Το πρόγραμμα URBANOME, το οποίο έχω την τιμή να συντονίζω, εστιάζει στη μελέτη και αντιμετώπιση του αστικού εκθεσιώματος, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αλληλεπίδραση των κοινωνικών ανισοτήτων με τους περιβαλλοντικούς και συμπεριφορικούς παράγοντες που επηρεάζουν την υγεία και την ευεξία των κατοίκων των πόλεων.
Του Δημοσθένη Σαρηγιάννη*
Ένα από τα βασικότερα ευρήματα του προγράμματος είναι η διαπίστωση ότι οι κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες καθορίζουν σημαντικά την έκθεση των πολιτών σε περιβαλλοντικούς κινδύνους όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση (ιδιαίτερα τα λεπτά αιωρούμενα σωματίδια PM₂.₅ και PM₁₀) και ο θόρυβος. Συγκεκριμένα, οι περιοχές με χαμηλότερο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο είναι αυτές που υφίστανται τη μεγαλύτερη επιβάρυνση σε ρύπανση και θόρυβο. Αντίθετα, οι κεντρικές περιοχές υψηλότερου κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου επιβαρύνονται κυρίως από ηχορύπανση λόγω νυχτερινής διασκέδασης, γεγονός που υπογραμμίζει την πολυπλοκότητα των αστικών προκλήσεων.
Τα αποτελέσματα του URBANOME ανέδειξαν ότι μικρές, στρατηγικές παρεμβάσεις, όπως η μείωση της κυκλοφορίας κατά 10%, μπορούν να οδηγήσουν σε δραστική μείωση της έκθεσης των πολιτών. Συγκεκριμένα, μια τέτοια μείωση στην κυκλοφορία μπορεί να επιφέρει μείωση έως και 28% στα επίπεδα θορύβου και έως 22% στη συγκέντρωση αιωρούμενων σωματιδίων PM. Επιπλέον, η χρήση συστημάτων ανακύκλωσης αέρα και φίλτρων στις καμπίνες των οχημάτων μπορεί να περιορίσει την προσωπική έκθεση έως και 55%, αποτελώντας μια σημαντική προστατευτική στρατηγική για τους κατοίκους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα σχετικά με τη σημασία του τρόπου μετακίνησης. Η χρήση δημόσιων συγκοινωνιών μειώνει την έκθεση, ενώ το ποδήλατο και η μοτοσικλέτα αυξάνουν μεν την πρόσληψη ατμοσφαιρικών ρύπων, ενισχύουν όμως τη φυσική δραστηριότητα, υπογραμμίζοντας την ανάγκη ισορροπημένης προσέγγισης στον αστικό σχεδιασμό.
Επίσης, το URBANOME ανέδειξε την επίδραση της εγγύτητας σε βιομηχανικές ή ρυπασμένες περιοχές στον ανθρώπινο οργανισμό. Οι κάτοικοι τέτοιων περιοχών εμφανίζουν σαφή μεταβολικά αποτυπώματα αυξημένου οξειδωτικού στρες και φλεγμονής, ενώ αντίθετα, όσοι ζουν κοντά σε χώρους πρασίνου έχουν υψηλότερα επίπεδα προστατευτικών αντιφλεγμονωδών ουσιών και νευροδιαβιβαστών που σχετίζονται με τη βελτίωση της διάθεσης και την ενίσχυση της ψυχικής υγείας. Παράλληλα, η διατροφή παίζει καταλυτικό ρόλο, με συγκεκριμένες διατροφικές επιλογές, όπως η κατανάλωση τσαγιού, να μειώνουν τους δείκτες στρες και φλεγμονής, ενώ αντίθετα ο καφές αυξάνει τα λιπίδια και τη χοληστερόλη.
Ένα ακόμη σημαντικό συμπέρασμα αφορά τη συνδυασμένη επίδραση περιβαλλοντικών και συμπεριφορικών παραγόντων. Για παράδειγμα, υψηλή περιβαλλοντική επιβάρυνση σε συνδυασμό με κακή διατροφή πολλαπλασιάζει τα αρνητικά αποτελέσματα στο μεταβολισμό, ενώ η παρουσία πρασίνου και μια διατροφή πλούσια σε θρεπτικά συστατικά μπορούν να δημιουργήσουν αξιοσημείωτες θετικές βιοχημικές και μεταβολικές αλλαγές.
Για την αποτελεσματική μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων στην έκθεση σε περιβαλλοντικούς κινδύνους, το URBANOME προτείνει δέσμες παρεμβάσεων που συνδυάζουν κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, αύξηση πρασίνου και ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, με έμφαση στις περιοχές χαμηλότερου κοινωνικο-οικονομικού επιπέδου. Η ανάπτυξη πλατφόρμας ανάλυσης μεγάλων δεδομένων και chatbot επιτρέπει την άμεση και συνεχή παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας αυτών των παρεμβάσεων, προσφέροντας χρήσιμα εργαλεία σε πολεοδόμους και υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.
Σύμφωνα με την οικονομική ανάλυση του URBANOME, οι προτεινόμενες επενδύσεις σε παρεμβάσεις όπως η αύξηση πρασίνου και η βιώσιμη κινητικότητα αποδίδουν έως και 143 ευρώ για κάθε ευρώ που επενδύεται, δημιουργούν θέσεις εργασίας και συμβάλλουν στη μείωση των εκπομπών CO₂. Επιπλέον, τα αποτελέσματα αυτών των δράσεων είναι ορατά ακόμη και σε διάστημα λίγων μηνών, βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής των πολιτών με μειώσεις σε προβλήματα ύπνου και στην ενόχληση από τη ρύπανση.
Τέλος, οι βιοχημικοί δείκτες που ανέδειξε το URBANOME (π.χ. L-Tyrosine, CoQ10) μπορούν να αξιοποιηθούν για τη διαρκή αξιολόγηση της επίδρασης των πολιτικών αυτών στην υγεία, εξασφαλίζοντας τη διαφάνεια και τη βιωσιμότητα των παρεμβάσεων.
Συνολικά, το URBANOME παρέχει ισχυρά επιστημονικά δεδομένα και εργαλεία για τη δημιουργία υγιέστερων, πιο δίκαιων και βιώσιμων πόλεων, αναδεικνύοντας την ανάγκη προτεραιοποίησης των δράσεων σε περιοχές που πλήττονται περισσότερο από κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες.
*Ο Δημοσθένης Σαρηγιάννης είναι καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ και Προέδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών