Οι θεμελιώδεις ανατροπές, κατά βάση νεοφιλελεύθερης έμπνευσης και περιεχομένου, που συντελέστηκαν στην Ελλάδα, κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, μεταξύ των άλλων, στην αγορά εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, τον χρόνο εργασίας, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τους μισθούς, κ.λ.π. έχουν, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό την αντικατάσταση της συλλογικότητας και της συλλογικής ευθύνης από την εξατομίκευση και την ατομική (Uberisation) εργασιακή ευθύνη.
Έτσι το νεοφιλελεύθερο αυτό εξατομικευμένο πρότυπο οργάνωσης της απασχόλησης, των εργασιακών σχέσεων, του χρόνου εργασίας, των μισθών, του κοινωνικού κράτους, κ.λ.π. λειτουργεί, ουσιαστικά, ως υπεξαίρεση τμήματος του παραγόμενου πλούτου από τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, με την θεσμική συρρίκνωση των εργασιακών, μισθολογικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Στις συνθήκες αυτές δημιουργήθηκαν σταδιακά, μεταξύ άλλων, στην χώρα μας τόσο στη παραγωγική διαδικασία, όσο και στην αναδιανεμητική λειτουργία οι συνθήκες υπονόμευσης της εργασιακής οικονομικής δημοκρατίας, της απασχόλησης, των μισθών, της διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και της επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου, σε όφελος της αύξησης της υπερ-κερδοφορίας, της λιτότητας και της εξυπηρέτησης του χρέους.
Από την άποψη αυτή, το νεοφιλελεύθερο αυτό εργασιακό πρότυπο στην χώρα μας έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της μη σταθερής απασχόλησης και ευέλικτης όλων των μορφών απασχόλησης, την ανασφάλεια της εργασίας, την ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας και γενικότερα την ολιστική απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι παρά τις συνέπειες και την μη επιβεβαίωση των επιχειρημάτων και των προτάσεων πολιτικής των επιχειρήσεων, των διεθνών οργανισμών και των κυβερνήσεων στην Ελλάδα και των άλλων χωρών της Ε.Ε.-27, εντούτοις, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, συνεχίζεται να υποστηρίζεται και να υλοποιείται, κατά τη τρέχουσα δεκαετία, με συγκεκριμένα μέτρα εργασιακής απορρύθμισης ότι η αύξηση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας και η ανάπτυξη θα επιτευχθεί με πολιτικές μείωσης του κόστους εργασίας και όχι με πολιτικές παραγωγικού και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού.
Το περιβάλλον αυτό της απορρυθμοποίσης της αγοράς εργασίας και των εργασιακών σχέσεων από δεκαετία σε δεκαετία στην Ελλάδα, διαμορφούμενο, κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, από τις ασκούμενες κυβερνητικές πολιτικές, αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, μοχλό παρεμπόδισης της αναγκαίας παραγωγικής αναδιάρθρωσης, της ποιότητας των εργασιακών σχέσεων και των οικονομικών και κοινωνικών επιδόσεων της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τους συντελούμενους παραγωγικούς μετασχηματισμούς και τις επιδόσεις άλλων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Τούτων δοθέντων, η αγορά εργασίας και οι εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, σήμερα από τη σταδιακή μείωση του εργατικού δυναμικού, την μερική απασχόληση (9,8%, 2024),την εκτεταμένη, σε ποιότητα και σε ποσότητα, εργασιακή ευελιξία και εξατομίκευση, τους χαμηλούς πραγματικούς μισθούς, το υψηλό επίπεδο της μακροχρόνιας ανεργίας (440.000 άτομα, 54% των ανέργων), την αδυναμία δημιουργίας απασχόλησης με καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας, σε βαθμό που να διευρύνονται τόσο οι ανισότητες και η ευρωπαϊκή εισοδηματική απόκλιση, όσο και οι χαμηλές προσδοκίες για την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού.
Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα από το παραγόμενο προϊόν ανά εργαζόμενο μόλις το 33% αποτελεί την αμοιβή των εργαζομένων όταν ο μέσος όρος των χωρών της Ευρώπης (Ε.Ε.-27) είναι 41%. Στην Βουλγαρία οι εργαζόμενοι αμείβονται με το 35% του παραγόμενου προϊόντος ανά εργαζόμενο, τη στιγμή μάλιστα που οι Έλληνες εργάζονται τις πιο πολλές ώρες (2.000 ώρες) ετησίως ανά εργαζόμενο, πίσω μόνο από την Πολωνία με 2.019 ώρες ανά εργαζόμενο το έτος, με τον μέσο όρο των χωρών της Ευρώπης να είναι στις 1.604 ώρες ετησίως και στην Βουλγαρία ο κάθε εργαζόμενος εργάζεται 1.617 ώρες το έτος (Δάγραμμα).

Πηγή: Eurostat 2024
Στις συνθήκες αυτές, η πρόσφατη (Ιούλιος 2025) νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης « Δίκαιη εργασία για όλους» ακολουθεί τη στρατηγική της απορρύθμισης στην απορρύθμιση της αγοράς και του χρόνου εργασίας αντίστοιχων εργασιακών νομοθετημάτων των μνημονιακών δεκαετιών αλλά και της τρέχουσας δεκαετίας.
Στην κατεύθυνση αυτή, μεταξύ άλλων, προβλέπονται: α) η δυνατότητα 13ωρης ημερήσιας εργασίας σε έναν εργοδότη( από δύο ή και περισσότερους που ίσχυε) υπονομεύοντας την εργασιακή κατάκτηση του 3 (εργασία-ελεύθερος χρόνος- ανάπαυση)x8= 24 ώρες, β) η προώθηση της εκ περιτροπής απασχόλησης με την δυνατότητα υπερωριών και την καταβολή (40%) προσαυξήσεων στο καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, γ) η δυνατότητα τετραήμερης εργασίας για όλο το έτος (από έξι μήνες που ίσχυε) και οι υπολειπόμενες ώρες εργασίας θα συμπληρώνονται μέσα στην εβδομάδα χωρίς την καταβολή υπερωριακής προσαύξησης, δ) η προώθηση fast track προσλήψεων δια μέσου ηλεκτρονικών μέσων για δύο ημέρες εργασίας, ε) η διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε εβδομαδιαία βάση( από εξαμηνιαία βάση που ίσχυε) ανατρέποντας σε πολύ σύντομο χρόνο το πρόγραμμα του εργαζόμενου, στ) η κατανομή της ετήσιας θερινής άδειας του εργαζόμενου παρέχοντας την δυνατότητα σε εργοδότες έντασης παραγωγής την θερινή περίοδο να μην αδειοδοτούνται οι εργαζόμενοι.
Το περιβάλλον αυτό των συνθηκών εντατικοποίησης της εργασιακής και κοινωνικής απορρύθμισης καθώς και της μείωσης του κόστους εργασίας για την βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ότι θα παρεμποδίσει, κατά τις επόμενες δεκαετίες, την εισαγωγή της τεχνο-ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρήσεις για την βελτίωση του επιπέδου της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας με όρους τεχνολογικο-παραγωγικής και εργασιακής ποιότητας, με αποτέλεσμα την διατήρηση της κοινωνικο-οικονομικής και εργασιακής περιθωριοποίησης της σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου