Στην Ελλάδα του 2025, το αφήγημα «θα επιστραφούν όλα τα χρήματα» επιστρατεύεται κάθε φορά που ξεσπά ένα σκάνδαλο διαφθοράς. Το ίδιο ακούγεται και σήμερα, στον απόηχο των αποκαλύψεων για τον ΟΠΕΚΕΠΕ: Παράνομες επιδοτήσεις, πλασματικά δικαιώματα, δίκτυα διαπλοκής με θεσμική κάλυψη και σιωπηρή συνενοχή. Αλλά, τι σημαίνει στην πράξη αυτό το «θα τα πάρουμε πίσω»;
Του Ανατρεπτικού
Η εμπειρία του παρελθόντος προσφέρει ένα σκληρό μάθημα: η επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθέντων χρημάτων είναι θεσμικά σωστή ως στόχος, αλλά εξαιρετικά δύσκολη στην υλοποίησή της. Η γραφειοκρατία, οι νομικοί δαίδαλοι, η έλλειψη πραγματικής πολιτικής βούλησης και –κυρίως– η εξαφάνιση των χρημάτων καθιστούν την υπόσχεση επιστροφής περισσότερο μια συμβολική δήλωση παρά μια ρεαλιστική προοπτική.
Από την Τράπεζα Κρήτης στα χωράφια του ΟΠΕΚΕΠΕ
Το σχόλιο έμπειρου στελέχους που συμμετείχε στις προσπάθειες ανάκτησης κεφαλαίων μετά το σκάνδαλο Κοσκωτά στα τέλη της δεκαετίας του ’80 είναι αποκαλυπτικό: από τα 32 δισ. δραχμές που επιδιώχθηκε να επιστραφούν, η διαδικασία τελικά όχι απλώς δεν τελεσφόρησε αλλά επιβάρυνε αλλά έγινε μπούμερανγκ για τον διοικητή της Τράπεζας Κρήτης – όχι τους εμπλεκόμενους απατεώνες. Οι νομικές δαπάνες κρίθηκαν «υπερβολικές» από τη Δικαιοσύνη, παρότι είχαν εγκριθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος. Το αποτέλεσμα ήταν μια πλήρης αντιστροφή ρόλων: εκείνοι που επιχείρησαν να φέρουν πίσω τα χρήματα, κατηγορήθηκαν, ενώ οι πραγματικοί υπεύθυνοι χάθηκαν στο θολό τοπίο των καθυστερήσεων, των αμφισβητήσεων και των προσχημάτων. Είναι ζήτημα αν ανακτήθηκαν μερικές δεκάδες εκατομμύρια!
Χρήματα που «δεν υπάρχουν πια»
Στην περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ –όπως και σε άλλες υποθέσεις διασπάθισης δημοσίου χρήματος– το ζήτημα δεν είναι μόνο ποιοι εισέπραξαν τις επιδοτήσεις, αλλά πού βρίσκονται αυτά τα χρήματα σήμερα. Πολλοί δικαιούχοι τα έχουν ήδη καταναλώσει ή χρησιμοποιήσει για την κάλυψη υποχρεώσεων. Άλλοι τα έχουν μετατρέψει σε περιουσιακά στοιχεία, που σήμερα είναι δύσκολο να εντοπιστούν ή να δεσμευτούν. Η διεκδίκηση τους προϋποθέτει μακροχρόνιες και δαπανηρές νομικές διαδικασίες: αγωγές, κατασχέσεις, τελεσίδικες αποφάσεις, ενστάσεις, ενδεχομένως και διεθνείς νομικές έρευνες.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο όταν προστίθενται οι πολιτικές και θεσμικές ανεπάρκειες. Στη σημερινή Ελλάδα, η Δικαιοσύνη κινείται με αργούς ρυθμούς, οι διοικητικοί μηχανισμοί λειτουργούν αμυντικά, και η πολιτική τάξη συχνά ενδιαφέρεται περισσότερο για τη διαχείριση των εντυπώσεων παρά για τη διασφάλιση της λογοδοσίας.
Η παρηγοριά της επιστροφής – και η απουσία πραγματικής τιμωρίας
Η υπόσχεση ότι «το κράτος θα πάρει πίσω τα χρήματα» λειτουργεί ως καταπραϋντικό. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση αποκατάστασης της δικαιοσύνης, περιορίζει τη δημόσια οργή και επιτρέπει στην κυβέρνηση να ελέγξει τη ζημιά. Όμως, οι πολίτες έχουν κάθε λόγο να είναι δύσπιστοι. Γιατί όταν η διαδικασία της ανάκτησης αποδεικνύεται πιο δύσκολη από την ίδια τη λεηλασία, τότε το σύστημα αποτυγχάνει όχι μόνο στη διαφάνεια, αλλά και στη στοιχειώδη απονομή δικαίου.
Η πραγματική πρόκληση: πρόληψη και θεσμικό ανάχωμα
Η ουσιαστική απάντηση στο πρόβλημα των παράνομων επιδοτήσεων δεν είναι μόνο η τιμωρία ή η επιστροφή. Είναι η πρόληψη. Ένα διαφανές και αξιόπιστο πλαίσιο διαχείρισης πόρων, η διασταύρωση στοιχείων σε πραγματικό χρόνο, η ουσιαστική ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών και –κυρίως– η απεξάρτηση του κρατικού μηχανισμού από πελατειακές σχέσεις.
Όσο το κράτος δεν μπορεί να αποτρέψει τη χορήγηση παράνομων επιδοτήσεων, τόσο η προσδοκία ότι θα τις πάρει πίσω είναι απλώς ένα πολιτικό κατασκεύασμα χωρίς αντίκρισμα. Και όσο οι πρωταγωνιστές των σκανδάλων παραμένουν στο απυρόβλητο, η έννοια της δικαιοσύνης θα εξακολουθεί να φαντάζει ως μια πολυτέλεια για λίγους – όχι ως κεκτημένο μιας δημοκρατικής κοινωνίας.