Το ριάλιτι που καταναλώθηκε με βδελυγμία και ποπ κορν. Η Ειρήνη Μουρτζούκου ομολόγησε τέσσερις δολοφονίες παιδιών. Το ήξερες. Το ήξερα. Και γελούσαμε. Σχόλιο της Δέσποινας Τσόκου.
Πριν παραδεχτεί στην ανωμοτί κατάθεσή της ότι ευθύνεται για τον θάνατο τεσσάρων παιδιών, η Ειρήνη Μουρτζούκου ήταν το viral φαινόμενο της σεζόν. Η 25χρονη δεν «περιφερόταν στα κανάλια», όπως διαβάζουμε στον ελληνικό Τύπο τις τελευταίες ημέρες. Καλούνταν ξανά και ξανά από εκπομπές, οι οποίες στήριζαν πάνω της ολόκληρη τη σκαλέτα τους. Την άφηναν να μιλάει, να ξεσπά, να βρίζει, να απειλεί.
Η ίδια, γνωρίζοντας τη «ζήτηση» του προσώπου της, είχε φτάσει – σύμφωνα με πληροφορίες – στο σημείο να ζητά χρήματα για να μιλά σε δημοσιογραφικά μέσα. Το αν κάποιοι της τα έδιναν, παραμένει ερώτημα που κανείς δεν φαίνεται πρόθυμος να απαντήσει δημόσια. Η Μουρτζούκου πάντως έφερνε νούμερα και κλικ. Κάθε εμφάνισή της ήταν ένα καινούργιο περιεχόμενο: λίγο ριάλιτι, λίγο φάρσα, λίγο ταινία τρόμου. Και εμείς παρακολουθούσαμε.
Το ήξερες. Το ήξερα. Και γελούσαμε.
Μέχρι που παραδέχτηκε ότι δολοφόνησε τέσσερα βρέφη. Και τότε, το ίδιο κοινό που γελούσε, εξοργίστηκε. Την έβρισε. Την ξέκοψε. Της ευχήθηκε θάνατο. Λες και την είδε για πρώτη φορά. Λες και δεν ήταν ήδη κάθε μέρα εκεί, μπροστά μας. Αλλά ήταν, σε κοινή θέα. Όχι με τη μορφή ανθρώπου, αλλά με τη μορφή «περιπτώσεως». Η Μουρτζούκου είχε γίνει πρωταγωνίστρια μιας άτυπης σειράς, της οποίας ο τίτλος θα μπορούσε κάλλιστα να είναι «Keeping up with Eirini Mourtzoukou». Η μητέρα της, Πόπη, καθημερινά στα κανάλια. Οι πρώην σύντροφοί της στα παράθυρα. Οι καβγάδες live. Οι δημόσιοι εξευτελισμοί, σε επανάληψη.
Η υπόθεση θυμίζει κάτι παλιό και ξεχασμένο. Τα περίφημα «freak shows» του 19ου αιώνα. Τότε που τσίρκα και θίασοι περιόδευαν την Ευρώπη και την Αμερική εκθέτοντας ανθρώπους ως θεάματα. Γυναίκες με μούσι, νάνους, γίγαντες, ανθρώπους με σπάνιες ασθένειες ή παραμορφώσεις. Τους παρουσίαζαν ως «τέρατα», «μυστήρια της φύσης», «παραδείγματα θεϊκής τιμωρίας». Το κοινό πλήρωνε εισιτήριο για να τους παρατηρήσει, να τρομάξει, να νιώσει λύπη ή αποστροφή, να νιώσει ανώτερο. Ήταν μια τελετουργία κοινωνικής αυτοεπιβεβαίωσης: όσο ο άλλος βρίσκεται στο κλουβί, εγώ βρίσκομαι σε θέση θεατή. Είμαι «κανονικός». Το «freak» δεν είχε βιογραφικό. Είχε ρόλο.
Σήμερα δεν υπάρχουν τέντες και εισιτήρια. Υπάρχουν timelines, Χ-Spaces και τηλεοπτικά πάνελ. Και η Ειρήνη Μουρτζούκου μπορεί να μην ήταν κάποιο «φρικιό», ήταν όμως ένα πρόσωπο του «περιθωρίου», γεμάτο σκοτεινά ξεσπάσματα, αντιφάσεις, θυμό – όλα σε κοινή θέα. Είχε ένα χάος που εξέθετε η ίδια, και οι άλλοι πρόθυμα αναμετέδιδαν. Όσο εξυπηρετούσε αυτό, ήταν χρήσιμη.
Από την τραγωδία των θυμάτων στο δράμα του ενόχου
Η επιθυμία να παρακολουθήσει κανείς τρώγοντας ποπ κορν κάτι φρικιαστικό φαίνεται πως υπερισχύει ακόμη του φυσικού οίκτου που γεννά ο θάνατος παιδιών. Σαν να είναι πιο ενδιαφέρον το «δράμα» του ενόχου από την απώλεια των θυμάτων. Και δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Πριν από λίγα χρόνια, πάλι γίνονταν «πλάκες» σε παρέες, με τις «πληροφορίες» για το τι συνέβαινε πίσω από την κλειδαρότρυπα της υπόθεσης της «μητέρας από την Πάτρα». Με τις καφετζούδες, τις εμμονές της με τον άντρα της, τις σκηνές που αναπαράγονταν ως σενάριο καθημερινής σαπουνόπερας. Και πάλι, μέχρι να σταματήσουμε να γελάμε, ήταν αργά.
Η μεταστροφή στο πώς αντιμετωπίζεται η Μουρτζούκου φάνηκε καθαρά το μεσημέρι της Τετάρτης στο Δικαστικό Μέγαρο Αχαΐας, λίγες ώρες μετά την κατάθεσή της για τους τρεις θανάτους βρεφών από το 2021 έως το 2023 και εκείνον της αδελφής της το 2014. Εκεί, την περίμενε πλήθος που την εξύβρισε. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χρήστες της εύχονται θάνατο. Κάποιοι ζητούν την επαναφορά της θανατικής ποινής στην Ελλάδα. Είναι οι ίδιοι που λίγες μέρες πριν παρακολουθούσαν με «βδελυγμία» αποσπάσματα από τις τηλεοπτικές της συνεντεύξεις. Που σχολίαζαν τα live της στο TikTok. Η παραδοχή της Μουρτζούκου ήρθε να διαλύσει τη «συμφωνία» με το κοινό της.
Αν τα πρόσωπα ήταν άλλα, η ιστορία θα ήταν η ίδια;
Μέσα σε όλη αυτή τη θύελλα, αιωρούνται ερωτήματα. Ποιος δεν έκανε σωστά τη δουλειά του; Ποιοι αγνόησαν σήματα κινδύνου, ποιοι δεν έλεγξαν, ποιοι βολεύτηκαν; Και ακόμα βαθύτερα: ερωτήματα που αγγίζουν κοινωνικές προκαταλήψεις και ανισότητες. Θα είχε αντιδράσει όλο αυτό το διάστημα το φιλοθέαμον κοινό με τον ίδιο τρόπο, αν δεν επρόκειτο για μια γυναίκα στο περιθώριο; Αν δεν υπήρχαν Ρομά στο στενό της περιβάλλον; Αν τα παιδιά της Μουρτζούκου είχαν πατέρα και αυτός ήταν Έλληνας; Αν η ίδια δεν είχε εκφράσει τον σεξουαλικό της προσανατολισμό; Θα είχαν ενσκύψει οι αρχές και οι αρμόδιες υπηρεσίες με την ίδια προσοχή, αν τα πρόσωπα της υπόθεσης προέρχονταν από άλλο κοινωνικό περιβάλλον; Εν τέλει, θα είχαμε κλάψει όλοι πιο νωρίς γι’ αυτά τα παιδιά;
Ερωτήματα για τα οποία δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Αλλά αξίζει να τεθούν.
Ένα είναι σίγουρο. Τώρα δεν γελάμε πια, ε;
Δέσποινα Τσόκου Δημοσιογράφος στην DW και σε ελληνικά ΜΜΕ. Έμφαση σε κοινωνικοπολιτικά και διεθνή θέματα.