Η ελληνική οικονομία, από την ένταξη στο ευρώ και μετά, εγκλωβίστηκε σε ένα υπόδειγμα μονοδιάστατης μεγέθυνσης, θυσιάζοντας την πραγματική ανάπτυξη. Όπως αναλύει ο Κώστας Μελάς, η κυριαρχία του «οικονομισμού» –με την έμφαση στους αριθμούς και την αδιαφορία για θεσμούς, κοινωνία και παραγωγικότητα– οδήγησε σε πτώχευση, μνημόνια και μια διαρκή παγίδευση σε χαμηλή παραγωγικότητα, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη να εντείνει αυτή την πορεία.
Γράφει ο Κώστας Μελάς
1.
Η ιστορική ανάπτυξη της Ελλάδος χαρακτηρίζεται από πλήθος ιδιομορφιών και ιδιοτυπιών σε σχέση με την αντίστοιχη των δυτικών αναπτυγμένων χωρών. Όμως παρά τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά, που οι περισσότεροι μελετητές τα θεωρούν «παρεκκλίσεις» από το δυτικό αναπτυξιακό υπόδειγμα, το ελληνικό υπόδειγμα, μέχρι ενός σημείου –θα έλεγα λίγο αυθαίρετα την ένταξη της χώρας στο ευρώ- διατηρούσε την αναπτυξιακή του διάσταση. Δηλαδή εκτός από την οικονομική μεγέθυνση προσπαθούσε να αναπτυχθεί θεσμικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, περιβαλλοντικά, περιφερειακά, σε μια κοινή πορεία που ενσωμάτωνε οργανικά όλες αυτές τις διαστάσεις. Κινούνταν δηλαδή στο μονοπάτι της ανάπτυξης (development). Η ένταξη στο ευρώ, η ένταξη σε ένα περιβάλλον έντονου οικονομισμού άλλαξε την κατεύθυνση δίνοντας ολοκληρωτικά το βάρος στη διαδικασίας της μονόπλευρης μεγέθυνσης (growth) της οικονομίας υπό την σκέπη του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Όλες σχεδόν οι προσπάθειες κατέτειναν στη μεγέθυνση της οικονομίας, με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο, αδιαφορώντας για το αναπτυξιακό της σκέλος. Το αποτέλεσμα ήταν η πτώχευση της χώρας.
Οι μνημονιακές κυβερνήσεις με την καθοδήγηση των δανειστών, συνέχισαν σε αυτή την λογική, δίνοντας περισσότερο από το ίδιο φάρμακο, υποσκάπτοντας περαιτέρω τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη υπερκέρασε όλων των προηγουμένων στην ίδια κατεύθυνση : η μεγέθυνση της οικονομίας , με όλα τα μέσα, είναι το παν. Η λογική της μεγέθυνσης κυριάρχησε παντού. Όμως η μεγεθυντική διαδικασία χωρίς την αναπτυξιακή της διάσταση είναι μια φτωχή και κουτσή διαδικασία. Αποτελεί ληστρική εκμετάλλευση των περιβαλλοντικών και πλουτοπαραγωγικών πόρων με στόχο το γρήγορο και εύκολο χρήμα και τις εύκολες εκλογικές νίκες. Είναι μια επικίνδυνη διαδικασία, με εντελώς βραχυχρόνιους στόχους. Είναι μια διαδικασία με σίγουρο δυσχερές τέλος. Η χώρα πληρώνει ακριβά τη «φτηνή» μεγέθυνση, που επιτρέπει τον περαιτέρω πλουτισμό των εχόντων με «νόμιμους» αλλά κυρίως με μη νόμιμους τρόπους. Η εξάπλωση των χρηματοπιστωτικών ροών πάσης φύσεως (ιδιωτικών και δημοσίων –ευρωπαίκών) που κατευθύνονται στις χαμηλού τεχνολογικού περιεχομένου υπηρεσίες (τουρισμός , real estate, εστίαση κ.τ.λ) δίνει τον τόνο στην παρούσα φάση της ελληνικής οικονομίας.
2.
Ο βασικός δείκτης που συμπυκνώνει τα αποτελέσματα των οικονομικών υποδειγμάτων (και του συγκεκριμένου) και μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου αυτά να αξιολογηθούν είναι η παραγωγικότητα της εργασίας.
Το κοινό σημείο όλων των αναλύσεων για την Ελληνική οικονομία αποτελεί η διαπίστωση για το χαμηλό επίπεδο του μεγέθους της παραγωγικότητας, παρά τον μεγάλο αριθμό των μεταρρυθμίσεων που συνεχίστηκαν την τελευταία πενταετία και αποτέλεσαν συνέχεια των μνημονιακών πολιτικών της προηγούμενης δεκαετίας.
Αλλά και παρά το μεγάλο όγκο των πόρων που έχουν εισρεύσει και έχουν προγραμματισθεί να εισρεύσουν από την ΕΕ και το ΤΑΑ τουλάχιστον μέχρι και το 2026, στην Ελληνική οικονομία. Με απλά λόγια φαίνεται εν τοις πράγμασι η αδυναμία του ακολουθούμενου οικονομικού υποδείγματος, από την περίοδο των μνημονίων και εντεύθεν, να διορθώσει θετικά και διαχρονικά την κύρια μεταβλητή που μπορεί να εξασφαλίσει τη μακροχρόνια βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας: την παραγωγικότητα εργασίας της οικονομίας.
Η Ελλάδα έχει σήμερα πολύ χαμηλή παραγωγικότητα εργασίας : Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat (Labour productivity per person employed and hour worked), η Ελλάδα , το 2023, βρίσκεται στην προτελευταία θέση των χωρών της ΕΕ-27, ξεπερνώντας μόνο τη Βουλγαρία. Αναφέρω ορισμένες χαρακτηριστικές χρονιές για να γίνει αντιληπτή η πορεία αυτού του τόσο σημαντικού μεγέθους πριν και μετά την επιβολή των μνημονιακών πολιτικών η λογική των οποίων συνεχίζει να εφαρμόζεται και μετά την τυπική έξοδο από τα μνημόνια , ειδικά από τη σημερινή κυβέρνηση. Συγκεκριμένα το αναφερόμενο μέγεθος αποτελούσε ως ποσοστό του αντίστοιχου μεγέθους των χωρών ΕΕ-27 το 2005 :99,3% , το 2010: 89% , το 2019 : 69,3% και το 2023: 70,1%!!! Μια δραματική μείωση του σημαντικότερου μεγέθους που καθορίζει την υγιή πορεία κάθε οικονομίας.
Η απλή αυτή απεικόνιση μας οδηγεί σε ορισμένα πρωτογενή συμπεράσματα. Τοπρώτο συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι η εφαρμογή των μνημονίων προκάλεσαν κυριολεκτική κατάρρευση της παραγωγικότητας της εργασίας τουλάχιστον κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες περίοδος 2010-2019. Η «διάσωση» της Ελληνικής οικονομίας πραγματοποιήθηκε με την καταβολή τεράστιου κόστους (κάτι που από μερίδα των υπευθύνων ακόμη και σήμερα αρνούνται ότι συνέβη) : απίστευτη μείωση των ονομαστικών μισθών και παράλληλη τρομακτική μείωση του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου (επενδύσεων). Δύο βασικούς παράγοντες στη συνεισφορά της αύξησης της παραγωγικότητας. Η επιζητούμενη αύξηση της παραγωγικότητας επιχειρήθηκε να παραχθεί από εσωτερικές συρρικνωτικές αναδιαρθρώσεις κάτι που απέτυχε παταγωδώς και δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά.
Την περίοδο 2019-2023 (που έχουμε στοιχεία) το μέγεθος της παραγωγικότητας ως ποσοστό των χωρών της ΕΕ-27 ουσιαστικά παρέμεινε στάσιμο. Δηλαδή ο βασικός αναπτυξιακός μοχλός για την ελληνική οικονομία δεν βελτιώθηκε σε μια περίοδο που ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ και ο ρυθμός αύξησης των επενδύσεων ήταν υψηλότεροι από το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-27. Αν όχι τώρα πότε; (Προφανώς ακόμη μια χαμένη ευκαιρία).
Οι ρυθμοί μεγέθυνσης που σήμερα υπερβαίνουν τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, οφείλονται κυρίως στην αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, από ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Εάν, όμως, δεν υπάρξει αύξηση της παραγωγικότητας, εξέλιξη που προϋποθέτει ουσιώδεις παρεμβάσεις στη δομή της οικονομίας, η σημερινή τάση αναπόφευκτα θα γίνει φθίνουσα, δεδομένου ότι η μεγέθυνση που οφείλεται στη σημερινή επαρκή ποσότητα πόρων (κεφαλαίου και εργασίας ) σταδιακά φτάνει προς ένα όριο και δεν θα υπάρχει άλλο περιθώριο για μεγέθυνση στο πλαίσιο του σημερινού υποδείγματος.
3.
Στη χαμηλή παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας επικεντρώθηκε η Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των Μελών του ΣΕΒ η οποία είχε ως κεντρικό μήνυμα την «Παραγωγικότητα: Εθνικός Στόχος, Συλλογική Ευθύνη» και πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 24 Ιουνίου 2025, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Σύμφωνα με τα στελέχη του ΣΕΒ η ευθύνη της Κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι μέγιστη: «Η παραγωγικότητα δεν είναι απλώς οικονομικός δείκτης· είναι εθνικός στόχος και συλλογική ευθύνη. Δεν είναι οι εργαζόμενοι υπεύθυνοι για τη χαμηλή παραγωγικότητα. Την κύρια ευθύνη τη φέρει το κράτος, και δευτερευόντως εμείς οι επιχειρήσεις Η χαμηλή παραγωγικότητα, συναρτάται ευθέως με τη γραφειοκρατία, το χωροταξικό, το ενεργειακό κόστος και την χαμηλή απορροφητικότητα του Ταμείου Ανάκαμψης» υπογράμμισε ο Πρόεδρος του Ομίλου Σ. Θεοδωρόπουλος.
Δεν θα αναφερθούμε στις συνεχείς και διαχρονικές εκκλήσεις των συνδικάτων για την απαιτούμενη αύξηση της μακροπρόθεσμης παραγωγικότητας.
Η (μακροπρόθεσμη) παραγωγικότητα της εργασίας συναρτάται ευθέως με την ενσωμάτωση στην παραγωγική διαδικασία της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας. Η Ελλάδα φαίνεται ότι, όπως και στις προηγούμενες τεχνολογικές και βιομηχανικές επαναστάσεις , υστερεί χαρακτηριστικά. Σύμφωνα με το ΚΕΠΕ:
Η Ελλάδα κατατάσσεται στην 25η θέση (λίγο πάνω από τη Βουλγαρία) μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ (εκτός Μάλτας) όσον αφορά στην ψηφιακή ανταγωνιστικότητα. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει την ανάγκη επιτάχυνσης της ψηφιακής μετάβασης για ουσιαστική σύγκλιση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με την έκδοση του 2024 του Institute for Management Development (IMD), η οικονομική επίδοση καθώς και η κυβερνητική αποτελεσματικότητα της Ελλάδας κατατάσσονται πολύ χαμηλά, δηλαδή, στην 52η θέση μεταξύ 67 χωρών, ενώ εντός της ΕΕ (εκτός Μάλτας) βρίσκονται στην 23η και 22η θέση, αντίστοιχα. Αυτές οι αδυναμίες, σε συνδυασμό με τα προβλήματα στο δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα, μειώνουν την προσέλκυση των ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ), οι οποίες επικεντρώνονται κυρίως στον τομέα των ακινήτων, ο οποίος δεν είναι παραγωγικός. Παρά την αύξηση των ροών ΞΑΕ, το απόθεμα των ΞΑΕ παραμένει σε επίπεδα αρκετά μακριά από τον μέσο όρο της ΕΕ.(ΚΕΠΕ, ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΘΕΣΗ 2024).
4.
Η αλλαγή του οικονομικού υποδείγματος που υπαινίσσεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη (θα υπάρξει και σχετική ομιλία του Υπουργού Ανάπτυξης στην Έκθεση Θεσσαλονίκης !!!)συνίσταται στο εξής: πλήρης διάλυση, δια της συνειδητής απαξιώσεως, του θεσμικού πλαισίου του προηγουμένου υποδείγματος (αγορά εργασίας, κοινωνικό κράτος, δημόσια αγαθά, κ.τ.λ) και πρόταγμα δήθεν εκσυγχρονιστικών διαδικασιών που επιφέρουν μεγάλη ανακατανομή πλούτο και συγχρόνως καμία ουσιαστική αλλαγή στο εύρος των παραγομένων προϊόντων, και στην ενσωμάτωση σύγχρονης τεχνολογίας στα παραγόμενα προϊόντα. Η Ελλάδα εξακολουθεί να καταναλώνει τεχνολογία, μέσου επιπέδου, και να μην συμμετέχει στην παραγωγή της νέας σύγχρονης τεχνολογίας.
Επίσης, δια του συγκεκριμένου παραδείγματος η υπάρχουσα διαχρονικά διαφθορά στην ελληνική κοινωνία, μετατρέπεται σε δομικό χαρακτηριστικό του συστήματος με αποτέλεσμα και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα να οδηγούνται δια του παραδείγματος των πολιτικών και οικονομικών αρχηγεσιών σε ανάλογη συμπεριφορά. Με τη διαφορά ότι το παράνομο κέρδος είναι ελάχιστο σε σχέση με το αντίστοιχο των πολιτικών και των μεγιστάνων του πλούτου, αλλά η πράξη αυτή καθ’ αυτή, είναι υπεραρκετή να «νομιμοποιήσει» τη συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Οι τεράστια θεσμικά σκάνδαλα και οι πρωτοφανείς φυσικές καταστροφές που πλήξει την χώρα κατά την περίοδο διακυβέρνησης Μητσοτάκη που με πρωτοφανή τρόπο καυχιόταν (και ακόμη καυχιέται) ότι θα δώσει λύση στα σωρευμένα προβλήματα με τις περιβόητες «μεταρρυθμίσεις» ,δείχνουν με απόλυτο τρόπο ότι επιβάλλεται άρδην η αλλαγή πλεύσης της χώρας με την εγκατάλειψη του στείρου οικονομισμού και του μονόπλευρου στόχου, της οικονομικής μεγέθυνσης. Ενός οικονομισμού που έχει ως αιχμή του δόρατος τον ελληνικό ιδιωτικό τομέα (με σαφή χαρακτηριστικά διαπλοκής με την κρατική εξουσία αλλά και το ρόλο του «ελεύθερου καβαλάρη» ) και την απρόσκοπτη λειτουργία του, χωρίς ουσιαστικά ουδένα έλεγχο εν τοις πράγμασι, με την παράλληλη συνεχιζόμενη απαξίωση και την σταδιακή απαλλοτρίωση του δημόσιου νοικοκυριού. Δεν γνωρίζω αν αυτή η αλλαγή είναι εφικτή, αλλά κανείς δεν πέθανε οραματιζόμενος ένα διαφορετικό κόσμο.
Αντί η Έκθεση Θεσσαλονίκης να αποτελεί μια «θεατρική παράσταση» των εκάστοτε κυβερνήσεων με στόχο την «ειλικρινή εξαπάτηση» του ελληνικού λαού σε σχέση με τη δυνατότητα παροχών συναρτώμενων αποκλειστικά από τον υπολογιζόμενο κατά δοκούν δημοσιονομικό χώρο , καλό θα ήταν η συζήτηση να επικεντρώνονταν στα βασικά προβλήματα και τα επιτεύγματα της συνολικής παραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας.