Δύο πρόσφατες αποφάσεις του Εκλογοδικείου και του Συμβουλίου της Επικρατείας προκαλούν, σύμφωνα με την Ιφιγένεια Καμτσίδου, ισχυρούς τριγμούς στη συνταγματική νομιμότητα και τον ίδιο τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ προειδοποιεί για μια επικίνδυνη στροφή: τα δικαστήρια, παραμερίζοντας βασικές εγγυήσεις της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας, διευρύνουν την εξουσία τους σε βάρος της λαϊκής κυριαρχίας και της συνταγματικής τάξης.
Της Ιφιγένειας Καμτσίδου*
Μέσα σε λίγες μέρες, δυο αποφάσεις ανώτατων δικαστηρίων επέφεραν σοβαρά πλήγματα στο Σύνταγμα και την δημοκρατία. Κατά μια περίεργη σύμπτωση, το Εκλογοδικείο και το ΣτΕ αποφάνθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα για δυο διαφορετικές υποθέσεις, που καθεμιά τους, όμως, συνδέεται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Και στις δυο περιπτώσεις, η δικαστική κρίση δημιούργησε ισχυρές εντάσεις με συνταγματικούς κανόνες, το νόημα των οποίων είτε συρρικνώθηκε είτε παραφθάρηκε ουσιαστικά.
Τα Δικαστήρια παραμέρισαν πλήρως εγγυήσεις της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας, ενισχύοντας την καταρράκωση του Συντάγματος σε μια περίοδο, που ο σεβασμός του υπονομεύεται τόσο από τις επεκτατικές κανονιστικές παρεμβάσεις της ΕΕ, όσο και από τις πολιτικές βλέψεις μιας όλο και πιο ισχυρής κοινωνικο-οικονομικής ολιγαρχίας. Το Σύνταγμα αναχωρεί από την έννομη τάξη και η ρύθμιση των πολιτικών σχέσεων και της κοινωνικής συμβίωσης γίνεται υπόθεση του παντοδύναμου Πρωθυπουργού ή/και των ανώτατων δικαστηρίων.
Το ΑΕΔ, δικάζοντας ως Εκλογοδικείο, έκανε δεκτές τις Ενστάσεις κατά του κύρους των εκλογών σε 2 εκλογικές περιφέρειες και κήρυξε έκπτωτους 3 βουλευτές του κόμματος των Σπαρτιατών. Η κρίση του θεμελιώθηκε στην παραδοχή, ότι στις βουλευτικές εκλογές του 2023 υπήρξε εξαπάτηση του εκλογικού σώματος, επειδή το κόμμα τους είχε υποκρυπτόμενο αρχηγό τον καταδικασμένο για εγκληματική οργάνωση Ηλ. Κασιδιάρη. Τούτη ήταν η παράβαση του δικαίου σχετικά με την ενέργεια των εκλογών, που οδήγησε στην έκπτωσή τους.
Ας μην ασχοληθούμε με το ζήτημα, ότι το αρμόδιο Ποινικό Εφετείο πριν από περίπου ένα μήνα απάλλαξε τους ίδιους βουλευτές από την συγκεκριμένη κατηγορία με το σκεπτικό ότι «δεν αποδείχθηκε από κανένα στοιχείο παραπλάνηση κάποιου εκλογέα, δεν υπάρχουν στοιχεία εκλογέων ή έστω ο αριθμός των εκλογέων που υποτίθεται εξαπατήθηκαν».
Ας παρακάμψουμε το ερώτημα πως πρόσωπα τα οποία ανακηρύχθηκαν υποψήφιοι με απόφαση του αρμόδιου σχηματισμού του Αρείου Πάγου, που ενέκρινε την συμμετοχή τους στις εκλογές μέσω των συνδυασμών ενός κόμματος με πασίγνωστα πολιτικά χαρακτηριστικά, διέπραξαν εκλογική παράβαση επειδή απευθύνθηκαν στους εκλογείς ως μέλη του κόμματός τους. Και ας επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε την ερμηνευτική προσέγγιση του Εκλογοδικείου, έτσι όπως αυτή αναπαράγεται στα ΜΜΕ.
Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το ΑΕΔ είναι επιφορτισμένο από το Σύνταγμα να εξετάσει όχι αν υπήρξε γενικά κάποια παρατυπία ή παρανομία στην διάρκεια της εκλογικής διαδικασίας. Δικαιούται και νομιμοποιείται να αποφανθεί αν οι περιοριστικά προβλεπόμενες από το Σύνταγμα πλημμέλειες αλλοίωσαν τον ελεύθερο και ανόθευτο χαρακτήρα των εκλογών. Συγκεκριμένα το άρθρο 58 Συντ. προβλέπει ότι «O έλεγχος και η εκδίκαση των βουλευτικών εκλογών, κατά του κύρους των οποίων ασκούνται ενστάσεις που αναφέρονται είτε σε εκλογικές παραβάσεις σχετικές με την ενέργεια των εκλογών είτε σε έλλειψη των νόμιμων προσόντων, ανατίθεται στο Aνώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100.»
Τούτο σημαίνει, όπως η πάγια νομολογία του ΑΕΔ από το 1982 επιβεβαιώνει, ότι δεν αρκεί να διαπιστωθεί πως τελέστηκε κάποια παράνομη πράξη. Θα πρέπει το Δικαστήριο να εξακριβώσει, ότι η επιρροή της στην βούληση των εκλογέων έλαβε τέτοια έκταση, ώστε να δημιουργούνται αμφιβολίες ως προς το αν το συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο χωρίς την παράνομη συμπεριφορά που μεσολάβησε.
Αν, λοιπόν, υποθέσουμε, ότι παρά την αντίθετη απόφαση του αρμόδιου Τμήματος του ΑΠ η συμμετοχή των Σπαρτιατών στις εκλογές ήταν παράνομη, μπορούμε να υποστηρίξουμε πειστικά, ότι θεμελιώνεται αμφιβολία για το αποτέλεσμα της αναμέτρησης; Υπάρχουν έστω κάποιες ενδείξεις, ότι οι εκλογείς εξαπατήθηκαν από την εμφάνιση του κ. Στίγκα ως επικεφαλής του κόμματος ενώ “πραγματικός αρχηγός” – επικεφαλής του κόμματος ήταν ο καταδικασμένος για διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης Η. Κασιδιάρης; Ότι γι’αυτό τον λόγο διαμόρφωσαν το πολιτικό τους φρόνημα, ενώ διαφορετικά θα στρέφονταν σε άλλη πολιτική δύναμη, ώστε το συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα να ήταν διαφορετικό;
Από τα μέχρι σήμερα δημοσιεύματα προκύπτει, ότι το κρίσιμο αυτό θέμα δεν απασχόλησε τους ανώτατους δικαστές, που συρρίκνωσαν τις συνταγματικά προβλεπόμενες προϋποθέσεις για την ακύρωση της εκλογής και συνάμα διεύρυναν την εξουσία τους. Πραγματοποίησαν ερμηνευτικό άλμα, μετατρεπόμενοι σε κηδεμόνες του εκλογικού σώματος.
Παρακάμπτοντας τον κανόνα που επιτάσσει, η δικαστική αναίρεση των εκλογικών αποτελεσμάτων να χωρεί μόνον εφόσον δεν διασφαλίστηκε η γνησιότητά των επιλογών του λαού, το Εκλογοδικείο αναγνώρισε στον εαυτό του τον ρόλο του επιδιαιτητή της πολιτικής αντιπαράθεσης. Με τον ορθό σκοπό να στιγματίσει την απεχθή και επικίνδυνη για το πολίτευμα ιδεολογία του ναζισμού, επέλεξε ένα άστοχο μέσο με σοβαρές παρενέργειες: Στέρησε έτσι από την δημοκρατία μας τον ανεκτικό της χαρακτήρα και ξύπνησε το φάντασμα του κράτους των δικαστών στην χώρα.
Η απόφαση του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία κρίνεται συνταγματικός ο νόμος για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, χαράζει ένα επικίνδυνο μονοπάτι. Το Ανώτατο Ακυρωτικό παραμέρισε την πιο σαφή και αδιάστικτη ρύθμιση του Συντάγματος, που στο άρθρο 16 ορίζει, ότι «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση… H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται.»
Αυτή την κατηγορηματική επιταγή για τον δημόσιο χαρακτήρα των πανεπιστημίων, καθώς και την απόλυτη απαγόρευση ίδρυσης ανώτατων σχολών από ιδιώτες, οι δικαστές τις μετέτρεψαν σε ένα επιτρεπτικό πλαίσιο που μπορεί να υποδεχτεί τους πολιτικούς σχεδιασμούς της εκάστοτε κυβέρνησης. Εξουθενώνοντας το Σύνταγμα, όμως, κατέλυσαν ένα πυλώνα του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Πραγματικά, ο δημόσιος χαρακτήρας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης δεν είναι απλώς μια ιδιοτροπία ή μια συγκυριακή επιλογή του συντακτικού νομοθέτη του 1975. Συμπυκνώνει το πρόταγμα εξυπηρέτησης ενός σπουδαίου κοινωνικού συμφέροντος, δηλαδή η πανεπιστημιακή εκπαίδευση και έρευνα να υλοποιούνται σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και όχι της αγοράς.
Ιδιαίτερα στην εποχή μας, όπου η γνώση είναι η κυριότερη παράμετρος για την επιδίωξη των ωφελημάτων, αλλά και για την πρόσβαση στην εξουσία, η ανεξαρτησία των ακαδημαϊκών λειτουργιών προβάλλει ως εγγύηση της ισότητας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Η νομική μορφή των ΑΕΙ ως ν.π.δ.δ, και η συνταγματική κατοχύρωση της αυτοδιοίκησής τους προστατεύουν την ακαδημαϊκή ελευθερία και ανεξαρτησία, είναι οι νομικοί όροι που εξασφαλίζουν ότι οι νέοι και νέες έχουν ισότιμη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και ότι εκεί εξελίσσονται σε επιστήμονες με βάση τα διδάγματα της οικείας επιστήμης και τα πορίσματα της διαρκώς εξελισσόμενης έρευνας και όχι σύμφωνα με τις στοχεύσεις της κυβέρνησης, του υπουργού ή των οικονομικά ισχυρών . Είναι οι εγγυήσεις μιας σφαίρας όπου De omnibus dubitandum est, ώστε να προάγεται η γνώση και να κατακτούνται οι προύποθέσεις της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας.
Με την απόφασή του το ΣτΕ άνοιξε τον δρόμο για να αποκοπεί η μετάδοση της γνώσης από την έρευνα, που στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, αν διενεργείται, είναι πιθανότατο να υλοποιείται στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των συμφερόντων της ιδιοκτησίας του πανεπιστημίου και των χορηγών της. Η υποβάθμιση του επιπέδου γνώσεων που θα πιστοποιούν τα πτυχία δεν αφορά μόνο τους αποφοίτους, αλλά ιδίως την κοινωνία που θα προσφεύγει στις υπηρεσίες τους. Τα γνωσιακά εφόδια των γιατρών, των δικηγόρων, των μηχανικών, των δασκάλων και των καθηγητών είναι πρόβλημα που αφορά άμεσα όλο το κοινωνικό σύνολο, το οποίο η δικαστική εξουσία αφήνει απροστάτευτο. Επιτρέποντας την εμπορευματοποίηση της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης και έρευνας, το ΣτΕ δεν εξουδετέρωσε απλώς το Σύνταγμα. Επέφερε πλήγμα στο πολίτευμα, περιστέλλοντας δραστικά τον χώρο διαμόρφωσης των ελεύθερα σκεπτόμενων πολιτών του και στερώντας από την χώρα την βασική συνθήκη διεκδίκησης της προόδου και μιας δίκαιης ευημερίας.
*Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.
Διευθύντρια του ΠΜΣ «Δημόσιο Δίκαιο και Πολιτική Επιστήμη», Α.Π.Θ.
Συν-Διευθύντρια του ΠΜΣ «Ευρωπαϊκό και συγκριτικό κοινωνικό δίκαιο», Α.Π.Θ. – Πανεπιστήμιο της Τουλούζης – Capitole