Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, εξέφρασε σήμερα την ανησυχία ότι ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν μπορεί να επιδιώκει εδαφικές επεκτάσεις πέρα από τα σύνορα της Ουκρανίας. Η δήλωση αυτή έγινε σε συνέντευξη Τύπου μετά τη συμμετοχή του Τραμπ στην ετήσια σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Χάγη.
Σε τηλεφωνική συνομιλία με τον Πούτιν, ο Τραμπ ανέφερε ότι του ζήτησε να τον βοηθήσει να καταλήξουν σε μια συμφωνία που θα τερματίζει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Παράλληλα, χαρακτήρισε τον Ρώσο ηγέτη «παρεξηγημένο και μπερδεμένο», εκφράζοντας την εκτίμηση ότι επιθυμεί να βγει από τη σύγκρουση, αν και η κατάσταση παραμένει περίπλοκη.
Στο περιθώριο της συνόδου, ο Τραμπ συναντήθηκε με τον πρόεδρο της Ουκρανίας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος επιδιώκει την ενίσχυση της στρατιωτικής βοήθειας από τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων αντιαεροπορικών συστημάτων Patriot, καθώς και την αύξηση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Ο Τραμπ δήλωσε ότι ο Ζελένσκι θέλει να τερματιστεί ο πόλεμος και χαρακτήρισε τη συνάντησή τους εποικοδομητική, αν και δεν συζητήθηκαν συγκεκριμένα ζητήματα κατάπαυσης του πυρός.
Ο Τραμπ επανέλαβε ότι σχεδιάζει να συνομιλήσει σύντομα με τον Πούτιν, με στόχο την επίτευξη ειρήνης. Ωστόσο, η αμερικανική στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία, που εγκρίθηκε επί προεδρίας Μπάιντεν, πρόκειται να λήξει το καλοκαίρι, και ο Τραμπ έχει δηλώσει πως δεν σκοπεύει να την ανανεώσει.
Η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ επικεντρώθηκε επίσης στην αύξηση των αμυντικών δαπανών των μελών έως το 5% του ΑΕΠ μέχρι το 2035, επιβεβαιώνοντας τη δέσμευση της Συμμαχίας για υποστήριξη της Ουκρανίας. Ωστόσο, η ανακοίνωση απέφυγε να καταδικάσει ρητά τη ρωσική εισβολή, προκαλώντας συζητήσεις για ενδεχόμενη μετριοπάθεια έναντι της Μόσχας.
Η πολυπλοκότητα της κατάστασης και οι διαφορετικές προσεγγίσεις των ηγετών υπογραμμίζουν τις προκλήσεις στην επίτευξη ειρήνης, ενώ οι συγκρούσεις και οι απώλειες αμάχων συνεχίζονται στην περιοχή. Οι δηλώσεις και οι επαφές του Τραμπ αναδεικνύουν τη σημασία της διπλωματίας και των διεθνών συμμαχιών στην προσπάθεια επίλυσης της κρίσης, αλλά και τις ανησυχίες για τις ευρύτερες γεωπολιτικές επιδιώξεις της Ρωσίας.