Με ήπιους τόνους αλλά σαφές στίγμα, ο Αλέξης Τσίπρας επανήλθε στη δημόσια σκηνή, θέτοντας τις βάσεις για ένα νέο αφήγημα της χώρας μέχρι το 2030.
Του Ανατρεπτικού*
Χθες (5/9/2025), από το διεθνές βήμα του Economist, ο πρώην πρωθυπουργός έδωσε μια ομιλία που όπως την χαρακτήρισαν πολλοί αναλυτές ήταν στρατηγικά μελετημένη. Ήταν κάτι περισσότερο από πολιτική ομιλία: ήταν σήμα επιστροφής, δήλωση θέσης, και ταυτόχρονα μια πρόσκληση για ανασύνταξη της αντιπολίτευσης και επαναπροσδιορισμό της πολιτικής ατζέντας.
Στρατηγική επιστροφή
Η χρονική επιλογή δεν ήταν τυχαία. Η παρέμβαση ήλθε πριν ο πρωθυπουργός ξεδιπλώσει την κυβερνητική ατζέντα κατά την ομιλία του απόψε στη ΔΕΘ, και έθεσε την οικονομία και την κοινωνία υπό νέο έλεγχο, στοχεύοντας στην τοποθέτηση των μεγάλων θεμάτων – κοινωνικής ανισότητας, οικονομικών αδιεξόδων και θεσμικής αξιοπιστίας – στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου.
Αυτή η κίνηση παίρνει τη μορφή άτυπης μονομαχίας με την κυβέρνηση Μητσοτάκη: όχι ως προσωπική αντιπαράθεση, αλλά ως στρατηγική τοποθέτηση με την πρόθεση να καθορίσει ο ίδιος ο Τσίπρας τους όρους της συζήτησης για το μέλλον της χώρας.
Το Εθνικό Σχέδιο Ανάταξης
Κεντρικό κομμάτι της ομιλίας ήταν το Εθνικό Σχέδιο Ανάταξης, ένα πρόγραμμα που συνδέει έναν νέο «πατριωτισμό» με παραγωγικό μετασχηματισμό, κοινωνική συνοχή και εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Ο Τσίπρας παρουσίασε εννέα άξονες, από την ενίσχυση του κράτους και την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου, μέχρι την ψηφιακή αυτονομία και την εθνική ασφάλεια.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε η πρόταση για Ταμείο Στήριξης των Νέων Γενεών, χρηματοδοτούμενο από τα υψηλά εισοδήματα, με στόχο την ενίσχυση της παιδείας, της έρευνας, της καινοτομίας και της νεανικής στέγης. Παράλληλα, ένα Εθνικό Ταμείο Σύγκλισης θα υλοποιεί στρατηγικές επενδύσεις με συμμετοχή δημοσίου και ιδιωτικού κεφαλαίου.
Η κριτική και το νέο όραμα
Η ομιλία περιείχε και δριμεία κριτική προς την κυβέρνηση, χαρακτηρίζοντας τις πολιτικές της «παλιές και χρεοκοπημένες». Ο πρώην πρωθυπουργός τόνισε τους «δείκτες ντροπής», με το κατά κεφαλήν εισόδημα να φτάνει μόλις στο 60% του μέσου όρου της Ε.Ε., και ανέδειξε την «εντιμότητα» ως κεντρικό κοινωνικό και πολιτικό ζητούμενο.
Η Ελλάδα που περιέγραψε ο Τσίπρας είναι μια χώρα δημιουργίας, αλληλεγγύης και φιλότιμου, μία χώρα “νοικοκυραίων” (όσο κι αν αυτό προκαλεί μία μικρή ανατριχίλα σε ορισμένα παλιά στελέχη της Αριστεράς) όπου η κοινωνική συνεισφορά γίνεται υπόδειγμα υπερηφάνειας και όχι μοιρολατρίας. Αναφορές όπως η δωρεά του ασθενοφόρου από την αείμνηστη Αθηνά Παπαχρήστου συμβολίζουν αυτό ακριβώς: την ανάδειξη της ατομικής πρωτοβουλίας και της συλλογικής ευθύνης.
Μήνυμα προς το Κέντρο
Ο Αλέξης Τσίπρας με την ομιλία του έκανε σαφές πως η πολιτική μάχη κρίνεται στο Κέντρο. Γι αυτό και κινήθηκε σε χαμηλούς τόνους, με σαφή στροφή προς την Κεντροαριστερά, αποφεύγοντας προκλητικές ή τοξικές αναφορές που θα μπορούσαν να αναζωπυρώσουν το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Η στρατηγική είναι ξεκάθαρη: όχι δημαγωγία, αλλά διείσδυση σε ένα κοινωνικό ακροατήριο κουρασμένο από την σημερινή κυβέρνηση, που ζητά αλλαγή. Ούτε νέο “πρόγραμμα Θεσσαλονίκης” όπως το 2014, ούτε ριζοσπαστικές αλλαγές με “ένα νόμο κι ένα άρθρο”. Ούτε καν “δεύτερη φορά Αριστερά”.
Το 2025 η πυξίδα δείχνει προς το πατριωτικό Κέντρο! Λέξεις που όταν ακουγόντουσαν στο παλιό πολιτικό κέντρο του ΣΥΡΙΖΑ έκανε κάποιους να διαμαρτύρονται ή και να ανοίγουν την πόρτα να φύγουν εν εξάλλω…
Κενά και προκλήσεις
Ωστόσο, η ομιλία δεν ήταν χωρίς αδυναμίες. Η μεγάλη έκταση και οι γενικόλογες διατυπώσεις περιόρισαν τη συναισθηματική κινητοποίηση. Τα βασικά σημεία του οράματος δεν αποτυπώθηκαν με τρόπο που να προκαλεί άμεση ταύτιση. Κάποιοι επίσης σημείωσαν την παντελή απουσία αναφορών σε κρίσιμα διεθνή ζητήματα, όπως η Γάζα.
Η επόμενη μέρα
Η παρέμβαση στον Economist είναι ηχηρή, όντας το ξεκίνημα της πολιτικής μάχης που έχει μπροστά του ο Τσίπρας. Η επιστροφή του στη δημόσια ζωή είναι πλέον γεγονός, αλλά η οικοδόμηση συσπείρωσης και η κινητοποίηση του κοινωνικού συναισθήματος απαιτούν τολμηρότερα βήματα. Η επόμενη φάση θα δείξει αν η στρατηγική επιστροφή μπορεί να μετατραπεί σε πλήρως αισθητή πολιτική πραγματικότητα.