Σε μια περίοδο όπου η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας μοιάζει αδιαμφισβήτητη και ο χώρος της (κεντρο)Αριστεράς παραμένει κατακερματισμένος, το άρθρο του Κώστα Ελευθερίου εξετάζει τα όρια, τα εμπόδια και τις πολιτικές ασυμβατότητες που εμποδίζουν τη διαμόρφωση μιας ισχυρής, εναλλακτικής προοδευτικής πρότασης στην Ελλάδα.
Μέσα από μια αναλυτική προσέγγιση των στρατηγικών, προγραμματικών και ηγετικών αδυναμιών των κομμάτων του χώρου, ο Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης ΔΠΘ και Συντονιστής Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, θέτει το ερώτημα: μπορεί να υπάρξει σύγκλιση και ποιος θα ηγηθεί μιας ενωτικής προσπάθειας, ή θα συνεχιστεί η πολυδιάσπαση που υπονομεύει τη δημοκρατική λειτουργία της αντιπολίτευσης;
Ποιος θα ενώσει την (κεντρο)Αριστερά; Όρια, εμπόδια και πολιτικές ασυμβατότητες
Του Κώστα Ελευθερίου*
Στην Ελλάδα φαίνεται πως πλέον επικρατεί το σύστημα του κυρίαρχου κόμματος, το οποίο συνεπάγεται την ύπαρξη ενός ισχυρού, πλειοψηφικού κυβερνώντος κόμματος και τον κατακερματισμό στον χώρο των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Ένα από τα στοιχεία που προσδιορίζουν το εν λόγω σύστημα είναι ότι το ποσοστό του πρώτου κόμματος είναι διπλάσιο από αυτό του δεύτερου, κάτι που σημαίνει ότι δεν υπάρχει, επί της ουσίας, ισχυρή αξιωματική αντιπολίτευση. Η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2023, όπου ηττήθηκε με διαφορά 23 ποσοστιαίων μονάδων από τη Νέα Δημοκρατία και η στασιμότητά του στις ευρωεκλογές του 2024 – όπου παρέμεινε με μισή επιρροή σε σχέση με τη ΝΔ και παρά την υποχώρηση της τελευταίας – σηματοδοτούν, στην πραγματικότητα, την αποδιάρθρωση του (κεντρο)αριστερού πόλου του κομματικού ανταγωνισμού, ο οποίος υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να λειτουργεί ως εναλλακτική απέναντι στην κυβέρνηση. Η συνθήκη της κυριαρχίας της ΝΔ φαίνεται πως διατηρείται ακόμη και στο πλαίσιο της μειούμενης κοινωνικής αποδοχής του ελληνικού πολιτικού συστήματος, καθώς συνεχίζει να συσπειρώνει το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων που ευθυγραμμίζονται με τη λογική του πολιτικού mainstream και με προτάγματα κανονικότητας και σταθερότητας. Αντιθέτως, στον χώρο της αντιπολίτευσης – είτε αριστερά είτε δεξιά της ΝΔ – έχει εδραιωθεί ένας κατακερματισμός: με βάση τα πιο πρόσφατα δημοσκοπικά δεδομένα, λίγο παραπάνω από το 10% συγκεντρώνουν μόνο η Πλεύση Ελευθερίας και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
Η κρίση εκπροσώπησης στη (κεντρο)Αριστερά
Η κρίση, βέβαια, των κομμάτων του (κεντρο)αριστερού χώρου είναι παραπάνω από εμφανής. Κι αυτό διότι, ενώ διακρίνεται η ύπαρξη ενός διακριτού κοινωνικού χώρου, ο οποίος αναφέρεται σε μία σειρά από πολιτικές θέσεις που αντιστοιχούν στις οικονομικές και πολιτισμικές συνιστώσες της (κεντρο)αριστερής πολιτικής, η δυνητική εκπροσώπησή του κατανέμεται πλέον σε επτά διαφορετικά πολιτικά κόμματα, τα οποία βρίσκονται σε ανταγωνισμό μεταξύ τους. Ο ανταγωνισμός αυτός είναι εμφανής τόσο στο κοινοβούλιο — όπου, με ίσως μοναδική εξαίρεση την πρόταση του ΚΚΕ για τη Γάζα, δεν υπήρξαν άλλα θέματα που να λειτούργησαν ως κοινή βάση κοινοβουλευτικής συνεννόησης — όσο και στον δημόσιο διάλογο, όπου, ενίοτε, η οξύτητα των αντιπαραθέσεων εντός της (κεντρο)Αριστεράς ξεπερνά την πόλωση μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Ο κοινωνικός χώρος στον οποίο αναφερθήκαμε θα μπορούσε, ενδεχομένως, αν ενεργοποιήσουμε μια καλώς εννοούμενη πολιτικοεπιστημονική φαντασία, να αποτελέσει τη βάση ενός ιδεατού (κεντρο)αριστερού κόμματος, το οποίο θα λειτουργούσε ως πειστική και ουσιαστική εναλλακτική απέναντι στην κυβέρνηση. Όμως αυτό το κόμμα δεν υπάρχει. Και όσο δεν υπάρχει, η ελληνική δημοκρατία πορεύεται με μια πολυδιασπασμένη και, εν τέλει, αδύναμη αντιπολίτευση, η οποία δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ουσιαστικό αντίβαρο απέναντι στην εκτελεστική εξουσία. Αντίβαρο, σήμερα, είναι το «Κίνημα των Τεμπών» και οι συγγενείς των θυμάτων. Ωστόσο, στον θεσμικό πολιτικό ανταγωνισμό και στις εκλογές, αντίβαρα και διεκδικητές της εξουσίας είναι κόμματα και υποψήφιοι.
Το διακύβευμα της σύγκλισης και τα ερωτήματα για το μέλλον
Το τι θα συμβεί, λοιπόν, στον χώρο της (κεντρο)Αριστεράς αφορά πρωτίστως την ίδια την κοινωνία και την ποιότητα της ελληνικής δημοκρατίας. Και ουσιαστικά, το ερώτημα που τίθεται στον δημόσιο διάλογο είναι εάν μπορούν κάποιες δυνάμεις από τον κατακερματισμένο αυτό χώρο να συναντηθούν, ώστε να προτάξουν μια ουσιαστική εναλλακτική απέναντι στη Νέα Δημοκρατία στις επόμενες εκλογές. Διατυπώνεται όλο και συχνότερα η άποψη ότι κανείς δεν μπορεί μόνος του και ότι είναι αναγκαία η διαμόρφωση μιας στρατηγικής σύγκλισης μεταξύ κομμάτων και δυνάμεων. Θα έχει αυτή η σύγκλιση τη μορφή μιας εκλογικής συμμαχίας μεταξύ σχετικά ισοδύναμων πολιτικών φορέων; Ή θα αναδειχθεί κάποιος πολιτικός επισπεύδων, ο οποίος θα έχει την κοινωνική αποδοχή για να ηγηθεί ενός προοδευτικού συνασπισμού; Και βέβαια, θα είναι μια τέτοια σύγκλιση αποδεκτή από την κοινωνία ή θα εκληφθεί ως μια προσωρινή συμμαχία συμφέροντος; Τίποτα από αυτά δεν είναι δεδομένο. Γι’ αυτόν τον λόγο, ίσως είναι πιο χρήσιμο να εστιάσουμε στις προϋποθέσεις που απαιτούνται για μια τέτοια σύγκλιση και στο κατά πόσο αυτές υφίστανται ή έστω μπορούν να διαμορφωθούν μέσα στην τρέχουσα συγκυρία.
Οι βασικές προϋποθέσεις για προοδευτική σύγκλιση
Θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε τις βασικές προϋποθέσεις μιας τέτοιας πολιτικής σύγκλισης ως εξής: στρατηγική συμβατότητα, προγραμματική συμβατότητα και πολιτική ηγεσία.
Στρατηγική συμβατότητα: Διαιρέσεις και εσωτερικές αντιφάσεις
Η στρατηγική συμβατότητα αναφέρεται στις στρατηγικές που ακολουθούν τα επιμέρους κόμματα του χώρου και στο αν αυτές συμβάλλουν σε μια διαδικασία σύγκλισης ή αν αντίθετα την εμποδίζουν. Είναι σαφές ότι, με ενδεχομένως μοναδική εξαίρεση τον Σωκράτη Φάμελλο, οι ηγεσίες των κομμάτων του χώρου ακολουθούν στρατηγικές διασφάλισης ενός διακριτού πολιτικού χώρου – δεν συμπεριλαμβάνουμε στην ανάλυσή μας το ΚΚΕ, το οποίο διαχρονικά δεν συμμετέχει σε τέτοιες λογικές συνεργασίας. Για όλα τα κόμματα, στρατηγική προτεραιότητα φαίνεται να είναι η διατήρηση ή/και ενίσχυση της αυτοτελούς τους παρουσίας στον κομματικό ανταγωνισμό, κάτι που θεωρούν ως προϋπόθεση για την πολιτική τους επιβίωση. Αυτό ισχύει για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, που προσπαθεί διαρκώς να διαφοροποιείται από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ- για την Πλεύση Ελευθερίας, που επιδιώκει να εμφανίζεται ως ο κύριος εκφραστής της αντισυμβατικής πολιτικής στην ελληνική κοινωνία- για τη Νέα Αριστερά, το ΜέΡΑ25 και το Κίνημα Δημοκρατίας, που επιθυμούν να διαχωριστούν από την ταυτότητα του πρώην κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ. Για τον ίδιο δε τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, η συμμαχιακή προοπτική εμφανίζεται περισσότερο ως αναγκαστική επιλογή, λόγω της δεινής δημοσκοπικής θέσης στην οποία έχει περιέλθει…. Επιπρόσθετα, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και Νέα Αριστερά είναι τρία κόμματα εσωτερικά διχασμένα ως προς τις στρατηγικές επιλογές των ηγεσιών τους. Στο ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, η στρατηγική Ανδρουλάκη αμφισβητείται από τον Χάρη Δούκα και καθορίζεται από τα εκλογικά αποτελέσματα διεκδικώντας τη σχετική πλειοψηφία στον (κεντρο)αριστερό χώρο. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι, επί της ουσίας, χωρισμένος στα τέσσερα: Φάμελλος, «Τσιπρικοί», Παππάς, Πολάκης. Αντίστοιχα, και η Νέα Αριστερά είναι ήδη διχασμένη γύρω από το ερώτημα με ποιους πρέπει να αναζητήσει να συμμαχήσει το κόμμα. Το Κίνημα Δημοκρατίας επιδιώκει να προσδεθεί στην Πλεύση Ελευθερίας, ενώ η Πλεύση, όπως και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, επιχειρεί πλέον να επιτύχει τη σχετική πλειοψηφία στον χώρο, χωρίς όμως αυτή να επαρκεί για να καταστεί και κυβερνητική πλειοψηφία. Κανένα κόμμα προς το παρόν δεν μπορεί να λειτουργήσει ως επισπεύδουσα δύναμη μιας ενωτικής πρωτοβουλίας. ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εξακολουθούν να είναι απαξιωμένοι λόγω της στάσης τους στην περίοδο της κρίσης και ο τελευταίος ακόμα περισσότερο μετά τη διάλυσή του το 2023, με την απαξίωση να επεκτείνεται τόσο προς τη Νέα Αριστερά όσο και το Κίνημα Δημοκρατίας. Η Πλεύση Ελευθερίας, δε, είναι προς το παρόν ένα προσωποπαγές κόμμα, χωρίς οργάνωση, που δεν έχει θεσμοποιηθεί επαρκώς για να ηγηθεί μιας τέτοιας διαδικασίας. Δεδομένων όλων των παραπάνω υπάρχει μια εδραιωμένη στρατηγική ασυμβατότητα που αποτρέπει οποιαδήποτε σύγκλιση.
Προγραμματική συμβατότητα: Απουσία κοινής αφήγησης
Η προγραμματική συμβατότητα αναφέρεται σε τυχόν κοινά σημεία που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση ενός ελάχιστου προγράμματος που θα εκφράζει ένα δυνητικό προοδευτικό σχήμα. Κάποτε, στην εποχή της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ στον συγκεκριμένο χώρο, η αντιδεξιά τοποθέτηση αρκούσε για να διαμορφώσει προϋποθέσεις συγκλίσεων. Πλέον η έκκληση για εκδίωξη του Κυρ. Μητσοτάκη από την κυβέρνηση δεν επαρκεί για να συγκροτηθεί μια συναντίληψη ανάμεσα στις δυνάμεις του χώρου, καθώς οι προγραμματικές διαφορές σε πολλά επίπεδα είναι αξιοσημείωτες. Για παράδειγμα, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σε πολλά θέματα – βλ. για παράδειγμα το Άρθρο 16 – τείνει να βρίσκεται εγγύτερα προς την ΝΔ παρά τα κόμματα της Αριστεράς, ενώ στη βάση του εξακολουθεί να υπάρχει αντιΣΥΡΙΖΑ προκατάληψη που αποτρέπει τις όποιες προγραμματικές συγκλίσεις. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ εξακολουθεί να κινείται στις γνώριμες σοσιαλφιλελεύθερες διαδρομές που εκκινούν από την περίοδο του Γ. Παπανδρέου, να αυτοπροσδιορίζεται ως υπεύθυνο κόμμα του Κέντρου χωρίς να απευθύνεται σε παλαιότερες δυνάμεις του που είχαν συναντηθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ και να γίνεται αντιληπτό ως ένα κόμμα συμπλήρωμα προς την ΝΔ παρά ως εναλλακτική.
Από την άλλη πλευρά, ανάμεσα στα κόμματα του τέως συριζαϊκού χώρου (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Πλεύση Ελευθερίας, Νέα Αριστερά, ΜΕΡΑ25, Κίνημα Δημοκρατίας) θα έπρεπε – θεωρητικά τουλάχιστον – να υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες προγραμματικών συγκλίσεων, δεδομένου ότι όλα προέρχονται από μια κοινή πολιτικοϊδεολογική μήτρα. Ωστόσο, σε πολλά επίπεδα, η εχθρότητα των τεσσάρων συριζογενών κομμάτων προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, λόγω διαφορετικών ερμηνειών της κυβερνητικής περιόδου 2015-2019, εκφράζεται και μέσα από προγραμματικές αποκλίσεις, ενώ ακόμα και ανάμεσα σε αυτά τα ίδια κόμματα υπάρχουν διαφορές – Πλεύση και Κίνημα Δημοκρατίας έχουν μια «κυριαρχίστικη» (sovereigntist) αντίληψη και επικαλούνται την υπέρβαση της διάκρισης Αριστεράς και Δεξιάς, ενώ Νέα Αριστερά και ΜΕΡΑ25 κινούνται σε μια λογική ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αλλά ακόμα και στα δύο τελευταία κόμματα το επίδικο της ιδεολογικής συνέπειας με αναφορά το 2015 λειτουργεί αποτρεπτικά για τη διατύπωση κοινών προγραμματικών προτάσεων. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, οι όποιες προγραμματικές προτάσεις απορρέουν από τις στρατηγικές επιλογές των κομμάτων, όπου στο συγκρουσιακό κομματικό πεδίο της (κεντρο)Αριστεράς επικρατούν οι μικρές διαφορές έναντι κάποιας μεγάλης αφήγησης που θα μπορούσε να λειτουργήσει ενοποιητικά. Αυτή η αφήγηση θα μπορούσε να είναι προϊόν της παρέμβασης του κόμματος-επισπεύδοντος – όπως ήταν κάποτε το ΠΑΣΟΚ – το οποίο, όπως είδαμε, προς το παρόν δεν υπάρχει. Άρα και στο επίπεδο των προγραμματικών θέσεων υπάρχει ασυμβατότητα που δυσχεραίνει τη διατύπωση ενός κοινού προτάγματος….
Πολιτική ηγεσία: Το έλλειμμα προσώπων και ηγετικών πρωτοβουλιών
Η διάσταση της πολιτικής ηγεσίας είναι εξίσου σημαντική στον βαθμό που η οποιαδήποτε σύγκλιση προϋποθέτει και κάποιο πολιτικό κέντρο ατομικό ή συλλογικό. Εκ των πραγμάτων, δύο τύποι πολιτικής ηγεσίας μπορούν να επιτύχουν διαδικασίες συγκλίσεων: είτε κάποιος ήδη υπάρχων ηγέτης κόμματος, ο οποίος να διαθέτει μια αποδοχή πέραν του κόμματός του είτε κάποιο πολιτικό πρόσωπο πέραν των σημερινών ηγεσιών των κομμάτων που να έχει τη δυνατότητα να υπερβεί την προγραμματική και στρατηγική ασυμβατότητα που περιγράψαμε παραπάνω. Το πρώτο δεν υφίσταται: οι ηγεσίες ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και Νέας Αριστεράς δεν είναι καν κυρίαρχες στα δικά τους κόμματα, ενώ οι ηγεσίες του Κινήματος Δημοκρατίας και του ΜΕΡΑ25 έχουν αποδοχή στη στενή εκλογική επιρροή των κομμάτων τους. Η Ζ. Κωνσταντοπούλου φαίνεται προς το παρόν να συγκεντρώνει μεγαλύτερη αποδοχή από την επιρροή του κόμματός της, ωστόσο στην αντίληψή της δεν υπάρχει λογική σύγκλισης των προοδευτικών δυνάμεων. Ο δεύτερος τύπος πολιτικής ηγεσίας αφορά τον Αλ. Τσίπρα, ο οποίος από πολλές πλευρές παρουσιάζεται ως ένας δυνητικός «παράκλητος» που θα κληθεί από την (κεντρο)αριστερή βάση για να ενοποιήσει πάλι τον χώρο. Στην περίπτωση Τσίπρα υπάρχουν, βέβαια, ορισμένοι περιορισμοί: πρώτον, δεν έχει ακόμα τοποθετηθεί σχετικά με τα αίτια της κατάρρευσης του συριζαϊκού χώρου και της ευθύνης του σχετικά με αυτήν, κάτι που σχετίζεται με την αξιοπιστία μιας εκ νέου απεύθυνσης του ιδίου στην κοινωνία αλλά και στα κόμματα του προοδευτικού χώρου. Δεύτερον, διαμέσου του Ινστιτούτου του πολιτεύεται μάλλον με έναν «κεντρομόλο» προσανατολισμό, κάτι που τον φέρνει σε διάσταση με την τάση που επικρατεί στους (κεντρο)αριστερούς ψηφοφόρους υπέρ της αντισυμβατικής πολιτικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι το τελευταίο δε μπορεί να αλλάξει ως τις εκλογές, αλλά σίγουρα δεν ευνοεί τη δημιουργία μιας ισχυρής αρχικής βάσης υποστήριξης, ιδίως εάν επιλέξει τον δρόμο δημιουργίας ενός νέου κόμματος. Επομένως, από τα παραπάνω προκύπτει και ένα έλλειμμα πολιτικής ηγεσίας για να επιτευχθεί κάποιου είδους προοδευτική σύγκλιση.
Συμπεράσματα: Ο κατακερματισμός ως επιλογή και τα ανοιχτά ερωτήματα
Συμπερασματικά, η παραπάνω ανάλυση δείχνει ότι δεν υπάρχουν προς το παρόν οι προϋποθέσεις για την προοδευτική σύγκλιση. Αντιθέτως, αυτό που θα συνεχίσει να χαρακτηρίζει τον προοδευτικό χώρο είναι ο κατακερματισμός των υπαρχουσών δυνάμεων. Η πιο πιθανή έκβαση είναι να υπάρξει ένας διαμοιρασμός του προοδευτικού εκλογικού σώματος, όπου οι πιο μετριοπαθείς δυνάμεις θα κινηθούν προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ενώ οι πιο ριζοσπαστικές προς την Πλεύση Ελευθερίας — εφόσον, βέβαια, η τελευταία θεσμοποιηθεί ως κανονικό κόμμα. Ωστόσο, αυτός ο διαμοιρασμός δεν διαμορφώνει συνθήκες κυβερνητικής πλειοψηφίας και θέτει ερωτήματα σχετικά με μετεκλογικές συνεργασίες. Έτσι κι αλλιώς, στη φάση της πολιτικής κρίσης που βιώνουμε, δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι οι ψηφοφόροι επιλέγουν με βάση την κυβερνητική ικανότητα κάποιου κόμματος. Αντίθετα, πολλοί επιλέγουν να εκφράσουν τη διαμαρτυρία ή την αγανάκτησή τους μέσα από την ψήφο τους. Αυτό είναι, βέβαια, αποτέλεσμα των επιλογών των ελίτ των κομμάτων του (κεντρο)αριστερού τόξου. Ο κατακερματισμός δεν είναι ένα «φυσικό φαινόμενο» που δεν μπορούσαν να αποφύγουν. Αντίθετα, σχετίζεται με έναν αυτοαναφορικό τρόπο άσκησης πολιτικής, που κινείται πέρα από κοινωνικά αιτήματα και διεκδικήσεις και ανάγει το στενό συμφέρον της κομματικής ελίτ σε γενικό συμφέρον της κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό, ακόμη και το ενδεχόμενο ίδρυσης νέου κόμματος στον συγκεκριμένο χώρο θα πρέπει να εξεταστεί με βάση το ερώτημα της αξιοπιστίας: Θα εκφράσει μια νέα αντίληψη για τη σχέση πολιτικής και κοινωνίας; Ή θα ακολουθήσει την πεπατημένη της συμβατικής πολιτικής;
*Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης ΔΠΘ και Συντονιστής Κύκλου Πολιτικής Ανάλυσης Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
- Θόδωρος Τσίκας / Το αδιέξοδο με το Ιράν και η Συμφωνία του Ομπάμα
- Κώστας Ελευθερίου / Ποιος θα ενώσει την (κεντρο)Αριστερά; Όρια, εμπόδια και πολιτικές ασυμβατότητες
- Μπομπ Μενέντεζ: Ο τιμημένος “φιλέλληνας” γερουσιαστής θα βρίσκεται στην Ομοσπονδιακή Φυλακή της Πενσυλβάνιας για τα επόμενα 11 χρόνια
- Η αλήθεια για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα: Οι εκτιμήσεις της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας
- Έκθεση ΙΝΕ/ΓΣΕΕ: Ο πλούτος αυξάνεται, οι μισθοί κατρακυλούν – Η ανελέητη ανισότητα σε βάρος των εργαζόμενων