Τα πρακτικά του πολυσυζητημένου Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών που έλαβε χώρα στις 6 Ιουλίου 2015, την επομένη του δημοψηφίσματος, ξεκίνησε στις 10:00 το πρωί και ολοκληρώθηκε στις 16:50, εξασφάλισε και δημοσίευσε σε αποκλειστικότητα το in.
Δέκα χρόνια μετά το κρίσιμο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, τα πρακτικά της επόμενης ημέρας από το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών παραμένουν στο επίκεντρο πολιτικής αντιπαράθεσης και νομικών διλημμάτων. Παρά τις επίμονες αιτήσεις για δημοσιοποίησή τους από τον τότε πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και την πρώην πρόεδρο της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου, η Προεδρία της Δημοκρατίας αρνείται να τα αποκαλύψει, επικαλούμενη το άτυπο και απόρρητο χαρακτήρα της σύσκεψης.
Η κρίσιμη σύσκεψη της 6ης Ιουλίου 2015
Την επομένη του δημοψηφίσματος, στις 6 Ιουλίου 2015, συγκλήθηκε στο Προεδρικό Μέγαρο υπό τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών. Η σύσκεψη διήρκεσε σχεδόν επτά ώρες (10:00-16:50), με τη συμμετοχή των αρχηγών των κομμάτων που εκπροσωπούνταν στη Βουλή, εκτός του ΚΚΕ που απείχε. Στόχος ήταν η αποτίμηση του εκκωφαντικού «όχι» του ελληνικού λαού στο δημοψήφισμα και η διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής απέναντι στους δανειστές. Οι διάλογοι ήταν έντονοι, αιχμηροί αλλά και με διάθεση συναίνεσης, όπως αποτυπώνονται στα πολυσέλιδα πρακτικά που φυλάσσονται από τότε στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Το μυστήριο των πρακτικών: Πού βρίσκονται και ποιος τα ελέγχει;
Τα πρακτικά, που περιλαμβάνουν λεπτομερείς απομαγνητοφωνήσεις των τοποθετήσεων και των διαλόγων, δεν συνοδεύονται από ηχητικό αρχείο, γεγονός που αποτελεί εξαίρεση σε σχέση με άλλες παρόμοιες συσκέψεις. Επίσης, αντί να φυλάσσονται σε χρηματοκιβώτιο, βρίσκονταν σε ντουλάπι στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας, γεγονός που έχει προκαλέσει ερωτήματα για την ασφάλεια και τη διαχείρισή τους. Παράλληλα, έχουν υπάρξει πληροφορίες ότι αντίγραφα των πρακτικών βρέθηκαν και σε άλλα χέρια, όπως του πρώην υπουργού Πάνου Καμμένου, ο οποίος είχε απειλήσει να τα δημοσιοποιήσει ο ίδιος.
Πέρα από την ανακοίνωση του Προέδρου της Δημοκρατίας που επιβεβαιώνει την ύπαρξη των πρακτικών από το Συμβούλιο της 6ης Ιουλίου 2015, την ύπαρξη των πρακτικών, που σήμερα βρίσκονται στη διάθεση του in, έχουν ήδη επιβεβαιώσει ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, καθώς επίσης και ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Δημήτρης Κουτσούμπας.
Στα πρακτικά αποτυπώνεται ότι ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να εξασφαλίσει τη συναίνεση των πολιτικών αρχηγών, ενόψει της νέα συνάντησης με τους δανειστές στη Σύνοδο Κορυφής της ευρωζώνης την επόμενη ημέρα.
Με την εξαίρεση του Δημήτρη Κουτσούμπα, που δεν υπέγραψε το κοινό ανακοινωθέν, και παρά τις κριτικές που ασκούν στην τότε κυβέρνηση για όψεις της διαπραγμάτευσης, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, στην πρώτη του μέρα στο τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας ως μεταβατικός πρόεδρος, η εκλιπούσα πλέον Φώφη Γεννηματά, τότε αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ο κυβερνητικός εταίρος και ιδρυτής των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Πάνος Καμμένος και ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, δείχνουν πρόθυμοι να υποστηρίξουν το αίτημα και τη διαπραγματευτική στρατηγική του τότε πρωθυπουργού.
Ο Πάνος Καμμένος δηλώνει ότι αν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας προσέρχονταν στους δανειστές με κοινά αποδεκτή θέση, «κανείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορούσε να αρνηθεί».
Η καταγραφή των πρακτικών εκείνης της ημέρας διακόπτεται μόνο για κατ’ ιδίαν τηλεφωνικές συνομιλίες του Προκόπη Παυλόπουλου με τον τότε Γάλλο Πρόεδρο, Φρανσουά Ολάντ και του Αλέξη Τσίπρα με την Γερμανίδα Καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ και τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, το περιεχόμενο των οποίων δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, καθώς την ώρα που Παυλόπουλος και Τσίπρας ενημερώνουν τους πολιτικούς αρχηγούς για ό,τι ειπώθηκε, ζητείται από τους στενογράφους που κρατούν τα πρακτικά να κλείσουν τα μαγνητόφωνα.
Τι δείχνουν τελικά τα πρακτικά;
Σύμφωνα με τα πρακτικά που δημοσιοποίησε το in.gr, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας ξεκαθάρισε πως το δημοψήφισμα δεν αποτελούσε εντολή ρήξης με τους ευρωπαίους εταίρους, αλλά μια προσπάθεια ενίσχυσης της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας. Η σύσκεψη κατέληξε σε κοινό ανακοινωθέν, εκτός από το ΚΚΕ, που διαφώνησε, ενώ καταγράφηκε η αγωνία και η διάθεση συναίνεσης των πολιτικών αρχηγών για την τύχη της χώρας.
Η διαχείριση και η δημοσιοποίηση των πρακτικών του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών του 2015 παραμένει ένα μείζον ζήτημα για την Προεδρία της Δημοκρατίας και την πολιτική σκηνή της χώρας. Η αδιαφάνεια και η πολιτική αντιπαράθεση γύρω από αυτά τα έγγραφα εγείρουν σημαντικά ερωτήματα για τη διαφάνεια και τη δημοκρατική λογοδοσία σε κρίσιμες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Από την αναδρομή στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, καθίσταται σαφής η διαπραγματευτική στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης και ο ρόλος της αντιπολίτευσης σε αυτή.
Έχοντας στα χέρια του την απόρριψη του τελεσίγραφου των δανειστών μέσω του δημοψηφίσματος από τη μία και τις γέφυρες που έχει ανοίξει η βελτιωτική πρόταση Γιουνκέρ από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να ενισχύσει την ελληνική πρόταση διασφαλίζοντας τη συναίνεση των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων.
Είναι, επίσης, σαφές ότι ο Αλέξης Τσίπρας έρχεται στη σύσκεψη επιμένοντας στη γραμμή ότι το πιο καταστροφικό ενδεχόμενο θα ήταν μια διαδρομή ρήξης με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, μέσα από κάποια παραλλαγή Grexit. Αντιθέτως, αυτό που προτείνει είναι να αξιοποιηθεί η ηχηρή έκφραση της λαϊκής βούλησης στο δημοψήφισμα ώστε να εξασφαλιστεί μια συμφωνία που με τη σειρά της θα διασφάλιζε την παραμονή της Ελλάδας μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και την οριστική έξοδο από την κρίση.
Η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, δηλώνουν πρόθυμοι να υποστηρίξουν την ελληνική κυβέρνηση στις επικείμενες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, αρκεί να μην υπάρχει στο κάδρο καμία ευρωσκεπτικιστική ερμηνεία του δημοψηφίσματος – πράγμα που δηλώνει ρητά εξαρχής ο τότε πρωθυπουργός και το οποίο διασφαλίζεται έτι περαιτέρω από τη στάση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ωστόσο, το πλαίσιο που εισηγείται ο Αλέξης Τσίπρας για οποιαδήποτε συμφωνία είναι σαφές. Χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους και χωρίς εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, θα επαναληφθεί ό,τι γινόταν ήδη για πέντε χρόνια: τα εκάστοτε μέτρα θα αποτυγχάνουν και η ελληνική πλευρά θα είναι συνεχώς αναγκασμένη να προβαίνει σε πρόσθετα, προκειμένου να καλυφθούν οι πάγιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.
Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με την όλη ρητορική ή «μυθολογία» περί «οπίσθιας κυβίστησης» ή «συνθηκολόγησης» στη διαπραγμάτευση. Τα πρακτικά της Σύσκεψης δείχνουν ότι εξαρχής έχει διαμορφωθεί μια σχετικά κοινή τοποθέτηση, ένα είδος «εθνικής γραμμής», που προτάσσει τον σαφή ορίζοντα για το θέμα του χρέους, δηλαδή την αναδιάρθρωση των όρων αποπληρωμής, την εξασφάλιση χρηματοδότησης με κριτήριο τις πραγματικές ανάγκες, την «ημερομηνία λήξης» και κυρίως την αποφυγή μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης (και αντίστοιχα διαρκούς εκβιασμού) με αντικείμενο την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, που τελικά θα διαμόρφωνε διαρκή κηδεμονία.
Είναι, επίσης, σαφές, ότι υπάρχει συναίνεση για την εξασφάλιση χρηματοδότησης, που όλες οι πλευρές κρίνουν αναγκαία. Η θεωρία περί «επιπλέον κόστους» ως αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, που έκτοτε αναπαράχθηκε ενίοτε και με τερατολογικούς υπολογισμούς, δεν βρίσκει βάση στις συζητήσεις των πολιτικών αρχηγών, καθώς η εκτίμηση ότι θα χρειαστεί νέα χρηματοδότηση είναι δεδομένη και πως αυτή δεν μπορεί να είναι η αρχική πρόταση, αλλά κάτι που ταυτόχρονα να καλύπτει ανάγκες και να δίνει προοπτική εξόδου.
Σε αντίθεση με όσα κατά καιρούς γράφτηκαν, το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος κυριαρχεί στη σκέψη όσων συμμετέχουν και μάλιστα ως κάτι που δεν μπορεί παρά να γίνει σεβαστό.
Οι συμμετέχοντες, ακόμη και εάν διαφώνησαν με αυτό ή τοποθετήθηκαν διαφορετικά από τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης ή θεώρησαν διχαστική την επιλογή, εντούτοις αναγνωρίζουν ότι θέτει ένα δεδομένο που δεν μπορεί να προσπεραστεί, αφού αποτυπώνει τη λαϊκή βούληση την οποία και αναγνωρίζουν.
Αντιθέτως, συζητούν μια διαπραγματευτική γραμμή εντός της λαϊκής βούλησης, όπως τουλάχιστον την ορίζουν: δηλαδή ως μια λαϊκή εντολή για καλύτερη συμφωνία, σαφή ορίζοντα εξόδου από τη λιτότητα και οριστική ρύθμιση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο και σίγουρα όχι ως εντολή ρήξης με το ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Δέκα χρόνια μετά από την πιο κρίσιμη καμπή της ελληνικής κρίσης, τα πρακτικά της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών μας δίνουν τη δυνατότητα να δούμε νηφάλια και λεπτομερειακά τη μοναδική στιγμή που συγκροτήθηκε μία εθνική στρατηγική γύρω από την πιο καθοριστική πιθανώς στιγμή της μεταπολιτευτικής Ιστορίας της χώρας.
Προφανώς, ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να αποτιμήσει και να κρίνει τα βήματα και τις επιλογές που έγιναν τότε, υπό το φως και των μεταγενέστερων εξελίξεων, μπορεί να υποστηρίξει ότι υπήρχαν – ή δεν υπήρχαν – εναλλακτικές λύσεις και διαδρομές.
Όμως, η δημοσιοποίηση των πρακτικών επιτρέπει να ανοίξει μια συζήτηση που να πατάει πάνω στο ποια ακριβώς ήταν τα δεδομένα, ποιες οι απτές επιλογές, με βάση έναν πολύ συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων – πρωτίστως στο ευρωπαϊκό επίπεδο -, ποιες ήταν οι πραγματικές θέσεις των πολιτικών δυνάμεων, ποιες οι διαπραγματευτικές γραμμές. Και σε αυτή τη βάση να επιτρέψει μια ουσιαστική – και αναγκαστικά αυστηρή – ιστορική αποτίμηση, απαλλαγμένη, όμως, από το βάρος μυθολογιών και «ιστορικών κατασκευών» που ακόμη ταλανίζουν τον πολιτικό βίο της χώρας.
Πολιτική αντιπαράθεση και νομικές διαστάσεις
Ο Αλέξης Τσίπρας, που είχε ζητήσει επίσημα τη δημοσιοποίηση των πρακτικών, δέχθηκε αρνητική απάντηση από τον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τασούλα. Η επίσημη αιτιολογία ήταν ότι το Συμβούλιο αποτελεί άτυπο όργανο χωρίς συνταγματική κατοχύρωση και ότι τα πρακτικά θεωρούνται απόρρητα λόγω των εθνικών θεμάτων που θίγουν. Ωστόσο, νομικές πηγές επισημαίνουν ότι δεν υφίσταται νομοθετική πρόβλεψη που να επιβάλλει απόρρητο στα πρακτικά, αφήνοντας την απόφαση στη διακριτική ευχέρεια του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας.
Η άρνηση αυτή έχει προκαλέσει έντονη πολιτική κόντρα, με τον ΣΥΡΙΖΑ να κατηγορεί την κυβέρνηση και την Προεδρία για σκοπιμότητες και προσπάθεια συγκάλυψης της αλήθειας. Παράλληλα, η πρώην πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου ζητά επίμονα τη δημοσιοποίηση των πρακτικών από το 2015, χωρίς όμως να έχει εισακουστεί.
Με πληροφορίες: in.gr