Πριν μερικές μέρες (21 Ιουλίου 2925) ο πρωθυπουργός της Ελλάδας ανακοίνωσε την ενεργοποίηση των σχετικών διαδικασιών αναφορικά με την υλοποίηση της δέσμευσης της χώρας στην τελευταία συνδιάσκεψη των ΗΕ για τους ωκεανούς στη Νίκαια της Γαλλίας (βλ. 9 -13 Ιουνίου) που αφορά στην προσπάθεια άμεσης λήψης μέτρων για την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος στην περιοχή της εθνικής της δικαιοδοσίας. Οι σχετικές διαδικασίες αφορούν σε δύο εθνικά θαλάσσια πάρκα στην περιοχή του Ιονίου Πελάγους το πρώτο και σ’ εκείνην του Αρχιπελάγους του Αιγαίου το δεύτερο. Το σύνολο των δεσμευμένων θαλάσσιων περιοχών αφορούν σε μία έκταση περίπου 27.500 τετρ, χιλιομέτρων, με έμφαση στην ευαίσθητη περιοχή των νότιο ανατολικών Κυκλάδων. Απώτερος στόχος η σταδιακή προστασία του 30 % των εθνικών κυρίαρχων θαλασσίων περιοχών της χώρας μέχρι το 2030, σύμφωνα πάντα με τη διεθνή δέσμευση.
Γράφει ο Γρηγόρης Ι. Τσάλτας*
Η συγκεκριμένη κίνηση από πλευράς Ελλάδος φάνηκε από την αρχή ότι θα κινούσε σημαντικές αντιδράσεις από την πλευρά της Τουρκίας. Και τούτο γιατί θεωρήθηκε αρχικά ότι αποτελεί συνέχιση της πολιτικής σταδιακής αποκλιμάκωσης του μακρόχρονου παγώματος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αναφορικά με τα εθνικά θέματα στην περιοχή κυρίως του Αρχιπελάγους. Γενικότερη πολιτική που ενεργοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια και τουλάχιστον αμέσως μετά την ανεπανάληπτη για το διεθνές δίκαιο της θάλασσας κίνηση υιοθέτησης του αδιανόητου και καθολικά παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου του 2019. Πολιτική κίνηση επίσης που ξεκίνησε ειδικότερα με: α) την ελληνοϊταλική συμφωνία οριοθέτησης και ΑΟΖ στην περιοχή του Ιονίου πελάγους, με παράλληλη επέκταση των ορίων της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ., β) την αντίστοιχη επίσης οριοθέτηση ΑΟΖ και με την Αίγυπτο, όπως επίσης και γ) την «αργοπορημένη» δημοσίευση του θεωρούμενου ως κοινοτικού και σε ισχύ πλέον κεκτημένου Ελληνικού Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού, στο πλαίσιο του οποίου αποτυπώνονται για πρώτη φορά και τα απώτερα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ που φαίνεται να ταυτίζονται με τον γνωστό πλέον Χάρτη της Σεβίλλης ή και Χάρτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκπονήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και στηρίζεται στην κατά παραγγελία απόλυτη εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της θάλασσας, όπως αυτοί προκύπτουν από το σύγχρονο δίκαιο της θάλασσας και ειδικότερα την ανάγνωση της Σύμβασης του Μοντέγκο Μπέι (1982). Σε κάθε περίπτωση, όλες οι παραπάνω κινήσεις παραπέμπουν ουσιαστικά στην άσκηση στην πράξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Όσον αφορά δε στα θαλάσσια πάρκα που γίνεται λόγος, αυτά αφορούν σε περιοχές όπου ασκείται πλήρης κυριαρχία από την Ελλάδα αφού εντοπίζονται στα 12 ν.μ της αιγιαλίτιδας του Ιονίου Πελάγους και στα 6 ν.μ. προς το παρόν συγκεκριμένης περιοχής του Αρχιπελάγους του Αιγαίου.
Η αντίδραση της Τουρκίας που ακολούθησε την τελευταία αυτή κίνηση της Ελλάδας στην αιγιακή σκακιέρα πιστοποιεί με μία ξεκάθαρη και απροκάλυπτη τη φορά αυτή γενικότερη δήλωση την πραγματική της στρατηγική για την ευρύτερη περιοχή. Μια στρατηγική που αφορά στην πλήρη ανατροπή του status quo του Αρχιπελάγους μέσω της επιβολής μιας αναθεωρητικής και καθόλα μεγαλοϊδεατικής πολιτικής που προωθεί και που άπτεται του τελευταίου απαράδεκτου αφηγήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Έτσι, στο Δελτίο Τύπου (υπ’ αριθμ. 154/21.07.2025) του τουρκικού ΥΠΕΞ η όλη αντίδραση από πλευράς Τουρκίας στηρίζεται, ουσιαστικά στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί συγκεκριμένων νησιωτικών εδαφών του Αρχιπελάγους. Και τούτο, λόγω παντελούς έλλειψης ουσιαστικών νομικών ερεισμάτων περιορισμού της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στην ευρύτερη αυτή περιοχή. Δικαιώματα που προκύπτουν άλλωστε από την εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου της θάλασσας. Έτσι, τόσο στην πρώτη όσο και στην Τρίτη παράγραφο της εν λόγω τουρκικής δήλωσης αναφέρεται ότι: «τα Θαλάσσια Πάρκα που θα κηρυχθούν στο Αιγαίο δεν θα έχουν κανένα νομικό αποτέλεσμα στο πλαίσιο των αλληλένδετων ζητημάτων για το Αιγαίο μεταξύ των δύο χωρών, συμπεριλαμβανομένων των γεωγραφικών σχηματισμών των οποίων η κυριότητα δεν έχει μεταβιβαστεί στην Ελλάδα με διεθνείς συνθήκες.
Με άλλα λόγια, πρόκειται πλέον για ξεκάθαρη πολιτική της Τουρκίας να μεταχειριστεί/ εργαλοποιήσει την αμφισβήτηση της εδαφικής (νησιωτικής) κυριαρχίας της Ελλάδας, αφού το διεθνές δίκαιο όσο και αν έχει άκαρπα προσπαθήσει επί πενήντα και πλέον χρόνια να αλλοιώσει την εφαρμογή του με την όποια στρεβλή ερμηνεία των κανόνων του δεν φαίνεται να αποδίδει καρπούς.
Εντούτοις, πιστή στην παραπάνω πρακτική, έστω και συμπληρωματικώς, υποστήριξε παράλληλα (βλ. δεύτερη παράγραφο) και ότι «Θα πρέπει να αποφεύγονται μονομερείς ενέργειες σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες όπως το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το διεθνές δίκαιο της θάλασσας ενθαρρύνει τη συνεργασία, μεταξύ άλλων και σε περιβαλλοντικά θέματα, μεταξύ των παράκτιων κρατών στις εν λόγω θάλασσες. Σε αυτό το πλαίσιο, θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι η χώρα μας είναι πάντα έτοιμη να συνεργαστεί με την Ελλάδα ως παράκτιο κράτος στο Αιγαίο Πέλαγος». Προφανώς, η Τουρκία φαίνεται να κάνει επίκληση στο άρθρο 123 της Σύμβασης του Μοντέγκο Μπέι που αφορά στις κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες και προτρέπει (δεν υποχρεώνει) τα κράτη που βρέχονται από αυτές να αναπτύσσουν πολιτικές συνεργασίας στον τομέα, μεταξύ άλλων (παράγραφος β) και της προστασίας και διατήρησης του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Η διαφορά βρίσκεται στις περιοχές όπου το παράκτιο κράτος έχει πλήρη και αποκλειστική κυριαρχία και αφορούν συγκεκριμένα στην αιγιαλίτιδα ζώνη, όπου μονομερώς μπορεί να αποφασίζει για ζητήματα που απορρέουν από την άσκηση της πλήρους κυριαρχίας του, συμπεριλαμβανομένου και του εύρους της αρκεί να μην υπερβαίνει τα 12 ν.μ..
Συνοψίζοντας, η παντελής έλλειψη νομικών επιχειρημάτων από πλευράς Τουρκίας αναφορικά με την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών εθνικής δικαιοδοσίας στο Αρχιπέλαγος του Αιγαίου σύμφωνα με το δίκαιο της θάλασσας, την οδηγεί στην προαγωγή της λεγόμενης «Γαλάζιας Πατρίδας» που εγκλωβίζει στο σύνολό του το ανατολικό Αιγαίο στηριζόμενη απροκάλυπτα στην αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιωτικό πλέον επίπεδο στην περιοχή.
*Ομ. Καθηγητής διεθνούς δικαίου Παντείου Παν/μίου, πρώην Πρύτανης, πρώην υπ. Υπουργός Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής.