Δεν θα πλήξουμε. Το μόνο σίγουρο». Αυτό ήταν το σχόλιο του Νίκου Ανδρουλάκη όταν ρωτήθηκε χτες σε συνέντευξή του, για το ενδεχόμενο επιστροφής του Αλέξη Τσίπρα στην κεντρική πολιτική σκηνή με νέο κόμμα.
«Με όλα αυτά που ακούμε: κόμματα, πρώην πρώθυπουργούς, δεν θα πλήξουμε τον χειμώνα που έρχεται», συμπλήρωσε -χαμογελώντας- ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, μιλώντας στον Action 24, πριν ασκήσει κριτική στον Αλέξη Τσίπρα για τα «πεπραγμένα» επί των δικών του κυβερνητικών ημερών.
Σε πρώτη ανάγνωση ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει δίκιο. Εφόσον οι δύο πρώην πρωθυπουργοί προχωρήσουν στην ίδρυση δύο κομμάτων, ενός στην κεντροαριστερά, κι ενός στην “πατριωτική” (ακρο)δεξιά, θα προκύψουν κλυδωνισμοί σε ένα πολιτικό σύστημα που ούτως ή άλλως βρίσκεται σε μετάβαση.
Η πολιτική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη υφίσταται ρωγμές, όχι επειδή υπάρχει πολιτικός αντίπαλος με εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης που να αποκτά επιρροή στο εκλογικό σώμα, αλλά διότι σωρρεύονται μεταρρυθμιστική κόπωση, σημάδια αλλαζονείας, σωρρεία κοινωνικών προβλημάτων που χρονίζουν, και εκείνη η αναγκαία “λάμψη” ότι κάτι μπορεί να πάει καλύτερα. Οι μετρήσεις, ως προς τα ποιοτικά τους στοιχεία, αποδομούν το ίδιο κυβερνητικό αφήγημα που ποσοτικά εξακολουθεί να διαθέτει αδιατάρρακτη υπεροχή.
Είναι η πρώτη φορά, εδώ και πολλά χρόνια, που είναι τόσο ευδιάκριτο το κενό εκπροσώπησης ενός μεγάλου τμήματος του εκλογικού σώματος, κυρίως στην περιοχή από το κέντρο μέχρι την κεντροαριστερά. Ενώ από την άλλη υπάρχει πληθώρα πολιτικών υποκειμένων στο φάσμα του λεγόμενου αντισυστημισμού, στα δεξιά της Ν.Δ και στον ριζοσπαστικό χώρο, δίχως, όμως, να υπάρχουν προσωπικότητες που μπορούν να εμπνεύσουν ηγεσία στη διακυβέρνηση.
Αυτό προδίδει και την φτώχεια του πολιτικού συστήματος. Κανένα νέο πρόσωπο δεν έχει αναδειχθεί ως ικανό να εκπροσωπήσει αυτή την τάση. Και όσα έχουν εισέλθει στην κεντρική σκηνή μετατρέπονται μόνο σε οχήματα μεταφοράς της απογοήτευσης, δυσαρέσκειας και τιμωρητικής διάθεσης μερίδας των πολιτών, ιδιαίτερα σε μία εποχή που τα σκάνδαλα και οι υποθέσεις που προκαλούν την κοινή γνώμη δημιουργούν ένα τείχος ανάμεσα στην εξουσία και την κοινωνία.
Εάν μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας, κυρίως, να εκπροσωπήσει το κενό μεταξύ κέντρου και κεντροαριστεράς, μένει να φανεί. Θα κριθεί από το πόσο πραγματικά έχει αλλάξει ο ίδιος, πόσο μπορεί να αποκολληθεί από τα στερεότυπα που παρήγαγε, ή τα άφησε να παραχθούν, από το πόσο θα φέρει νέα πρόσωπα στο προσκήνιο και θα σταθεί εφικτό να αρθρώσει εναλλακτικό σχέδιο με αξιοπιστία.
Από την άλλη ο Αντώνης Σαμαράς επιδιώκει να εκπροσωπήσει ένα κενό σε έναν χώρο που έχει πρόσωπα (Βελόπουλος, Λατινοπούλου), αν και περισσότερο επιθυμεί να εκτοξεύει δυσφορία και “εξαλλότητες” παρά να κυβερνήσει. Φυσικά, ούτε ο πρώην πρωθυπουργός μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο, θεωρείται βέβαιο ότι στόχος του είναι να αποστερήσει κάθε πιθανότητα αυτοδυναμίας και τρίτης θητείας από τον πρωθυπουργό. Είναι αυτός επαρκής λόγος για να γίνει επιλογή ψήφου; Όχι, εάν το πολιτικό τοπίο ήταν κανονικό. Δεν είναι.
Θεωρητικά, το μεγαλύτερο κενό θα έπρεπε να το καλύψει το ΠΑΣΟΚ. Οι μετρήσεις δεν δείχνουν ότι κάτι τέτοιο είναι πιθανό, όσο κι αν πιέζεται η κυβέρνηση, και όσο κι αν η αξιωματική αντιπολίτευση επιτυγχάνει μικρές νίκες. Υπάρχει δομικό πρόβλημα, η ηγεσία Ανδρουλάκη αμφισβητείται χωρίς να αμφισβητείται (από πρόσωπα, όμως, που, ούτε ρίσκα αναλαμβάνουν, ούτε κάτι ευκρινώς νέο προβάλλουν).
Εκ των πραγμάτων τα κενά υπάρχουν. Και (κατά το νόμο της Φύσης) θα καλυφθούν. Διότι, κατά βάθος, αυτό που χαριτολογώντας αναφέρει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ: “δεν θα πλήξουμε”, είναι και ο μύχιος πόθος πολλών. Να πλήξουμε!
Δηλαδή, να επιστρέψουμε σε ένα πολιτικό σύστημα σταθερής εναλλαγής στη διακυβέρνηση, ουσιαστικού και δυναμικού ελέγχου της εκάστοτε εξουσίας, φόβος των κυβερνώντων να εκδηλώνουν αλλαζονεία επειδή ο χρόνος τους είναι πεπερασμένος, ή ακόμα και συνεργασίες χώρων με ιδεολογική και πολιτική συνάφεια. Κάτι σαν τον παλαιότερο δικομματισμό, με νέα μορφή, ίσως, με καινούρια και παλαιότερα πρόσωπα, με κάποιο σχέδιο, αλλά και με την αίσθηση της συνέχειας στα βασικά.
Να πλήξουμε, θέλουμε.