Πριν από λίγες ημέρες διέρρευσε μια πρόταση συμβούλων της γαλλικής κυβέρνησης να αυξηθεί η ηλικία συνταξιοδότησης από τα 64 στα 66 έτη. Η πρόταση αυτή θα έπρεπε να έχει τίτλο «Μια διατύπωση του απολύτως προφανούς». Το συνταξιοδοτικό σύστημα της Γαλλίας πληρώνει περισσότερα απ’ όσα εισπράττει και είναι καταδικασμένο να καταρρεύσει μέχρι το 2045. Η αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης δεν είναι ένα απλό μέτρο, είναι μια μαθηματική και λογική ανάγκη.
Του Μάθιου Σιέντ*
Πώς έγινε λοιπόν δεκτή αυτή η πρόταση; Με αποτροπιασμό. Πώς τολμούν να επιτίθενται στον εργαζόμενο λαό; Απαιτούμε γενναιόδωρες συντάξεις και συνταξιοδότηση νωρίς!
Στη βάση της δυτικής αντίληψης για τον κόσμο βρίσκεται η αρχή ότι το εκλογικό σώμα είναι ευφυές. Το ότι η ψήφος της κοινωνίας συνιστά καλύτερη απόφαση από εκείνες των ολιγαρχιών ή των δικτατοριών είναι τόσο εμπεδωμένο στη συνείδησή μας, ώστε σπανίως το αμφισβητούμε. Η έννοια της «σοφίας του πλήθους» συνδέεται με τους αρχαίους Έλληνες και αναπτύχθηκε από τον Μαρκήσιο ντε Κοντορσέ. Στα νεανικά μου χρόνια, η λαϊκή βούληση ήταν συνώνυμη με την αλήθεια.
Το παράδειγμα της Γαλλίας, όμως, δείχνει ότι είναι ώρα να αναθεωρήσουμε την αντίληψή μας για το τι σημαίνει η δημοκρατία και πώς λειτουργεί, τουλάχιστον στην περίεργη εποχή στην οποία ζούμε. Οι όροι «δεξιός» και «αριστερός», ή «γκωλικός» και «σοσιαλιστής», δεν έχουν μεγάλη σημασία σε μια χώρα που έχει ελλείμματα εδώ και πάνω από μισό αιώνα και θα ανακαλύψει το πρόβλημα όταν ξεσπάσει η αναπόφευκτη κρίση των ομολόγων, με συνέπειες όχι μόνο για τη Γαλλία, αλλά και για την ΕΕ και ολόκληρο τον κόσμο.
Σε ανάλογη κατάσταση βρίσκεται και η Βρετανία. Κάθε φορά που ο Κιρ Στάρμερ επιδιώκει να περικόψει κοινωνικές δαπάνες, αντιμετωπίζει μεγάλες αντιδράσεις. Θα ήταν εύκολο να τον κατηγορήσουμε για υποχωρητικότητα, η αλήθεια όμως είναι ότι αν παρέμενε στις απόψεις του θα έχανε την ψηφοφορία στο κοινοβούλιο και, πιθανότατα, την αρχηγία του κόμματός του.
Θυμηθείτε τι έγινε όταν ο Εμανουέλ Μακρόν αύξησε το 2023 την ηλικία συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη. Η Γαλλία ξεσηκώθηκε, εκείνος αναγκάστηκε να περάσει τα μέτρα με προεδρικό διάταγμα, έγιναν διαδηλώσεις για μήνες και τα δύο μεγάλα κόμματα της αντιπολίτευσης υποσχέθηκαν ότι, αν αναλάβουν την εξουσία, θα μειώσουν και πάλι την ηλικία συνταξιοδότησης στα 62 έτη. Τόσο ο Εθνικός Συνασπισμός όσο και η Ανυπότακτη Γαλλία λένε στον πληθυσμό αυτό που θέλει να ακούσει, ότι 2 και 2 κάνει 5 κι ότι μπορεί η χώρα να δαπανά επ’ άπειρον περισσότερα απ’ όσα παράγει.
Mήπως πρέπει να δεχθούμε ότι οι δημοκρατίες έχουν χάσει την επαφή τους με την εμπειρική πραγματικότητα; Κοροϊδεύουμε τις θεωρίες συνωμοσίας που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο, αλλά πόσο συχνά ελκόμαστε κι εμείς από αυτές; Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μεγάλες πλειοψηφίες έχουν προτιμήσεις που απλώς δεν είναι ρεαλιστικές: θέλουμε υψηλότερες δαπάνες αλλά χαμηλότερους φόρους, περισσότερα σπίτια αλλά όχι στην αυλή μας, φτηνούς νοσηλευτές αλλά όχι μετανάστευση χαμηλής ειδίκευσης, νέες δομές αλλά και το δικαίωμα να ασκούμε βέτο σ’ αυτές.
Την περασμένη εβδομάδα ξαναδιάβασα το κλασικό παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν «Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα». Πραγματεύεται πολλά, αλλά το κεντρικό ερώτημα είναι το εξής: πώς μπορεί κάποιος χωρίς εξουσία να πει την αλήθεια σε έναν παραπλανημένο αυτοκράτορα; Ο τελευταίος είναι πεισμένος ότι φοράει φανταχτερά αλλά αόρατα ρούχα και πολλοί από τους υπηκόους του το πιστεύουν και οι ίδιοι. Το ίδιο ισχύει και με τη δημοκρατία. Ο λαός είναι κυρίαρχος. Οι πολιτικοί μπορούν να φτάνουν στην εξουσία μόνο κολακεύοντας τον λαό. Κάθε προεκλογικό μανιφέστο, έτσι, είναι ένα μάτσο ψέματα, το ισοδύναμο επίδοξων ηγετών που επαινούν τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα. Δεν θα επιβληθούν νέοι φόροι στους εργαζόμενους, είπε ο Στάρμερ. Θα αυξηθούν οι συντάξεις. Σε μια εποχή που οι πληρωμές των τόκων του χρέους είναι σχεδόν διπλάσιες των δαπανών για την άμυνα, αυτό ισοδυναμεί με το να επευφημείς έναν τύπο που τριγυρνάει στους δρόμους γυμνός.
Η μόνη ελπίδα είναι πολιτικοί, ειδικοί και ενεργοί ψηφοφόροι να μιλήσουν ανοιχτά για τις ρίζες της κρίσης της δημοκρατίας. Παραμύθια δεν υπάρχουν, οι κρατικές επιχορηγήσεις δεν μπορεί να αυξάνονται ταχύτερα από την ανάπτυξη, δύο και δύο δεν κάνει σε καμιά περίπτωση πέντε.
(*) O Μάθιου Σιέντ είναι αρθρογράφος των Sunday Times