίσιμες συζητήσεις και πολεμικές, ιδίως εκείνες που ξέσπασαν με την έκδοση του σεισμικού έργου του Κορδάτου «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής Επαναστάσεως», το 1924; Ο Ασδραχάς σημείωνε, ήδη το 1961, ότι παρά τα προβλήματα μεθόδου του Κορδάτου, τότε τέθηκαν τα «γιγαντιαία θέματα [που] οφείλουν στον Κορδάτο την ένταξή τους στα ιστορικά μας ενδιαφέροντα». Η σταδιακή ωρίμανση και η εν πολλοίς υπέρβαση της μεθόδου και του σχήματος του Κορδάτου από την αριστερή ιστοριογραφία, οι ερμηνευτικές μετακινήσεις της ίδιας, που συνδέονταν με τις ενδοαριστερές ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, η αντιπαράθεση της μαρξιστικής με την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, η μεγάλη αλλαγή οπτικής και για την Επανάσταση, που πραγματοποιήθηκε μετά τη Μεταπολίτευση, ενταγμένη στη γενικότερη ανανέωση των ιστοριογραφικών μας προβληματισμών και σπουδών, όλα αυτά στον συνδυασμό τους με τον κρίσιμο ρόλο της πρόσληψης της Επανάστασης όχι μόνο εντός του ακαδημαϊκού-επιστημονικού χώρου, αλλά επίσης στο πεδίο της ιστορικής συνειδητοποίησης και της εθνικής ιδεολογίας, όλα αυτά δεν αποτελούν μέρος μιας «κριτικής» συζήτησης;
Τα κενά της έρευνας, τα κενά της βιβλιογραφίας. Βεβαίως. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τέτοια υπάρχουν. Αλλά, τίποτα από αυτά δεν δικαιολογεί τη σχεδόν εγκατάλειψη της κριτικής. Για να μην αναφερθούμε σε μεγάλες συνθέσεις (όπως είναι τα βιβλία του Ίσραελ, για παράδειγμα), που έθεσαν μεγάλα μεθοδολογικά ερωτήματα, σκέφτομαι μόνο τρία βιβλία που έτυχε να διαβάσω πρόσφατα: το «Τέσσερις καβαλάρηδες. Καλπάζοντας προς την ελευθερία στη μεταναπολεόντεια Ευρώπη» του Ρίτσαρντς Στάιτς (Αλεξάνδρεια, 2025· αγγλική έκδοση: 2014), το «Southern Europe in the Age of Revolutions» (Η Νότια Ευρώπη στην εποχή των Επαναστάσεων) του Μαουρίτσιο Ιζαμπέλλα (Princeton University Press, 2023) και το «Il Risorgimento dei cittadini. Italiani e Greci nell’Ottocento» (Η Παλιγγενεσία των πολιτών. Ιταλοί και Έλληνες στον δέκατο ένατο αιώνα) του Αντώνη Λιάκου (Ρώμη, Bulzoni editore, 2025). Με άλλον τρόπο τα δύο πρώτα και με άλλον τρόπο το τρίτο, μετακινούν δραστικά την οπτική μας, να κοιτάξουμε «αλλιώς», να κοιτάξουμε «από αλλού», μας αναγκάζουν να ξεβολευτούμε. Εδώ, πράγματι, η κριτική αντιμετώπιση του υλικού (των «κατακτημένων της έρευνας», όπως έλεγε μια παλιά ωραία διατύπωση), προκαλεί τον αναγνώστη να σκεφτεί και αυτός κριτικά.
Μπορεί να είχε δίκιο ο Σεφέρης («κάτι πρέπει να κάνει και ο αναγνώστης»), αλλά το παιχνίδι της γραφής και της ανάγνωσης είναι, δεν μπορεί παρά να είναι, αμφίδρομο.