Του Ανατρεπτικού
Η Ανατολική Αττική ξύπνησε ξανά σε ένα γνώριμο σκηνικό: καμένα σπίτια, κατεστραμμένες περιουσίες, μαυρισμένα δάση και ένας ακόμη νεκρός στον μακρύ κατάλογο των θυμάτων των ελληνικών καλοκαιριών. Στην Κερατέα και την Ανάβυσσο, η φωτιά κατάπιε μέσα σε λίγες ώρες περίπου 40.000 στρέμματα γης, αφήνοντας πίσω αποκαρδιωτικές εικόνες. Και όμως, για άλλη μια φορά, το ελληνικό κράτος στέκεται αμήχανο, παγωμένο μπροστά στην καταστροφή — και έτοιμο να επαναλάβει τα ίδια φθαρμένα επιχειρήματα, τις ίδιες ανόητες κοινοτοπίες.
Η πυρόσβεση δεν είναι… εκκένωση
Η κυβέρνηση, όπως και όλες οι προηγούμενες, συνεχίζει να βαφτίζει την αποτυχία «επιτυχία» επειδή «ευτυχώς δεν είχαμε περισσότερα θύματα». Κάποιοι μάλιστα προσθέτουν την περίφημη αμπελοφιλοσοφία «τα σπίτια ξαναγίνονται». Ε, όχι λοιπόν. Τα σπίτια ΔΕΝ ξαναγίνονται, μαζί τους καταστρέφονται οικογένειες, σχέδια και όνειρα. Ούτε το περιβάλλον αποκαθίσταται. Μένει μία μόνιμα ανοιχτή πληγή. Μένει ένας εφιαλτικός ξερότοπος. Για να μην μιλήσουμε για τα χιλιάδες άγρια και ήμερα ζώα που γίνονται κάρβουνα…
Το δόγμα του «στείλε το 112 και εκκένωσε» έχει γίνει η μοναδική συνταγή. Η εκκένωση μπορεί να σώσει ζωές –όχι πάντα– αλλά δεν είναι πυρόσβεση. Δεν απαντά στο ερώτημα γιατί η φωτιά εξαπλώθηκε ανεξέλεγκτα, ούτε γιατί οι φλόγες έφτασαν ξανά μέχρι τα σπίτια, τις αυλές και τις αυλές των ανθρώπων. Ούτε λύνει το πρόβλημα εκατοντάδων ανθρώπων που κάθε καλοκαίρι γίνονται πρόσφυγες μέσα στον ίδιο τους τον τόπο.
Ένα διαρκές έγκλημα από την εποχή Σημίτη
Το έχουμε ξαναγράψει: η κατάργηση της δασοπυρόσβεσης από τη Δασική Υπηρεσία είναι ένα διαρκές έγκλημα. Από την εποχή Σημίτη, το ελληνικό κράτος ανέθεσε την αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών αποκλειστικά στην Πυροσβεστική, αφαιρώντας την αρμοδιότητα από τη Δασική Υπηρεσία. Ένα έγκλημα διοικητικής αρχιτεκτονικής που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με ασύλληπτο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, περιουσίες και φυσικό πλούτο. Οι δασικοί, που γνώριζαν το ανάγλυφο, τις ιδιομορφίες και τις «ανάσες» κάθε βουνού, τέθηκαν εκτός μάχης, και η χώρα παραδόθηκε σε έναν μηχανισμό πυρόσβεσης που λειτουργεί πάντα υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης, ποτέ με πρόληψη και σχεδιασμό.
Οι δικαιολογίες έχουν καεί
Η ρητορική ότι «υπήρχε αέρας» ή «ίσως ήταν εμπρησμός» είναι αποπροσανατολιστική. Οι φωτιές σχεδόν πάντα εξαπλώνονται επειδή φυσάει· οι κυβερνήσεις όμως έχουν την υποχρέωση να προετοιμαστούν γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Το ότι κάποιος βάζει φωτιά –ανεξαρτήτως προθέσεων– δεν δικαιολογεί την αδυναμία να την αντιμετωπίσεις. Η αλήθεια είναι πως κάθε καλοκαίρι οι ίδιοι κάτοικοι γίνονται φυγάδες από τα σπίτια τους, και οι ίδιες περιοχές μετατρέπονται σε στάχτες.
Η αποτυχία βαφτίζεται πρόοδος
Το μόνιμο, σχεδόν κυνικό αφήγημα «τα σπίτια ξαναγίνονται» είναι η απόλυτη παραδοχή αποτυχίας. Το κράτος δεν έχει την πολυτέλεια να διαλέγει τι θα προστατέψει: άνθρωπο, περιβάλλον ή περιουσία. Οφείλει να προστατεύει και τα τρία. Κι όμως, κάθε χρόνο, μετά το τελευταίο μέτωπο φωτιάς, έρχεται η γνωστή φράση: «να κάνουμε την καταστροφή ευκαιρία για να γίνουμε καλύτεροι». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια πολιτικά βολική υπεκφυγή που μεταθέτει την ευθύνη στο μέλλον — μέχρι την επόμενη καταστροφή. Μία πολιτικάντικη και επικίνδυνη ΣΑΧΛΑΜΑΡΑ!
Η Ελλάδα των μόνιμων απολογιών
Αν κάτι απέδειξε ξανά η τραγωδία στην Κερατέα και την Ανάβυσσο, είναι ότι το ελληνικό κράτος ζει σε μόνιμη κατάσταση απολογίας. Οι ίδιες φράσεις, τα ίδια επιχειρήματα, οι ίδιες υποσχέσεις για «ενίσχυση της Πολιτικής Προστασίας» επαναλαμβάνονται με θρησκευτική προσήλωση εδώ και δεκαετίες. Εν τω μεταξύ, οι πολίτες μετρούν καμένα χωράφια, χαμένες περιουσίες, κατεστραμμένα δάση.
Η φωτιά δεν περιμένει να «γίνουμε καλύτεροι». Και η κοινωνία δεν αντέχει να ακούει ξανά και ξανά τις ίδιες καμένες δικαιολογίες.