Τα οικονομικά στοιχεία δεν δικαιολογούν τον πανικό που επικράτησε τις τελευταίες ημέρες στη Γερμανία μετά τις δηλώσεις Μερτς. Όλα είναι θέμα πολιτικών αποφάσεων εξηγεί σε εμπεριστατωμένη ανάλυσή του το δίκτυο ZDF.To περασμένο Σαββατοκύριακο ο καγκελάριος άναψε φωτιές με τη δήλωσή του, ότι η Γερμανία με βάση την οικονομική κατάσταση δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να χρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος με τη σημερινή του μορφή.
Την άποψη αυτή έσπευσαν να υιοθετήσουν αρκετοί συντηρητικοί αρθρογράφοι, αλλά και οικονομολόγοι προσκείμενοι στην Χριστιανοδημοκρατία, απαιτώντας άμεσες και ριζικές μεταρρυθμίσεις. Βεβαίως είναι λογικό να χρειάζεται προσαρμογές και αλλαγές ένας σύστημα που πρέπει να ανταποκριθεί στα νέα δεδομένα της εποχής. Είναι όμως τόσο δραματική η κατάσταση όσο προσπαθούν να την παρουσιάσουν οι υποστηρικτές των γενναίων περικοπών;
Το ερώτημα αυτό θέτει σε ανάλυσή της και η ιστοσελίδα του δεύτερου δημόσιου καναλιού της γερμανικής τηλεόρασης ZDF.
Είναι το κοινωνικό κράτος τόσο ακριβό;
Το ερώτημα που τίθεται και επιχειρείται να απαντηθεί με αριθμούς και όχι με τις… αισθήσεις είναι αν κοινωνικό κράτος είναι τελικά τόσο ακριβό. Η ανάλυση επικεντρώνεται σε δύο βασικά σημεία που έχουν απασχολήσει εσχάτως για το κόστος του αποκαλούμενου εισοδήματος του πολίτη και των συντάξεων.
Για το εισόδημα του πολίτη το γερμανικό κράτος δαπάνησε το 2024 συνολικά 46,9 δισεκατομμύρια. Το 2014 για το ανάλογου χαρακτήρα επίδομα ανεργίας είχε δαπανήσει 41,3 δισ. δηλαδή 5,6 λιγότερα. Όμως ο συνολικός προϋπολογισμός του κράτους ήταν τότε 296,5 δισ. ευρώ ενώ πέρσι 465,7 δισ. Ουσιαστικά δηλαδή η σχετική δαπάνη έχει μειωθεί από το 14% στο 10% επί του συνόλου του προϋπολογισμού. Αυτό που χρειάζεται ουσιαστικά είναι πράγματι να μειωθούν περιπτώσεις εκμετάλλευσης του συγκεκριμένου επιδόματος, όπως έχει υποσχεθεί και η σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εργασίας, Μπέρμπελ Μπας. Σε καμιά περίπτωση όμως, εκτιμά η ανάλυση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για εξωφρενικό ή αβάσταχτο για τη χώρα έξοδο.
Περί συντάξεων
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις συντάξεις που έχουν επίσης μπει στο στόχαστρο των οπαδών της λιτότητας και προκαλούν ήδη κοινωνική αναστάτωση. Και εδώ τα νούμερα μιλούν άλλη γλώσσα από εκείνη του καγκελάριου. Το ποσοστό επί του προϋπολογισμού με το οποίο συμμετέχει το κράτος στην χρηματοδότησή τους είναι μεγαλύτερο, αλλά και αυτό έχει μειωθεί σε σχέση με το 2014. Τότε ήταν 23,8%, σήμερα είναι 22,9%. Συνεπώς ούτε αυτή η δαπάνη έχει… εξοκείλει για να δικαιολογεί όλη αυτή την κινδυνολογία.
Όπως επισημαίνει το άρθρο του ZDF το μέγεθος των αριθμών (μιλάμε βεβαίως για δισεκατομμύρια) βάζει πολλούς στον πειρασμό να μιλήσουν για «ρεκόρ υψηλού» και «μη χρηματοδοτήσιμη» επιβάρυνση. «Οι συγκρίσεις των τελευταίων δέκα έως 20 ετών σίγουρα λένε μια διαφορετική ιστορία. Επιπλέον, η Γερμανία, σε σχέση με το ΑΕΠ, δεν δαπανά περισσότερα για την κοινωνική πρόνοια από άλλες βιομηχανικές χώρες. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Μακροοικονομίας και Έρευνας (IMK), οι κοινωνικές δαπάνες της κυβέρνησης αντιπροσωπεύουν ένα 27% του ΑΕΠ, τοποθετώντας τη χώρα στη μέση της κατάταξης μεταξύ των 18 πλούσιων χωρών του ΟΟΣΑ».
Μια καθαρά πολιτική συζήτηση
Δεν τίθεται λοιπόν ζήτημα ανικανότητας να συνεχίσει να συντηρείται το κοινωνικό κράτος. Φυσικά και το δημογραφικό αλλάζει τα δεδομένα και τις απαιτήσεις. Αλλά η προσέγγιση γίνεται και θα γίνει με πολιτικά κριτήρια και όχι επειδή η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο, όπως προσπάθησε να την παρουσιάσει ο καγκελάριος. Είναι χαρακτηριστικό το πώς τελειώνει το σχετικό άρθρο: «Τα επόμενα χρόνια, όλα τα κόμματα θα αντιπαρατεθούν για το μέλλον της κοινωνικής πολιτικής στη Γερμανία. Το πόσα χρήματα είναι διατεθειμένος να επενδύσει κάποιος σε συντάξεις, ασφάλιση πολιτών, μακροχρόνια περίθαλψη ή ασφάλιση υγείας – ή το αν θα πρέπει να μειωθούν τα επιδόματα σε αυτούς τους τομείς – ονομάζεται πολιτικός ανταγωνισμός. Αλλά τότε, η άποψη ότι το κράτος πρόνοιας δεν είναι πλέον οικονομικά βιώσιμο θα πρέπει επίσης να θεωρείται ως αυτό που είναι: μια καθαρά πολιτική δήλωση».
Την ίδια στιγμή πάντως o οικονομολόγος Γιόακιμ Ροκ από την αποκαλούμενη Οργάνωση Ισοτιμίας, που αποτελεί μια «ομπρέλα» διάφορών κοινωνικών φορέων αποκαλούσε την δήλωση Μερτς «παραπλανητική» και τόνιζε ότι μόνο με μια πολιτική αναδιανομής, που θα φορολογεί για παράδειγμα κέρδη από ακίνητα, περιουσιακά στοιχεία και μετοχές, θα μπορέσουν να αποφευχθούν οι σκληρές περικοπές που έχουν προδιαγράψει διάφοροι Χριστιανοδημοκράτες πολιτικοί.
Πηγή: ZDF
Πηγή: Deutsche Welle