Ο Σιμόν Μπολιβάρ δεν υπήρξε απλώς ένας επαναστάτης στρατηγός. Υπήρξε ο άνθρωπος που αναμετρήθηκε με μια αυτοκρατορία, επανασχεδίασε έναν ολόκληρο ήπειρο και επηρέασε όσο ελάχιστοι την ιστορική μοίρα της Λατινικής Αμερικής.
Οραματιστής, στρατιώτης, πολιτικός, ιδεολόγος και ρομαντικός ρεπουμπλικανός, ο Μπολιβάρ μετατράπηκε σε σύμβολο ελευθερίας, όχι μόνο για την εποχή του αλλά και για όλες τις μετέπειτα γενιές που αναζήτησαν την απελευθέρωση από την αποικιοκρατία και τον αυταρχισμό.
Ο νεαρός κρεολός των Άνδεων
Ο Σιμόν Μπολιβάρ γεννήθηκε το 1783 στο Καράκας, τότε πρωτεύουσα του Βασιλείου της Βενεζουέλας, μέρος της Ισπανικής Αυτοκρατορίας. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια κρεολών – απογόνων Ευρωπαίων που γεννήθηκαν στον Νέο Κόσμο. Ορφανός από μικρός, μεγάλωσε με τη φροντίδα παιδαγωγών και κηδεμόνων, ανάμεσά τους και ο διανοούμενος φιλόσοφος Σιμόν Ροδρίγκες, ο οποίος του ενστάλαξε τα ριζοσπαστικά ιδεώδη του Διαφωτισμού, τις αρχές της ελευθερίας και την πίστη στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια.
Στην Ευρώπη, όπου ταξίδεψε ως νέος, ο Μπολιβάρ γνώρισε τη δύναμη της ιδέας της επανάστασης. Παρόν στη Ναπολεόντεια Ευρώπη και επηρεασμένος από τη γαλλική και αμερικανική επανάσταση, έδωσε όρκο στο όρος Αβίλα: να απελευθερώσει την πατρίδα του από τον ισπανικό ζυγό. Αυτός ο όρκος δεν ήταν ρητορικός· ήταν το έναυσμα μιας ζωής αφιερωμένης στον αγώνα.
Η φωτιά της επανάστασης
Ο Μπολιβάρ δεν ήταν μόνο θεωρητικός της ελευθερίας. Ήταν ένας σπάνιος συνδυασμός στρατηγού και στοχαστή, ρεαλιστή και ιδεολόγου. Από το 1810, όταν ξεκίνησαν οι πρώτες εξεγέρσεις κατά των Ισπανών, έως και το 1830, που πέθανε εξαντλημένος και απογοητευμένος, η ζωή του ήταν μια αδιάκοπη πορεία μέσα σε επαναστάσεις, εμφύλιες διαμάχες, μάχες και πολιτικά σχέδια.
Κατάφερε να οδηγήσει στην ανεξαρτησία πέντε σημερινά κράτη: Βενεζουέλα, Κολομβία, Εκουαδόρ, Περού και Βολιβία (που φέρει και το όνομά του). Ο ρόλος του στην απελευθέρωση ήταν κυρίαρχος: σχεδίασε και εκτέλεσε στρατιωτικές εκστρατείες στα πιο αφιλόξενα τοπία των Άνδεων, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να οργανώσει θεσμούς για τη νέα πολιτική πραγματικότητα.
Η πιο θεαματική του επιτυχία ήρθε το 1819 με τη θρυλική διάβαση των Άνδεων και τη νίκη στο Μπογκοτά, που οδήγησε στη δημιουργία της Μεγάλης Κολομβίας — ενός ομοσπονδιακού κράτους που στόχευε να ενώσει υπό μία σημαία όλη τη βόρεια Νότια Αμερική.
Ο «απολυταρχικός δημοκράτης»
Το όραμα του Μπολιβάρ δεν σταματούσε στην ανεξαρτησία. Οραματιζόταν μια νέα τάξη πραγμάτων, μια ήπειρο ανεξάρτητη αλλά ενωμένη, με ισχυρούς θεσμούς και συνείδηση κοινού πεπρωμένου. Πίστευε σε μια “λατινοαμερικανική πατρίδα”, κάτι που έμοιαζε με τα οράματα του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, αλλά ταυτόχρονα έφερε στοιχεία αυταρχισμού – κυρίως από την απογοήτευσή του για τη δημοκρατική αστάθεια των νέων κρατών.
Στο Συνέδριο της Αγκουστουρά και στη Διάσκεψη του Κουσκo, επιχείρησε να δημιουργήσει θεσμούς που θα συνδύαζαν ελευθερία με πολιτική σταθερότητα, θεσμοθετώντας ισόβιο πρόεδρο, σχεδόν μονάρχη. Αυτή η αντίφαση –ανάμεσα στο ιδεώδες της ελευθερίας και την ανάγκη για συγκέντρωση εξουσίας– στιγμάτισε την πολιτική του κληρονομιά.
Οι επικριτές του τον αποκάλεσαν «τυραννικό ρεπουμπλικανό». Οι υποστηρικτές του τον θεώρησαν απαραίτητο αναμορφωτή σε έναν κόσμο χωρίς πολιτική παράδοση. Ο ίδιος, πάντως, έκλεισε τη ζωή του απογοητευμένος: «Η Αμερική δεν είναι ώριμη για τη δημοκρατία» έγραψε λίγο πριν τον θάνατό του το 1830.
Η μετά θάνατον αποθέωση
Η προσωπικότητα του Μπολιβάρ αγιοποιήθηκε όσο λίγες στη Λατινική Αμερική. Αγάλματα του υπάρχουν σχεδόν σε κάθε πλατεία της ηπείρου. Η μορφή του μετατράπηκε σε επαναστατικό σύμβολο για όλους: από συντηρητικούς εθνικιστές μέχρι αριστερούς αντιαμερικανούς. Στον 20ό και 21ο αιώνα, ο «μπολιβαριανισμός» έγινε σημείο αναφοράς για πολιτικά κινήματα, κυρίως για τον Ούγκο Τσάβες και τους επιγόνους του, που επικαλέστηκαν το όραμά του για λαϊκή κυριαρχία και ανεξαρτησία από τον ιμπεριαλισμό.
Ωστόσο, η ιδεολογική καπηλεία της μορφής του δεν μειώνει τη βαθιά επίδραση που άσκησε. Ο Μπολιβάρ υπήρξε από τους πρώτους που μίλησαν για το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση, την ισότητα των πολιτών και την ανατροπή κάθε μορφής αποικιοκρατίας. Πολύ πριν από τις αφρικανικές και ασιατικές αποαποικιοποιήσεις, η Λατινική Αμερική έδειξε τον δρόμο – και ο Μπολιβάρ ήταν ο αστέρας της πορείας.
Η σημασία του σήμερα
Η μορφή του Μπολιβάρ επανέρχεται συνεχώς στο δημόσιο διάλογο της Λατινικής Αμερικής. Σε κάθε κρίση, σε κάθε αναζήτηση ταυτότητας και ανεξαρτησίας, οι πολιτικοί –συχνά με αντιφατικό τρόπο– επικαλούνται τον «Απελευθερωτή». Αντιπροσωπεύει μια ουτοπία που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ: την ενότητα, τη χειραφέτηση, την ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη.
Αλλά και πέρα από τα σύνορα της Λατινικής Αμερικής, η σκέψη και η πορεία του εμπνέει: ως παράδειγμα εθνικής απελευθέρωσης, πολιτικής δράσης με όραμα, αλλά και ως τραγική φιγούρα, που αψήφησε μια αυτοκρατορία για να δημιουργήσει κάτι νέο – και τελικά προδόθηκε από την ίδια την Ιστορία.
Σιμόν Μπολιβάρ: Ένας ήρωας της πράξης, ένας φιλόσοφος της επανάστασης, ένας μάρτυρας του ονείρου της ελευθερίας. Η ζωή του μοιάζει με μύθο, αλλά είναι Ιστορία – από εκείνες που αλλάζουν τον κόσμο.
Νίκος Εγγονόπουλος
ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ…
Μπολιβάρ: Ένα ελληνικό ποίημα……..
Le cuer d’un home vaut tout l’or d’un pais. Για τους μεγάλους, για τους ελεύθερους, για τους γενναίους, τους δυνατούς, Αρμόζουν τα λόγια τα μεγάλα, τα ελεύθερα, τα γενναία, τα δυνατά, Γι’ αυτούς η απόλυτη υποταγή κάθε στοιχείου, η σιγή, γι’ αυτούς τα δάκρυα, γι’ αυτούς οι φάροι, κι’ οι κλάδοι ελιάς, και τα φανάρια Όπου χοροπηδούνε με το λίκνισμα των καραβιών και γράφουνε στους σκοτεινούς ορίζοντες των λιμανιών, Γι’ αυτούς είναι τ’ άδεια βαρέλια που σωριαστήκανε στο πιο στενό, πάλι του λιμανιού, σοκάκι, Γι’ αυτούς οι κουλούρες τ’ άσπρα σκοινιά, κι οι αλυσίδες, οι άγκυρες, τ’ άλλα μανόμετρα,
Μέσα στην εκνευριστικιάν οσμήν του πετρελαίου, Για ν’ αρματώσουνε καράβι, ν’ ανοιχτούν, να φύγουνε, Όμοιοι με τραμ που ξεκινάει, άδειο κι’ ολόφωτο μέσ’ στη νυχτερινή γαλήνη των μπαχτσέδων, Μ’ ένα σκοπό του ταξιδιού: π ρ ο ς τ’ ά σ τ ρ α.
Γι’ αυτούς θα πω τα λόγια τα ωραία, που μου τα υπαγόρευσε η Έμπνευσις, Καθώς εφώλιασε μέσα στα βάθια του μυαλού μου όλο συγκίνηση Για τις μορφές, τις αυστηρές και τις υπέροχες, του Οδυσσέα Ανδρούτσου και του Σίμωνος Μπολιβάρ. Όμως για τώρα θα ψάλω μοναχά τον Σίμωνα, αφήνοντας τον άλλο για κατάλληλο καιρό, Αφήνοντάς τον για ναν τ’ αφιερώσω, σαν έρθ’ η ώρα, ίσως το πιο ωραίο τραγούδι που έψαλα ποτέ, Ίσως τ’ ωραιότερο τραγούδι που ποτές εψάλανε σ’ όλο τον κόσμο.
Κι’ αυτά όχι για τα ότι κι’ οι δυο τους υπήρξαν για τις πατρίδες, και τα έθνη, και τα σύνολα, κι άλλα παρόμοια, που δεν εμπνέουν,
Παρά γιατί σταθήκανε μέσ’ στους αιώνες, κι οι δυο τους,
μονάχοι πάντα, κι’ ελεύθεροι, μεγάλοι, γενναίοι και δυνατοί.
Και τώρα ν’ απελπίζουμαι που ίσαμε σήμερα δεν με κατάλαβε, δεν θέλησε, δε μπόρεσε να καταλάβη τι λέω, κανείς; Βέβαια την ίδια τύχη νάχουνε κι αυτά που λέω τώρα για τον Μπολιβάρ, που θα πω αύριο για τον Ανδρούτσο; Δεν είναι κι’ εύκολο, άλλωστε, να γίνουν τόσο γλήγορα αντιληπτές μορφές της σημασίας τ’ Ανδρούτσου και του Μπολιβάρ, Παρόμοια σύμβολα. Αλλ’ ας περνούμε γρήγορα: προς Θεού, όχι συγκινήσεις, κι’ υπερβολές, κι’ απελπισίες. Αδιάφορο, η φωνή μου είτανε προωρισμένη μόνο για τους αιώνες. (Στο μέλλον, το κοντινό, το μακρυνό, σε χρόνια, λίγα, πολλά, ίσως από μεθαύριο, κι’ αντιμεθαύριο, Ίσαμε την ώρα που θε ν’ αρχινίση η Γης να κυλάη άδεια, κι’ άχρηστη, και νεκρή, στο στερέωμα, Νέοι θα ξυπνάνε, με μαθηματικήν ακρίβεια, τις άγριεςνύχτες, πάνω στην κλίνη τους, Να βρέχουνε με δάκρυα το προσκέφαλό τους, αναλογιζόμενοι ποιος είμουν, σκεφτόμενοι
Πως υπήρξα κάποτες, τι λόγια είπα, τι ύμνους έψαλα. Και τα θεόρατα κύματα, όπου ξεσπούνε κάθε βράδυ στα εφτά της Ύδρας ακρογιάλια, Κι’ οι άγριοι βράχοι, και το ψηλό βουνό που κατεβάζει τα δρολάπια, Αέναα, ακούραστα, θε να βροντοφωνούνε τ’ όνομά μου.)
Ας επανέλθουμε όμως στον Σίμωνα Μπολιβάρ.
Μ π ο λ ι β ά ρ ! Όνομα από μέταλλο και ξύλο, είσουνα ένα λουλούδι μέσ’ στους μπαχτσέδες της Νότιας Αμερικής.
Είχες όλη την ευγένεια των λουλουδιών μέσ’ στην καρδιά σου, μέσ’ στα μαλλιά σου, μέσα στο βλέμμα σου.
Η χέρα σου είτανε μεγάλη σαν την καρδιά σου, και σκορπούσε το καλό και το κακό.
Ροβόλαγες τα βουνά κι’ ετρέμαν τ’ άστρα, κατέβαινες στους κάμπους, με τα χρυσά, τις επωμίδες, όλα τα διακριτικά του βαθμού σου,
Με το ντουφέκι στον ώμο αναρτημένο, με τα στήθια ξέσκεπα, με τις λαβωματιές γιομάτο το κορμί σου,
Κι’ εκαθόσουν ολόγυμνος σε πέτρα χαμηλή, στ’ ακροθαλάσσι,
Κι’ έρχονταν και σ’ έβαφαν με τις συνήθειες των πολεμιστών Ινδιάνων,
Μ’ ασβέστη, μισόνε άσπρο, μισό γαλάζιο, για να φαντάζης σα ρημοκκλήσι σε περιγιάλι της Αττικής,
Σαν εκκλησιά στις γειτονιές των Ταταούλων, ωσάν ανάχτορο σε πόλη της Μακεδονίας ερημική.
Μ π ο λ ι β ά ρ ! Είσουνα πραγματικότητα, και είσαι, και τώρα, δεν είσαι όνειρο.
Όταν οι άγριοι κυνηγοί καρφώνουνε τους άγριους αετούς, και τ’ άλλα άγρια πουλιά και ζώα,
Πάν’ απ’ τις ξύλινες τις πόρτες στ’ άγρια δάση,
Ξαναζής, και φωνάζεις, και δέρνεσαι,
Κι’ είσαι ο ίδιος εσύ το σφυρί, το καρφί, κι’ ο αητός.
Αν στα νησιά των κοραλλιών φυσούνε ανέμοι, κι’ αναποδογυρίζουνε τα έρημα καΐκια,
Κι’ οι παπαγάλοι οργιάζουνε με τις φωνές σαν πέφτει η μέρα, κι’ οι κήποι ειρηνεύουνε πνιγμένοι σ’ υγρασία,
Και στα ψηλά δέντρα κουρνιάζουν τα κοράκια.
Σκεφτήτε, κοντά στο κύμα, του καφενείου τα σιδερένια τα τραπέζια,
Μέσ’ στη μαυρίλα πώς τα τρώει τ’ αγιάζι, και μακρυά το φως π’ ανάβει, σβύνει, ξανανάβει, και γυρνάει πέρα δώθε,
Και ξημερώνει – τι φριχτή αγωνία – ύστερα από μια νύχτα δίχως ύπνο,
Και το νερό δεν λέει τίποτε από τα μυστικά του.
Έτσ’ η ζωή.
Κι’ έρχετ’ ο ήλιος, και της προκυμαίας τα σπίτια, με τις νησιώτικες καμάρες,
Βαμμένα ροζ, και πράσινα, μ’ άσπρα περβάζια
(η Νάξο, η Χίος),
Πώς ζουν! Πώς λάμπουνε σα διάφανες νεράιδες !
Αυτός ο Μπολιβάρ !
Μ π ο λ ι β ά ρ ! Κράζω τ’ όνομά σου ξαπλωμένος στην κορφή του βουνού Έρε,
Την πιο ψηλή κορφή της νήσου Ύδρας.
Από δω η θέα εκτείνεται μαγευτική μέχρι των νήσων του Σαρωνικού, τη Θήβα,
Μέχρι κει κάτω, πέρα απ’ τη Μονεβασιά, το τρανό Μισίρι,
Αλλά και μέχρι του Παναμά, της Γκουατεμάλα, της Νικαράγκουα, του Οντουράς, της Αϊτής, του Σαν Ντομίγκο, της Βολιβίας, της Κολομβίας, του Περού, της Βενεζουέλας, της Χιλής, της Αργεντινής, της Βραζιλίας, Ουρουγουάη, Παραγουάη, του Ισημερινού,
Ακόμη και του Μεξικού.
Μ’ ένα σκληρό λιθάρι χαράζω τ’ όνομά σου πάνω στην πέτρα, νάρχουνται αργότερα οι ανθρώποι να προσκυνούν.
Τινάζονται σπίθες καθώς χαράζω – έτσι είτανε, λεν, ο Μπολιβάρ – και παρακολουθώ
Το χέρι μου καθώς γράφει, λαμπρό μέσα στον ήλιο.
Είδες για πρώτη φορά το φως στο Καρακάς.
Το φως το δικό σου,
Μ π ο λ ι β ά ρ, γιατί ως νάρθης η Νότια Αμερική ολόκληρη είτανε βυθισμένη στα πικρά σκοτάδια.
Τ’ όνομά σου τώρα είναι δαυλός αναμμένος,
που φωτίζει την Αμερική, και τη Βόρεια και τη Νότια, και την οικουμένη !
Οι ποταμοί Αμαζόνιος και Ορινόκος πηγάζουν από τα μάτια σου.
Τα ψηλά βουνά έχουν τις ρίζες στο στέρνο σου,
Η οροσειρά των Άνδεων είναι η ραχοκοκκαλιά σου.
Στην κορφή της κεφαλής σου, παλληκαρά, τρέχουν τ’ ανήμερα άτια και τ’ άγρια βόδια,
Ο πλούτος της Αργεντινής.
Πάνω στην κοιλιά σου εκτείνονται οι απέραντες φυτείες του καφέ.
Σαν μιλάς, φοβεροί σεισμοί ρημάζουνε το παν,
Από τις επιβλητικές ερημιές της Παταγονίας μέχρι τα πολύχρωμα νησιά,
Ηφαίστεια ξεπετιούνται στο Περού και ξερνάνε στα ουράνια την οργή τους,
Σειούνται τα χώματα παντού και τρίζουν τα εικονίσματα στην Καστοριά,
Τη σιωπηλή πόλη κοντά στη λίμνη.
Μ π ο λ ι β ά ρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.
Σε πρωτοσυνάντησα, σαν είμουνα παιδί, σ’ ένα ανηφορικό καλντιρίμι του Φαναριού,
Μια καντήλα στο Μουχλιό φώτιζε το ευγενικό πρόσωπό σου.
Μήπως νάσαι, άραγες, μια από τις μύριες μορφές που πήρε, κι’ άφησε, διαδοχικά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος;
Μπογιάκα, Αγιακούτσο. Έννοιες υπέρλαμπρες κι’ αιώνιες.
Είμουν εκεί.
Είχαμε από πολλού περάσει, ήδη, την παλιά μεθόριο:
πίσω, μακρυά, στο Λεσκοβίκι, είχαν ανάψει φωτιές.
Κι’ ο στρατός ανέβαινε μέσα στη νύχτα προς τη μάχη,
π’ ακούγονταν κιόλα οι γνώριμοί της ήχοι.
Πλάι κατέρχουνταν, σκοτεινή Συνοδεία, ατέλειωτα λεωφορεία με τους πληγωμένους.
Μην ταραχθή κανείς. Κάτω εκεί, να, η λίμνη.
Από δω θα περάσουν, πέρ’ απ’ τις καλαμιές.
Υπομονευτήκαν οι δρόμοι : έργο και δόξα του Χορμοβίτη, του ξακουστού, του άφταστου στα τέτοια.
Στις θέσεις σας όλοι. Η σφυρίχτρα ηχεί !
Ελάτες, ελάτε, ξεζέψτε. Ας στηθούν τα κανόνια, καθαρίστε με τα μάκτρα τα κοίλα, τα φυτίλια αναμμένα στα χέρια,
Τα τόπια δεξιά. Βρας !
Βρας, αλβανιστί φωτιά : Μ π ο λ ι β ά ρ !
Κάθε κουμπαράς, π’ εξεσφενδονιζόταν κι’ άναφτε,
Είταν κι’ ένα τριαντάφυλλο για τη δόξα του μεγάλου στρατηγού,
Σκληρός ατάραχος ως στέκονταν μέσα στον κορνιαχτό και την αντάρα,
Με το βλέμμ’ ατενίζοντας προς τ’ αψηλά, το μέτωποστα νέφη,
Κι’ είταν η θέα του φριχτή: πηγή του δέους, του δίκιου δρόμος, λυτρώσεως πύλη.
Όμως, πόσοι και πόσοι δε σ’ επιβουλευτήκαν, Μ π ο λ ι β ά ρ,
Πόσα “ντολάπια” και δε σού ’στησαν να πέσης, να χαθής,
Ένας προ πάντων, ένας παλιάνθρωπος, ένα σκουλήκι, ένας Φιλιππουπολίτης.
Αλλά συ τίποτα, ατράνταχτος σαν πύργος στέκουσαν,όρθιος, στου Ακογκάγκουα μπρος τον τρόμο,
Μια φοβερή ξυλάρα εκράταγες, και την εκράδαινες πάνω απ’ την κεφαλή σου.
Οι φαλακροί κόνδωρες σκιάζουνταν, που δεν τους τρόμαξε της μάχης το κακό και το ντουμάνι, και σε κοπάδια αγριεμένα πέταγαν,
Κι’ οι προβατογκαμήλες γκρεμιοτσακίζουντάνε στις πλαγιές, σέρνοντας, καθώς πέφταν, σύννεφο το χώμα και λιθάρια.
Κι’ οι εχθροί σου μέσα στα μαύρα Τάρταρα εχάνοντο, λουφάζαν.
(Σαν θάρθη μάρμαρο, το πιο καλό, από τ’ Αλάβανδα, μ’ αγίασμα των Βλαχερνών θα βρέξω την κορφή μου,
Θα βάλω όλη την τέχνη μου αυτή τη στάση σου να πελεκήσω, να στήσω ενού νέου Κούρου τ’ άγαλμα στης Σικίνου τα βουνά,
Μη λησμονώντας, βέβαια, στο βάθρο να χαράξω το περίφημο εκείνο “Χ α ί ρ ε
π α ρ ο δ ί τ α”.)
Κι’ εδώ πρέπει ιδιαιτέρως να εξαρθή ότι ο Μπολιβάρ δεν εφοβήθηκε, δε “σκιάχτηκε” που λεν, ποτέ,
Ούτε στων μαχών την ώρα την πιο φονικιά, ούτε στης προδοσίας, της αναπόφευκτης, τις πικρές μαυρίλες.
Λένε πως γνώριζε από πριν, με μιαν ακρίβεια αφάντα- στη, τη μέρα, την ώρα, το δευτερόλεφτο ακόμη : τη στιγμή,
Της Μάχης της μεγάλης που είτανε γ ι’ α υ τ ό ν α μ ό ν ο,
Κι’ όπου θε νάτανε αυτός ο ίδιος στρατός κι’ εχθρός, ηττημένος και νικητής μαζί, ήρωας τροπαιούχος κι’ εξιλαστήριο θύμα.
(Και ως του Κύριλλου Λουκάρεως το πνεύμα το υπέροχο μέσα του στέκονταν,
Πώς τις ξεγέλαγε, γαλήνιος, των Ιησουιτώνε και του ελεεινού Φιλιππουπολίτη τις απαίσιες πλεχτάνες!)
Κι’ αν χάθηκε, αν ποτές χάνετ’ ένας Μπολιβάρ ! που σαν τον Απολλώνιο στα ουράνια ανελήφθη,
Λαμπρός σαν ήλιος έδυσε, μέσα σε δόξα αφάνταστη,
πίσω από βουνά ευγενικά της Αττικής και του Μορέως.
επίκλησις
Μ π ο λ ι β ά ρ ! Είσαι του Ρήγα Φερραίου παιδί,
Του Αντωνίου Οικονόμου – που τόσο άδικα τον σφάξαν – και του Πασβαντζόγλου αδελφός,
Τ’ όνειρο του μεγάλου Μαξιμιλιανού ντε Ρομπεσπιέρ ξαναζεί στο μέτωπό σου.
Είσαι ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής.
Δεν ξέρω ποια συγγένεια σε συνέδεε, αν είτανε απόγονός σου
ο άλλος μεγάλος Αμερικανός, από το Μοντεβίντεο αυτός,
Ένα μονάχα είναι γνωστό, πως είμαι ο γιος σου.
ΧΟΡΟΣ
σ τ ρ ο φ ή
(entrée de guitares)
Αν η νύχτα, αργή να περάση,
Παρηγόρια μάς στέλνει τις παλιές τις σελήνες,
Αν στου κάμπου τα πλάτη φαντασμάτων σκοτάδια
Λυσικόμους παρθένες μ’ αλυσίδες φορτώνουν,
Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου.
Εις τα σκέλεθρα τ’ άδεια στρατηγών πολεμάρχων
Τρικαντά θα φορέσουν που ποτίστηκαν μ’ αίμα,
Και το κόκκινο χρώμα πούχαν πριν τη θυσία
Θα σκεπάση μ’ αχτίδες της σημαίας το θάμπος.
αντιστροφή
(the love of liberty brought us here)
τ’ άροτρα στων φοινικιών τις ρίζες κι’ ο ήλιος
που λαμπρός ανατέλλει
σε τρόπαι’ ανάμεσα
και πουλιά
και κοντάρια
θ’ αναγγείλη ως εκεί που κυλάει το δάκρυ
και το παίρνει ο αέρας στης
θαλάσσης
τα βάθη
τον φριχτότατον όρκο
το φρικτότερο σκότος
το φριχτό παραμύθι :
L i b e r t a d
επωδός
(χορός ελευθεροτεκτόνων)
Φύγετε μακρυά μας αρές, μη ζυγώσετε πια, corazon,
Απ’ τα λίκνα στ’ αστέρια, απ’ τις μήτρες στα μάτια,
corazon,
Όπου απόγκρημνοι βράχοι και ηφαίστεια και φώκιες,
corazon,
Όπου πρόσωπο σκούρο, και χείλια πλατειά, κι ολόλευκα δόντια,
corazon,
Ας στηθεί ο φαλλός και γιορτή ας αρχίση, με θυσίες ανθρώπων, με χορούς,
corazon,
Μέσ’ σε σάρκας ξεφάντωμα, στων προγόνων τη δόξα,
corazon,
Για να σπείρουν το σπόρο της καινούργιας γενιάς,
corazon.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ:
Μετά την επικράτησιν της νοτιοαμερικανικής επαναστάσεως στήθηκε στ’ Ανάπλι και τη Μονεμβασιά, επί ερημικού λόφου δεσπόζοντος της πόλεως, χάλκινος ανδριάς του Μπολιβάρ. Όμως, καθώς τις νύχτες ο σφοδρός άνεμος που φυσούσε ανατάραζε με βία την ρεντιγκότα του ήρωος, ο προκαλούμενος θόρυβος είτανε τόσο μεγάλος, εκκωφαντικός, που στέκονταν αδύνατο να κλείση κανείς μάτι, δεν μπορούσε να γενή πλέον λόγος για ύπνο. Έτσι οι κάτοικοι εζήτησαν και, διά καταλλήλων ενεργειών, επέτυχαν την καταδάφιση του μνημείου.
ΥΜΝΟΣ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ
(Εδώ ακούγονται μακρυνές μουσικές, που παίζουν μ’ άφθαστη μελαγχολία, νοσταλγικά, λαϊκά τραγούδια και χορούς της Νοτίου Αμερικής, κατά προτίμησιν σε ρυθμό sardane)
Σ τ ρ α τ η γ έ
τ ι ζ η τ ο ύ σ ε ς σ τ η Λ ά ρ ι σ α
σ υ
έ ν α ς
Υ δ ρ α ί ο ς;