Σε άρθρο του το Columbia journalism revew αναφέρεται στις ομοιότητες της δεκαετίας του ‘ 30 και της σημερινής περιόδου όσον αφορά στην ουδετερότητα της δημοσιογραφίας σημειώνοντας: “Η δημοσιογραφία της δεκαετίας του 1930 απέτυχε να επικοινωνήσει τον κίνδυνο της ανόδου του Χίτλερ. Μήπως επαναλαμβάνουμε το ίδιο λάθος σήμερα;” Ακολουθεί το άρθρο ανάλυση του cjr.org που υπογράφει η Lisa Armstrong
Δεν γνωρίζω πώς ήταν το Brandenburg το 1940, όταν ο καπνός και η μυρωδιά από τα πρώτα καμένα σώματα απλώνονταν πάνω από την πόλη. Όμως, μια ηλιόλουστη μέρα του Μαΐου 2019, καθώς καθόμουν έξω από το πρώην Κρατικό Νοσοκομείο Brandenburg, με συγκλόνισε η αντίθεση: οι φωνές και τα γέλια παιδιών από μια κοντινή παιδική χαρά έφταναν στα ερείπια ενός χώρου όπου οι ναζί σκότωσαν τουλάχιστον εννέα χιλιάδες ανθρώπους.
Αυτό που με τάραξε ήταν η εγγύτητα, το γεγονός ότι απλοί άνθρωποι ζούσαν τόσο κοντά στο κακό. Το ερώτημα που με απασχολούσε σε όλο το ταξίδι στη Γερμανία και την Πολωνία ήταν: Γιατί οι δημοσιογράφοι δεν προειδοποίησαν καλύτερα τον κόσμο, δίνοντάς τους τις πληροφορίες που θα μπορούσαν να τους κινητοποιήσουν;
Βρέθηκα στη Γερμανία ως καθηγήτρια στο πρόγραμμα Fellowships at Auschwitz for the Study of Professional Ethics (FASPE). Οι υπότροφοι ήταν νέοι δημοσιογράφοι, και μελετούσαμε πώς τα ΜΜΕ κάλυψαν την άνοδο προς το Ολοκαύτωμα, συγκρίνοντας με τα ηθικά διλήμματα στη σημερινή δημοσιογραφία.
Το 2019, υπήρχαν προφανείς παραλληλισμοί ανάμεσα στη ναζιστική Γερμανία και στις ΗΠΑ επί πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ: αποδιοπομπαίοι τράγοι, απαξίωση της δικαιοσύνης, στοχοποίηση του Τύπου. Αντίστοιχες ομοιότητες υπήρχαν και στον τρόπο κάλυψης των γεγονότων από τους δημοσιογράφους.
Παραλληλισμοί με τη δεκαετία του 1930 και σημερινά ΜΜΕ
Οι αμερικανικές εφημερίδες αρχικά παρουσίασαν την άνοδο του Χίτλερ ως ένα ακόμη πολιτικό φαινόμενο κι όχι ως υπαρξιακή απειλή. Όταν άνοιξε το Dachau το 1933, οι New York Times το περιέγραψαν ως «εκπαιδευτικό στρατόπεδο» για πολιτικούς κρατούμενους, με «μεγάλη, καθαρή τραπεζαρία και νέα πισίνα». Αντίστοιχα, κατά την πρώτη θητεία Τραμπ, πολλά μέσα –συμπεριλαμβανομένων των Times, CNN και Washington Post– κατηγορήθηκαν για «εξωραϊσμό» των ενεργειών του, αποτυγχάνοντας να αναδείξουν τον κίνδυνο για τη δημοκρατία.
Σήμερα η κατάσταση μοιάζει ακόμα πιο κρίσιμη, με τα ΜΜΕ να μην ανταποκρίνονται επαρκώς στην κλίμακα της απειλής που εκπροσωπεί ο Τραμπ. Κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2024, η Kelly McBride της NPR έγραψε πως ορισμένοι ακροατές θεωρούν πως ο ψύχραιμος τόνος του σταθμού είναι υπερβολικά ουδέτερος. Ένας ακροατής διαμαρτυρήθηκε ότι το NPR αντιμετωπίζει τον Τραμπ σαν «κανονικό» υποψήφιο, ενώ «ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΞΕΡΕΤΕ!», προσθέτοντας: «Αν κερδίσει τις εκλογές θα είστε συνένοχοι».
Σκέφτομαι συχνά τις συζητήσεις που είχαμε στο FASPE για το γιατί οι δημοσιογράφοι αποτυγχάνουν να μεταδώσουν τον κίνδυνο σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές – συμπεριλαμβανομένης της σημερινής. Δεν είμαι βέβαιος πως έχουμε συνειδητοποιήσει πλήρως τον ρόλο μας αυτή τη στιγμή. Η επίφαση ουδετερότητας που χαρακτηρίζει τη θεσμική δημοσιογραφία λειτουργεί ως περιορισμός.
Το ερώτημα είναι αν ένα επάγγελμα που δημιουργήθηκε για να εκφράζει τις ανησυχίες των ελίτ –λευκών ιδιοκτητών– και διαμόρφωνε τη δημόσια συζήτηση προς όφελός τους, μπορεί τώρα να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της εποχής. Είναι δουλειά της δημοσιογραφίας να προειδοποιεί για δυνητικούς κινδύνους ή απλώς να παρουσιάζει τα γεγονότα; Μειώνει η λήψη ξεκάθαρης θέσης την εγκυρότητα της ενημέρωσης;
Ο ρόλος της ουδετερότητας και ηθική διάσταση
Όπως γράφει ο Marvin Kalb, ιδρυτικός διευθυντής του Shorenstein Center on Media, Politics, and Public Policy, στο βιβλίο «Why Didn’t the Press Shout?», σε μια τέχνη που εξυμνεί την αντικειμενικότητα «πόσο ουδέτερος μπορεί να είναι ένας δημοσιογράφος;».
Η δημοσιογραφία συχνά θεωρείται ως αμερόληπτη μετάδοση πληροφοριών. Πιστεύω όμως πως ο ρόλος μας δεν είναι απλώς η παροχή πληροφοριών σε κενό, αλλά η προσθήκη πλαισίου, ιστορίας, λύσεων και κριτικής ανάλυσης ώστε το κοινό να κατανοεί πραγματικά τα ζητήματα και τις συνέπειές τους.
Ο Kalb εξηγεί τη διάκριση που έκανε ο Elie Wiesel: Πληροφορία σημαίνει απλή ύπαρξη δεδομένων – χωρίς ηθική ή ακτιβιστική διάσταση. Η γνώση είναι κάτι παραπάνω: είναι πληροφορία εσωτερικευμένη με ηθικό βάθος που μπορεί να μετατραπεί σε κάλεσμα για δράση.
Αυτό πρέπει να είναι σήμερα η δημοσιογραφία – όχι απλά καθρέφτης της πραγματικότητας, αλλά μια ηθική δύναμη που αντιστέκεται ενεργά στη διάβρωση της αλήθειας και της δημοκρατίας.
Κίνδυνοι για τους δημοσιογράφους και οικονομικές πιέσεις
Υπάρχει ήδη θαρραλέα δημοσιογραφία στις ΗΠΑ, αλλά υπάρχουν κίνδυνοι όταν αμφισβητείται η κυβέρνηση Τραμπ. Ο πρόεδρος Τραμπ έχει περικόψει χρηματοδότηση ύψους $1,1 δισ. στα δημόσια ΜΜΕ και έχει στοχοποιήσει συγκεκριμένους δημοσιογράφους.
Ακόμη κι όταν οι ρεπόρτερ αντιστέκονται, ο Τραμπ σπάνια απαντά καλοπροαίρετα: αποφεύγει, διαστρεβλώνει ή προσβάλλει προσωπικά. Η εμμονή στην ουδετερότητα δυσχεραίνει τη μετάδοση του πραγματικού μεγέθους της απειλής – όχι μόνο για τις στοχοποιημένες ομάδες αλλά για όλους τους Αμερικανούς.
«Απέναντι σε αυτό που βλέπω ως κίνδυνο για τη δημοκρατία στην Αμερική», είπε πρόσφατα ο Kalb, «ο δημοσιογράφος έχει ευθύνη να πει ‘αναγνώστη-θεατή, δεν βλέπεις κι εσύ τον κίνδυνο; Δεν πρέπει να κάνουμε κάτι;’». Αυτό όμως σημαίνει ότι ο δημοσιογράφος γίνεται μαχητής σε έναν πολιτικό πόλεμο – κάτι αντίθετο με όσα εκπροσωπούσε πάντα η αμερικανική δημοσιογραφία.
Τα παραδείγματα της εθνοτικής και ανεξάρτητης ενημέρωσης
Τα εθνοτικά μέσα γνωρίζουν καλά ότι ο ρόλος της ενημέρωσης δεν είναι μόνο να πληροφορεί αλλά να εξοπλίζει τον κόσμο ενάντια στην καταπίεση. Όταν κινδύνευε η επιβίωση μιας κοινότητας, η ουδετερότητα δεν ήταν επιλογή. Οι αμερικανικές εφημερίδες άρχισαν αργά να αναδεικνύουν τις θηριωδίες των Ναζί κατά των Εβραίων – συχνά σε εσωτερικές σελίδες – ενώ μέσα όπως το The Forward κατονόμαζαν ξεκάθαρα τα εγκλήματα: «Χιλιάδες Εβραίοι στην Πολωνία θανατώνονται με αέρια…».
Το ίδιο ίσχυε και στον μαύρο Τύπο των ΗΠΑ. Το Freedom’s Journal ιδρύθηκε για να αντισταθεί στη δουλεία· το Chicago Defender κάλεσε στη Μεγάλη Μετανάστευση· η Ida B. Wells ρίσκαρε τη ζωή της καταγγέλλοντας λιντσαρίσματα ζητώντας δικαιοσύνη.
Το Kansas City Defender καλύπτει συστημικές αδικίες χωρίς περιστροφές, συνεχίζοντας αυτή την παράδοση αντίστασης. Ο ιδρυτής Ryan Sorrell δηλώνει πως όλα τα μέσα έχουν συγκεκριμένη οπτική γωνία – ακόμη κι αν δεν το παραδέχονται: «Εμείς είμαστε διαφανείς με την ατζέντα μας· οι New York Times όχι».
Eυφημισμοί και αποφυγή ευθύνης στα πρωτοσέλιδα
Τα ΜΜΕ συνεχίζουν να χρησιμοποιούν ευφημισμούς ή παθητική φωνή αντί να κατονομάζουν δράστες και πράξεις. Ο τίτλος των New York Times «Elon Musk Ignites Online Speculation over the Meaning of a Hand Gesture» φάνηκε προσπάθεια αποφυγής της φράσης «ναζιστικός χαιρετισμός». Σε ζωντανή ενημέρωση του ABC News για στρατιωτική παρέμβαση κατά διαδηλώσεων στο Λος Άντζελες αναφέρθηκε: «Περισσότεροι Εθνοφρουροί συνοδεύουν επιχειρήσεις ICE καθώς οι Πεζοναύτες προστατεύουν το ομοσπονδιακό κτίριο». Τα ίδια τα άρθρα περιλάμβαναν λεπτομέρειες· όμως οι τίτλοι δεν απέδιδαν ούτε την επίπτωση στους πολίτες ούτε τον συνταγματικό κίνδυνο.
«Πρέπει να ονοματίζουμε τα πράγματα όπως είναι», λέει ο Martin G. Reynolds του Maynard Institute: «Αν καλύπτουμε κάποιον όπως τον Τραμπ με ουδέτερο πλαίσιο ενώ τα στοιχεία δείχνουν ότι είναι κατάδικος ή υπονομεύει τη λαϊκή βούληση, τότε διαπράττουμε δημοσιογραφικό παράπτωμα».
Ο Bill Ong Hing από το University of San Francisco υποστηρίζει ότι η κάλυψη του μεταναστευτικού πρέπει να αναδεικνύει ότι το σύστημα είναι δομικά ρατσιστικό: οι νόμοι δημιουργήθηκαν για να αποκλείσουν συγκεκριμένες ομάδες μεταναστών από τις ΗΠΑ.
Iστορικά παραδείγματα θαρραλέας ενημέρωσης
Υπήρξαν στιγμές όπου μεγάλα μέσα αντέδρασαν δυναμικά μπροστά σε κρίσεις δημοκρατίας. Ο Murrey Marder της Washington Post αποκάλυψε τις ψευδείς κατηγορίες του γερουσιαστή Joseph McCarthy περί κομμουνιστών κατασκόπων στην κυβέρνηση· χάρη στη δουλειά του έγιναν οι πρώτες ζωντανές τηλεοπτικές ακροάσεις Κογκρέσου και τελικά ο McCarthy λογοκρίθηκε.
Όπως γράφει ο David Halberstam στο The Powers That Be: «Ο Marder επέμενε… Να κρατά τον McCarthy υπόλογο στα λεγόμενά του… Να μην γίνει ντουντούκα αλλά μέσο μέγιστου ελέγχου». Αυτή η αντοχή απαιτείται σήμερα.
CNN και MSNBC έδειξαν ανάστημα το 2023, αρνούμενες να μεταδώσουν ζωντανά δηλώσεις του Τραμπ μετά την παραπομπή του: «Υπάρχει κόστος όταν μεταδίδουμε εν γνώσει μας ψευδή πράγματα», εξήγησε η Rachel Maddow. Ωστόσο αυτές οι αποφάσεις αποτελούν εξαίρεση· συχνότερος κανόνας είναι η διστακτικότητα λόγω οικονομικών συμφερόντων – όπως έδειξε πρόσφατος συμβιβασμός $16 εκατ. μεταξύ Paramount και Τραμπ εν όψει συγχώνευσης ύψους $8,4 δισ., όπου απαιτείται έγκριση FCC.
MME χτες και σήμερα – Η επιρροή της τεχνολογίας
Tο οικονομικό συμφέρον επηρεάζει καθοριστικά τι καλύπτουν τα ΜΜΕ και πώς. Ο πρόεδρος Τραμπ ξέρει πώς να εκμεταλλεύεται αυτό το δυναμικό: δηλώσεις που προκαλούν ντόρο φέρνουν clicks και έσοδα στα μέσα ενημέρωσης. Όμως η πραγματική είδηση δεν βρίσκεται στον θόρυβο αλλά στις συνέπειες αυτών των δηλώσεων.
Tη δεκαετία του 1930, όπως σήμερα, οι πολιτικές πεποιθήσεις των ιδιοκτητών εφημερίδων καθόριζαν την κάλυψη· νέα τεχνολογία (τότε το ραδιόφωνο) άλλαζε τον τρόπο πρόσβασης στην ενημέρωση. Σύμφωνα με την ιστορικό Andie Tucher από το Columbia Journalism School: «Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες ήταν πλούσιοι Ρεπουμπλικάνοι… Έπρεπε να ισορροπούν ανάμεσα στους ισχυρούς υποστηρικτές τους και τους ‘κοινούς’ αναγνώστες – αλλά απέτυχαν».
Tο ραδιόφωνο ήταν άμεσο μέσο με συναισθηματική φόρτιση· έφερε ειδήσεις σε όσους δεν είχαν πρόσβαση σε έντυπα λόγω γλώσσας ή γεωγραφίας – όπως κάνουν σήμερα τα social media. Η βασική διαφορά σύμφωνα με τον Dickson Louie (UC Davis) είναι πόσο κατακερματισμένη έχει γίνει πλέον η κατανάλωση ειδήσεων· τα μεγάλα μέσα έχουν λιγότερους πόρους ενώ πολλοί Αμερικανοί ενημερώνονται κυρίως μέσω διαδικτύου.
Tο μέλλον ανήκει στα ανεξάρτητα μέσα;
Tα μεγάλα δίκτυα θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν όλες τις πλευρές ακόμη κι όταν μια κυβέρνηση παρεκκλίνει από κάθε πολιτική νόρμα. Ο Louie προβλέπει περισσότερη πρωτότυπη και ακτιβιστική ενημέρωση από μικρότερα ανεξάρτητα μέσα ή ανεξάρτητους δημοσιογράφους μέσω πλατφορμών όπως Substack.
Aρκετοί πολίτες δηλώνουν πως σταμάτησαν να διαβάζουν ειδήσεις γιατί νιώθουν υπερφορτωμένοι ή ανίσχυροι μπροστά στις εξελίξεις. Η δημοσιογραφία δεν πρέπει μόνο να ενημερώνει αλλά και να συνδέει ανθρώπους με δομές αλληλεγγύης στις κοινότητές τους – κάτι που πετυχαίνουν καλύτερα τα τοπικά ή ανεξάρτητα μέσα λόγω εγγύτητας και εμπιστοσύνης στο κοινό τους.
Tο κύρος μικρών ευέλικτων μέσων αντανακλά τόσο την ανάγκη για διαφορετική προσέγγιση όσο κι ένα αίσθημα πως τα παραδοσιακά media ίσως δεν μπορούν πλέον δομικά να ανταποκριθούν στη σημερινή πρόκληση.
Iστορία & ευθύνη απέναντι στη Δημοκρατία
Iστορία δείχνει τι συμβαίνει όταν ο Τύπος διστάζει μπροστά στον κίνδυνο. Πώς μπορεί η δημοσιογραφία να ισχυρίζεται πως υπηρετεί σωστά το κοινό αν δεν δρα τώρα με επείγουσα αποφασιστικότητα; Είναι ένα ερώτημα που έθεσα στον Kalb:
“Αυτό είναι το θεμελιώδες δίλημμα που αντιμετωπίζει σήμερα η αμερικανική δημοσιογραφία”, μου είπε. “Η λύση αυτού θα καθορίσει τελικά την ίδια τη μοίρα της Δημοκρατίας”.
Tο βάρος διάσωσης της Δημοκρατίας δεν πέφτει μόνο στους ώμους των δημοσιογράφων· όμως έχουμε κρίσιμο ρόλο. Πρέπει να εγκαταλείψουμε τον μύθο της ουδετερότητας και να μεταδίδουμε όχι μόνο ότι αυτό που συμβαίνει είναι επικίνδυνο αλλά ότι τα συστήματα που το επιτρέπουν είναι βαθιά ριζωμένα. Αυτό απαιτεί ενδοσκόπηση κι ένα νέο είδος γενναίας ενημέρωσης όπου πάνω απ’ όλα μπαίνει το χρέος προς την κοινωνία.