Η πολιτική και κοινωνική δυναμική της περιόδου έχει δημιουργήσει ένα κενό αναπαράστασης στον προοδευτικό χώρο, το οποίο παραμένει ανοιχτό και τείνει να αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά.
Του Διονύση Ασημιάδη*
Η εκλογική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ συνοδεύτηκε από οργανική αποδυνάμωση των δεσμών του με κρίσιμα κοινωνικά στρώματα, θεσμική φθορά και προγραμματική αδυναμία επανεπεξεργασίας του ρόλου του σε ένα νέο περιβάλλον. Σε αυτό το πλαίσιο, η απουσία ενός ισχυρού και συνεκτικού πολιτικού υποκειμένου με σαφή στρατηγικό προσανατολισμό και πολιτικό βάθος καθιστά σε φαινόμενα αποσύνθεσης ή απολιτικοποίησης.
Οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις που τοποθετούνται στον ίδιο ιδεολογικό άξονα δεν έχουν έως σήμερα καταφέρει να διαμορφώσουν συνθήκες ηγεμονίας ή σταθερής διεύρυνσης, είτε λόγω προγραμματικής αοριστίας είτε λόγω της εμμονής σε λόγους και μορφές πολιτικής που δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες κοινωνικές συνθέσεις και θεσμικές απαιτήσεις. Η συνθήκη αυτή δημιουργεί μια ρευστή κατάσταση στον ιδεολογικό χώρο της Αριστεράς, στην οποία η απουσία εναλλακτικής πρότασης με συγκροτημένο πολιτικό λόγο και αξιόπιστη οργανωτική υπόσταση ενισχύει το έλλειμμα εκπροσώπησης και πολιτικής εμπιστοσύνης.
Το αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης είναι ένα διαρθρωτικό έλλειμμα πολιτικής εκπροσώπησης, που αφορά κυρίως τις κοινωνικές ομάδες οι οποίες έχουν αποσυνδεθεί από τα παραδοσιακά σχήματα πολιτικής μεσολάβησης, χωρίς ωστόσο να έχουν απολέσει την πολιτική τους συνείδηση. Ενα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος, ιδίως στις ηλικίες 17 μέχρι 34 ετών, εμφανίζει ποσοστά αποχής που υπερβαίνουν το 55%, σύμφωνα με τα στοιχεία των τελευταίων εκλογικών κύκλων της ΕΛΣΤΑΤ και της SingularLogic. Παράλληλα, τα ποσοστά εμπιστοσύνης προς το Κοινοβούλιο, τα κόμματα και τη Δικαιοσύνη καταγράφονται σταθερά κάτω από το 25%, όπως προκύπτει από τις ετήσιες έρευνες του Ευρωβαρόμετρου και του Ιδρύματος Heinrich Böll.
Η εκφρασμένη πολιτική αποστασιοποίηση δεν είναι αποτέλεσμα κοινωνικής αδράνειας ή ατομικής αδιαφορίας, αλλά συνιστά μορφή θεσμικής αποδοκιμασίας. Η απόσυρση της συμμετοχής αποτελεί πολιτική δήλωση μη αναγνώρισης της λειτουργικής επάρκειας του συστήματος εκπροσώπησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η υποχώρηση της εκλογικής συμμετοχής και η κρίση εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς δεν είναι φαινόμενα περιφερειακά, αλλά ενδείξεις συστημικού ελλείμματος δημοκρατικής νομιμοποίησης. Η απορρύθμιση αυτή επιτείνεται όταν οι κοινωνικές ανισότητες διευρύνονται, η εργασιακή ανασφάλεια παγιώνεται και οι μηχανισμοί κοινωνικής κινητικότητας καθίστανται αδρανείς, δημιουργώντας ένα πεδίο έντασης ανάμεσα στις προσδοκίες της κοινωνικής πλειοψηφίας και τις δυνατότητες πολιτικής αντιπροσώπευσης.
Το πολιτικό κενό που έχει διαμορφωθεί δεν δύναται να καλυφθεί με τεχνητές συγκολλήσεις οργανώσεων ή με την ανακύκλωση παρωχημένων αφηγήσεων. Η ιστορική στιγμή απαιτεί τη συγκρότηση ενός λόγου ικανού να απαντά στις σημερινές κοινωνικές, θεσμικές και οικονομικές ανάγκες, με καθαρότητα στόχευσης και προγραμματική συνοχή. Η απλή άρνηση, η διαμαρτυρία και η προσήλωση σε ρητορικές ανασφάλειας δεν συνιστούν επαρκή βάση πολιτικής εκπροσώπησης. Η επόμενη φάση απαιτεί τη μετάβαση σε λειτουργικό σχέδιο διακυβέρνησης, που να ενσωματώνει την αρχή της κοινωνικής ισότητας, την ανάγκη δημοκρατικής θωράκισης των θεσμών, τη μέριμνα για την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους και τη δέσμευση για έναν νέο δημοκρατικό πατριωτισμό. Πρόκειται για αναγκαία προϋπόθεση ώστε η προοδευτική παράταξη να αποκτήσει ρόλο, αξιοπιστία και προοπτική διακυβέρνησης.
Η ανασυγκρότηση της Αριστεράς δεν αποτελεί τεχνικό ή οργανωτικό ζήτημα εσωτερικής αναδιάταξης αλλά πολιτική διαδικασία με στρατηγικό βάθος. Η συγκυρία απαιτεί τη συγκρότηση ηγετικού κέντρου με πολιτική επάρκεια, σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό και τεκμηριωμένη αντίληψη των κοινωνικών και θεσμικών αντιθέσεων. Η παραγωγή πολιτικής πρότασης οφείλει να βασίζεται σε επεξεργασμένο προγραμματικό υλικό, σε εθνικό σχέδιο κοινωνικής ανασυγκρότησης και σε νέο θεσμικό υπόδειγμα διακυβέρνησης που να ενσωματώνει μηχανισμούς διαφάνειας, αποκέντρωσης και κοινωνικού ελέγχου. Η θεσμοθέτηση συλλογικών και συμμετοχικών διαδικασιών, η επανεξέταση της λειτουργίας των κομματικών οργανώσεων με όρους ανοιχτής δημοκρατίας βάσης και η υιοθέτηση σταθερού μοντέλου λογοδοσίας συνιστούν βασικά βήματα εμπέδωσης πολιτικής εμπιστοσύνης. Η επαφή με την κοινωνική πραγματικότητα απαιτεί ενεργή παρουσία στους χώρους παραγωγής, στην αυτοδιοίκηση, στους θεσμούς κοινωνικής αλληλεγγύης, με θετικό αποτύπωμα. Η αναζήτηση του καινούργιου δεν μπορεί να εξαντλείται στη σημειολογία ή στην εναλλαγή προσώπων, αλλά να θεμελιώνεται σε νέα σχέση πολιτικής νομιμοποίησης μεταξύ κοινωνίας και εξουσίας.
Η ευκαιρία αυτή δεν θα παραμείνει ανοιχτή για πολύ. Η Ιστορία δεν περιμένει τους δισταγμούς. Είτε η Αριστερά θα κατορθώσει να μετασχηματιστεί σε μια νέα δύναμη με αξιώσεις εξουσίας, είτε θα δει τον χώρο της να καταλαμβάνεται από επιλογές συντηρητικές, τεχνοκρατικές ή επικίνδυνα δημαγωγικές. Το ερώτημα, πλέον, δεν είναι αν υπάρχει ανάγκη. Το ερώτημα είναι αν υπάρχει βούληση και σχέδιο.
*Υπ. διδάκτορος Πολιτικής Επιστήμης
Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών