Σκληρή απάντηση από το γραφείο του πρώην Προέδρου του ΠΑΣΟΚ στις κυβερνητικές αιτιάσεις — Πέντε καίρια σημεία για τη συνταγματική εκτροπή στη διαδικασία της προανακριτικής
Με μεστό, θεσμικά τεκμηριωμένο και πολιτικά αιχμηρό τρόπο, το γραφείο του Ευάγγελου Βενιζέλου αντέδρασε στο σημείωμα κυβερνητικών πηγών που επιχειρούσε να απαντήσει στην αρχική ανάρτηση του πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης σχετικά με την προχθεσινή –και βαθιά αμφιλεγόμενη– κοινοβουλευτική διαδικασία.
Στην ουσία, πρόκειται για πέντε σημεία-παρεμβάσεις που αποδομούν πλήρως το κυβερνητικό επιχείρημα περί “νομιμότητας της διαδικασίας” και αναδεικνύουν αυτό που ο Βενιζέλος χαρακτηρίζει ως “θεσμική προπέτεια” και “επιτελική καταστρατήγηση” των κοινοβουλευτικών κανόνων.
Η καταληκτική φράση άλλωστε συμπυκνώνει τον πολιτικό και θεσμικό προβληματισμό:
«Η κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης που καθίσταται κρίση νομιμοποίησης δεν τελεί υπό τον έλεγχο του ενδιαφερόμενου αλλά όλων των άλλων – και κυρίως των γεγονότων».
1. Το Σύνταγμα δεν προβλέπει “απαρτία”, αλλά ελάχιστη πλειοψηφία ψήφων
Το πρώτο σημείο επικεντρώνεται σε μια βασική θεσμική παρανόηση – σκόπιμη ή ακούσια. Σύμφωνα με τον κ. Βενιζέλο, το άρθρο 67 του Συντάγματος δεν προβλέπει καν την έννοια της “απαρτίας” με τη μορφή ελάχιστου αριθμού παρόντων βουλευτών, αλλά θέτει ως προϋπόθεση μόνο την ύπαρξη συγκεκριμένου αριθμού θετικών ψήφων για τη λήψη απόφασης.
Η λογική αυτή, τονίζεται, αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες τομές του Συντάγματος του 1975, που στόχευε στην αποτροπή ανούσιων ή σκόπιμων μποϊκοτάζ.
2. Διαχωρισμός απαρτίας και ελάχιστης πλειοψηφίας — και η κρίσιμη πλάνη της κυβέρνησης
Ειδικότερα για τη συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής (άρθρο 86 παρ. 3), απαιτείται απόλυτη πλειοψηφία επί του συνόλου των 300 βουλευτών. Ωστόσο, η διαδικαστική απόφαση περί αναβολής (λόγω απουσιών) μπορεί να ληφθεί με την πλειοψηφία των παρόντων, εφόσον δεν είναι λιγότεροι από 75.
Όπως επισημαίνεται, αυτή η πλειοψηφία είχε επιτευχθεί από την αντιπολίτευση – και είχε προηγούμενο (2008–2009) – αλλά παρακάμφθηκε ετσιθελικά.
3. Παραβίαση του Κανονισμού της Βουλής από το Προεδρείο
Σύμφωνα με το άρθρο 69 παρ. 4 του Κανονισμού της Βουλής, η διαπίστωση της απαιτούμενης παρουσίας για τη διεξαγωγή ψηφοφορίας γίνεται από τον Πρόεδρο. Αν όμως υπάρχουν αμφιβολίες ή ενστάσεις, όπως στην προκειμένη περίπτωση, τότε βάσει του άρθρου 67 παρ. 7 αποφασίζει η ίδια η Βουλή με την πλειοψηφία των παρόντων (τουλάχιστον 75).
Το κρίσιμο, όπως σημειώνει η ανάρτηση, είναι ότι η διαδικασία αυτή τηρήθηκε στο παρελθόν αλλά παραλείφθηκε αυτή τη φορά – κατά παράβαση κάθε θεσμικής συνέπειας.
4. Η επιστολική ψήφος ως εργαλείο παρασκηνιακού ελέγχου
Ο Βενιζέλος διαχωρίζει σαφώς τη χρήση επιστολικής ψήφου ως εργαλείου διευκόλυνσης (π.χ. λόγω απουσίας) από τη μαζική, μεθοδευμένη αξιοποίησή της για να παρακαμφθεί η κοινοβουλευτική παρουσία.
Η χρήση επιστολικών ψήφων από 68 βουλευτές της συμπολίτευσης, σε συνδυασμό με την φυσική τους απουσία από την αίθουσα, συνιστά –όπως υποστηρίζεται– “οργανωμένη καταστρατήγηση του άρθρου 70Α του Κανονισμού της Βουλής” και ευθεία προσβολή του κοινοβουλευτικού ρόλου.
5. Νομιμοποίηση υπό αίρεση και η πολιτική “μοναξιά” της εξουσίας
Η πιο πολιτική και ίσως η πιο ανησυχητική επισήμανση έρχεται στην κατακλείδα: όταν η κρίση εμπιστοσύνης μετατρέπεται σε κρίση νομιμοποίησης, η διαχείριση δεν είναι πια στα χέρια του “ενδιαφερόμενου” – εν προκειμένω της κυβέρνησης – αλλά εξαρτάται από τις εξελίξεις, την κοινωνία και τους θεσμούς.
Η κρίση δηλαδή μετατρέπεται σε αυτοτροφοδοτούμενη. Και η κυβέρνηση μένει εκτεθειμένη όχι μόνο απέναντι στην αντιπολίτευση, αλλά και στην ίδια την κοινή λογική της Δημοκρατίας.
Συμπέρασμα: Μια παρέμβαση με θεσμική βαρύτητα και πολιτική αποδομητική ισχύ
Η απάντηση του γραφείου Βενιζέλου δεν αποτελεί απλώς υπεράσπιση μιας ανάρτησης. Συνιστά μια θεσμική παρέμβαση που λειτουργεί ως “προειδοποιητική βολή” για μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που φαίνεται να εργαλειοποιεί κάθε κανονιστικό περιθώριο.
Σε τελική ανάλυση, η διαχείριση της χθεσινής διαδικασίας δεν άνοιξε μόνο ένα νέο μέτωπο θεσμικής αντιπαράθεσης – άνοιξε και ένα ζήτημα πολιτικής ηθικής και νομιμοποίησης.
Στη νέα ανάρτηση-σχόλιο του κ. Βενιζέλου επισημαίνεται:
«1. Μια από τις βασικές τομές που επέφερε το ισχύον Σύνταγμα του 1975 στο κοινοβουλευτικό δίκαιο είναι η κατάργηση της απαρτίας με την έννοια της αναγκαίας παρουσίας ελάχιστου αριθμού βουλευτών για να συνεδριάζει έγκυρα η Βουλή. Το άρθρο 67 Συντ. δεν θεσπίζει ελάχιστο αριθμό βουλευτών (75/ 300) για να υπάρχει απαρτία, αλλά ελάχιστο αριθμό θετικών ψήφων για να αποφασίζει η Βουλή όταν εφαρμόζεται ο γενικός κανόνας ότι η Βουλή αποφασίζει με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών της.
2. Απαιτούμενος ελάχιστος αριθμός παρόντων βουλευτών προκειμένου να συνεδριάσει εγκύρως η Βουλή, δεν υπάρχει κατά το Σύνταγμα. Αντιθέτως υπάρχει ελάχιστος αναγκαίος αριθμός θετικών ψήφων για την έγκυρη λήψη απόφασης. Αυτός είναι ως γενικός κανόνας οι 75 βουλευτές (300/4). Σε πλήθος όμως συνταγματικών διατάξεων απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία επί του όλου αριθμού των βουλευτών, αλλού απόλυτη πλειοψηφία (151/300), αλλού πλειοψηφία τριών πέμπτων (180/300), αλλού πλειοψηφία δύο τρίτων (200/300). Στην προκειμένη περίπτωση κατά το άρθρο 86 παρ. 3 απαιτείται η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, όχι ως απαρτία αλλά ως ελάχιστη πλειοψηφία. Όμως όταν τίθεται διαδικαστικό ζήτημα αναβολής της ψηφοφορίας λόγω απουσίας των βουλευτών της συμπολίτευσης, η απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 75. Αυτή η πλειοψηφία είχε συγκροτηθεί χθες από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης λόγω της οργανωμένης απουσίας των βουλευτών της συμπολίτευσης και εκφράστηκε υπέρ της αναβολής της μυστικής ψηφοφορίας. Δυστυχώς αυτή η επί της διαδικασίας κρίσιμη απόφαση της Βουλής αγνοήθηκε βάναυσα χθες ενώ είχε γίνει δεκτή τρεις φορές το 2008-2009 σε ίδια ζητήματα. Το σαφές κοινοβουλευτικό και ερμηνευτικό προηγούμενο αγνοήθηκε με θεσμική προπέτεια.
3. Η διαπίστωση του απαιτούμενου κατά το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής αριθμού βουλευτών για τη διεξαγωγή ψηφοφορίας και άρα τη λήψη απόφασης (στην προκειμένη περίπτωση επί των προτάσεων συγκρότησης Επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης) γίνεται κατά το άρθρο 69 παρ. 4 του Κανονισμού, από τον Πρόεδρο της Βουλής. Όταν όμως προκύπτουν αμφιβολίες και αντιρρήσεις, γεννάται παρεμπίπτον ζήτημα, εφαρμόζεται το άρθρο 67 του Κανονισμού, εξετάζεται το παρεμπίπτον ζήτημα και τελικά εφαρμόζεται η παρ. 7 που προβλέπει ότι για τα παρεμπίπτοντα αποφασίζει ο Πρόεδρος της Βουλής αλλά αν προβληθούν αντιρρήσεις αποφαίνεται η Βουλή με ανάταση ή έγερση, με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων που δεν μπορεί να είναι κατώτερη των 75 και χωρίς άλλη συζήτηση. Αυτό δεν έγινε χθες ενώ έγινε τρεις φορές το 2008-2009 υπό παρόμοιες συνθήκες.
4. Είναι άλλο ζήτημα η διευκόλυνση βουλευτών όλων των κομμάτων μέσω της επιστολικής ψήφου και άλλο η μεθοδευμένη απομάκρυνση από την αίθουσα της Βουλής των βουλευτών της συμπολίτευσης και η οργανωμένη μαζική χρήση της επιστολικής ψήφου για 68 από αυτούς ώστε μαζί με τους ελάχιστους παρόντες βουλευτές της ΝΔ να διαμορφώνουν τον αριθμό 75 που κάποιοι θεωρούν ότι διασφαλίζει την νομικώς ανύπαρκτη έννοια της απαρτίας. Πρόκειται για «επιτελικά» οργανωμένη καταστρατήγηση του άρθρου 70 Α του Κανονισμού της Βουλής και ευθεία προσβολή του θεσμικού ρόλου του βουλευτή.
5. Η κρίση εσωτερικής εμπιστοσύνης που καθίσταται κρίση νομιμοποίησης δεν τελεί υπό τον έλεγχο του ενδιαφερόμενου αλλά όλων των άλλων και κυρίως των γεγονότων».