Ήταν Μάιος του 1911, όταν η Ελληνική Βουλή άνοιγε τον φάκελο της «μονιμότητας» στο Δημόσιο. Η συζήτηση αυτή, αν και πολιτικά φορτισμένη, ήταν το αποκορύφωμα μιας πορείας δεκαετιών.
Ένα μήνα αργότερα, τον Ιούνιο, η συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων θα ήταν πλέον γεγονός.
Πίσω της, η Ελλάδα κουβαλούσε περίπου οκτώ δεκαετίες κρατικής ζωής, εν πολλοίς αδιαφορώντας συνταγματικά για το ζήτημα της δημόσιας διοίκησης. Ωστόσο, η πολιτική θερμοκρασία ανέβαινε σταδιακά, καθώς η φαυλότητα της εποχής όριζε τους όρους παιχνιδιού.
Ο πελατειασμός ως γενετικός κώδικας του κράτους
Η ανάγκη μονιμότητας δεν γεννήθηκε από θεσμική έμπνευση αλλά ως απάντηση σε ένα πολιτικό σύστημα που εργαλειοποιούσε το Δημόσιο. Η εξάρτηση των υπαλλήλων από το εκάστοτε κόμμα, τους καθιστούσε ομήρους. Παράλληλα, η «θέση στο Δημόσιο» μετατρεπόταν σε κοινωνικό όνειρο, εγκαθιδρύοντας μια βαθιά ριζωμένη κουλτούρα θεσιθηρίας.
Για να κατανοήσουμε τη διαδρομή έως το 1911, αρκούν δύο στιγμιότυπα, δύο «ιστορικές φωτογραφίες».
Α’ Σκηνή: Ο «κήπος του Κλαυθμώνος», 1878
Ο δημοσιογράφος και ιστοριοδίφης Γεώργιος Καμπούρογλου μάς μεταφέρει στον Ιούλιο του 1878, σε ένα καφενείο μέσα στον κήπο του τότε Υπουργείου Οικονομικών. Εκεί παρατηρεί μια κοινωνία διχασμένη: από τη μία οι «Παυσανίες» –οι απολυμένοι από το Δημόσιο– και από την άλλη οι «Θεσιθήρες» –οι επίδοξοι προσληφθέντες.
Η ειρωνική του πένα θα δώσει στο σημείο το όνομα που ακόμη και σήμερα στοιχειώνει τη δημόσια συζήτηση: Πλατεία Κλαυθμώνος.
«Ο κήπος του Κλαυθμώνος είναι το προσφιλές ενδιαίτημα της πλειονότητος του Έθνους, ήτοι των υπαλλήλων και των Παυσανιών…», έγραφε στην Εστία.
Ο χαρακτηριστικός του ήρωας, ο «κυρ Νικολάκης», υποδηματοποιός που διορίζεται «αλαταποθηκάριος» με πλήρεις αποδοχές, αναδεικνύει με γκροτέσκο τρόπο την αναπαραγωγή του παρασιτισμού. Όταν ένας απολυμένος φωνάζει: «Πότε θα έλθωμεν και ημείς στα πράγματα;», η κραυγή του συμπυκνώνει έναν αιώνα πολιτικής νοοτροπίας.
Β’ Σκηνή: Βενιζέλος στην Πλατεία Συντάγματος, 1910
Η δεύτερη εικόνα έρχεται από τον Σεπτέμβριο του 1910, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος μιλά μπροστά στο πλήθος, λίγους μήνες πριν τις εκλογές που θα τον φέρουν θριαμβευτή στην εξουσία.
Με λόγο σκληρό και σαρωτικό, αναδεικνύει την παθογένεια του κρατικού μηχανισμού:
«Διοίκησις φατριάζουσα, διαιωνίζουσα την τυραννίαν… ασκουμένη εκ περιτροπής από τις φατρίες».
«Εκπαίδευσις, ήτις… εκτρέφει τροφίμους του προϋπολογισμού ανικάνους διά κάθε άλλο πλουτοπαραγωγόν επάγγελμα».
Το Κίνημα στο Γουδί είχε ήδη στείλει το μήνυμα: η μεταρρύθμιση ήταν αναπόφευκτη.
Η ώρα της απόφασης – Μάιος 1911
Η Βουλή που συνεδρίασε για να θεσμοθετήσει τη μονιμότητα είχε σαφή πολιτικό προσανατολισμό: 307 από τους 362 βουλευτές προέρχονταν από το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Οι αντίπαλοι είχαν, στην πλειονότητά τους, επιλέξει την αποχή.
Παρά την κοινοβουλευτική υπεροχή, οι ενστάσεις και οι επιφυλάξεις μέσα στο ίδιο το Σώμα δεν έλειψαν. Από τα πρακτικά της συζήτησης, αναδύονται προβληματισμοί που ηχούν εξαιρετικά σύγχρονοι:
- Θαλής Κουτούπης: ανησυχεί ότι η μονιμότητα θα διαιωνίσει κακές συνήθειες και θα αποκλείσει άξιους νέους που σπουδάζουν στο εξωτερικό.
- Λουκάς Ρούφος Κανακάρης: υπερασπίζεται τις θετικές πτυχές, ζητώντας ωστόσο επέκταση της μονιμότητας και σε υπαλλήλους της Βουλής και άλλους κρίσιμους τομείς.
- Άλλοι βουλευτές ζητούν θεσμοθέτηση «προσωρινής παύσης» για περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας.
Τα πρακτικά
Λουκάς Ρούφος Κανακάρης: Εξαίρει τα εκ των διατάξεων του άρθρου τούτου αγαθά, υποβάλλει διαφόρους παρατηρήσεις, εν αις και ότι πρέπει να μονιμοποιηθώσι οι υπάλληλοι της Βουλής και ο Διευθυντής των ταχυδρομείων και τηλεγράφων.
Θαλής Κουτούπης: Φρονεί ότι δια της μονιμοποιήσεως των ανωτέρων υπαλλήλων θα συμβή το κακόν, ότι οι άλλοι εισερχόμενοι υπάλληλοι θα αποκτώσι τας έξεις (σσ: συνήθειες) αυτών και θα προσαρμόζωνται ατομικώς και αποκλειστικώς προς αυτούς, προς τούτοις αποκλείονται εις το μέλλον από των ανωτέρων θέσεων οι σπουδάζοντες εις Ευρώπην σχετικάς σπουδάς και οι προτιθέμενοι εν τω μέλλοντι να πράξωσι τούτο, πρέπει δε, λέγει, οι πλείστοι των σημερινών ανωτέρων υπαλλήλων να μη μείνουν ως φρόνιμοι εις την υπηρεσίαν, είνε κακής πίστεως και ανεπαρκείς, φρονεί ότι πρέπει να τοποθετηθώσιν εις τας ανωτέρας θέσεις νέοι εκ των επιστημονικώς κατηρτισμένοι και κατόπιν δοκιμασίας αυτών να εφαρμοσθή νόμος περί μονιμότητας, άλλως θα μονιμοποιήσωμεν όλα σχεδόν τα δημιουργήματα του παρελθόντος– προς τούτοις ο διαγωνισμός είνε απαραίτητος και το ασφαλέστερον κριτήριον. Η παρατηρούμενη από τινός βελτίωσις της διοικήσεως προέρχεται εκ του ότι έπαυσαν αι Κυβερνητικαί παρεμβάσεις πλείστοι εκ των μονιμοποιηθέντων παρά της επαναστάσεως ανωτέρων υπαλλήλων κάμνουσι κατάχρησιν εγκληματικήν της πλεονεκτικής θέσεως των. Προς τούτοις, λόγω της μικρότητος της χώρας, αι μεταθέσεις των μονιμοποιούμενων υπαλλήλων είνε δυσχερείς, πρέπει να ληφθή και τούτο υπ’ όψιν.
Η εκκαθάρισις δεν περιέλαβε το πλείστον των ανωτέρων υπαλλήλων, των δημιουργημάτων του παρελθόντος. Δεν υπάρχει ουδείς σχεδόν υπάλληλος ανώτερος έχων ειδικάς γνώσεις δια την υπηρεσίαν εις ην ευρίσκεται. Αν λοιπόν μονιμοποιήσωμεν συνταγματικώς τους ανωτέρους υπαλλήλους , δια μίαν ακόμη γενεάν δεν θα έχωμεν υπαλλήλους χρησίμους, όθεν τάξις τις των ανωτάτων υπαλλήλων πρέπει να εξαιρεθή της μονιμοποιήσεως και να αρκεσθώμεν εις την μονιμοποίησιν των μεγάλων τάξεων των υπαλλήλων, μέχρι του βαθμού του τμηματάρχου.
Ι. Δογάνης: Η δια νόμων μονιμοποίησης των υπαλλήλων είνε επισφαλής ή διά του Συντάγματος επιβάλλεται, δεν υπάρχει κίνδυνος να καταστήση αυτή τους υπαλλήλους τυράννους, διότι εν τω μέλλοντι θα απαλλαχθώσι πάσης αλλοτρίας επιβολής και πιέσεως, αυτό τους διέφθειρε».
Π. Αραβαντινός: Διά της Συνταγματικής μονιμότητος των υπαλλήλων δεν παραβιάζεται η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, η αρχή της ευθύνης του Υπουργού, ως ελέχθη. Εκ ταύτης απεκδέχομαι την θεμελίωσην της διοικήσεως, ήτις είνε τι ανύπαρκτον εν Ελλάδι την εξαίρεσιν των υπαλλήλων εκ της επιρροής του Κοινοβουλίου ήτις είνε άρσις μεγάλης βάσεως συναλλαγής μεταξύ Βουλευτών και Κυβερνήσεων, ούτω δε έχομεν εξυγίανσιν του πολιτικού βίου αλλά και της κοινωνίας διότι θα ανακοπή η θεσιθηρία. Πρέπει να εισαχθή δια νόμου και ο θεσμός της διαθεσιμότητος της προσκαίρου παύσεως.
Δ.Γκλαβάς: Φοβείται μήπως δια του άκρως αποκεντρωτικού συστήματος δημιουργηθή νέος κίνδυνος δι΄άλλη διαφθορά. Με υπαλλήλους απορρέοντας μάλλον εκ του παρελθόντος μονιμοποιουμένους δεν οικοδομούμεν ή επί σαθράς βάσεως διότι ούτοι δεν δύνανατι να είναι αγνώμονες προς τους δημιουργήσαντας αυτούς πολιτικούς παράγοντας του καταδικασθέντος παρελθόντος άρα αδιάσπαστοι απ’ αυτών και εχθροί μοιραίοι του έργου και της ιδέας της Ανορθώσεως. Παρακαλώ τους Υπουργούς να εκτοπίσωσι τα όργανα της διοικήσεως του παλαιού κόσμου, τα υπομονεύοντα τον αγώνα της ανορθώσεως ίνα το έργον ταύτης είνε βάσιμον.
Αθ. Χρηστίδης: Αναδιοργανούντες πρέπει ν’ ανοίξωμεν τας θύρας ίνα επιτύχη η αναδιοργάνωσις αύτη. Προκειμένου περί των διοικητικών υπαλλήλων αφού περί των δικαστικών τοιούτων ελήφθη πρόνοια επί αυτών ακόμη δεν ετέθη η βάσις. Οι περί προσόντων των υπαλλήλων νόμοι δεν ωφέλησαν ούτε ο πρώτος ούτε ο μονιμοποιήσας εκείνους οίτινες είχον 15 ετών υπηρεσίαν. Ήδη συνταγματοποιούντες την μονιμότητα, θα έχωμεν πάλιν ως υπαλλήλους τα στοιχεία του παρελθόντος. Πρέπει όθεν ν’ αφίσωμεν μίαν θύραν ανοικτήν εις το Σύνταγμα ώστε δια της νομοθεσίας να συμπληρώμεν και τελειώμεν.
Φ. Νέγρης: Το ζήτημα δεν είνε εάν πρέπει να γίνωσιν μόνιμοι οι υπάλληλοι αλλ΄ εάν είνε συμφέρον εις την παρούσαν περίστασιν να καταστήσωμεν αυτούς μονίμους. Υπό την έποψιν ταύτην ουδεμία δύναται να υπάρξη αμφιβολία ότι η παρούσα περίστασις είνε η καταλληλοτέρα καθόσον οι νυν υπάλληλοι δεν διωρίσθησαν ούτε υπο της παρούσης Κυβερνήσεως ούτε υπό άλλου τινός των κομμάτων.
Α. Διομήδης: λέγει ότι πολλοί υπάλληλοι δεν ευρίσκονται βεβαίως εις το ύψος της θέσεως των αλλά τούτο δεν αποτελεί λόγον μη μονιμοποιήσεως αυτών. Δια της καλής ενασκήσεως της πειθαρχικής εξουσίας θα κατορθωθή να ανέλθη ο υπαλληλικός κόσμος εις το ύψος της θέσεως του.
Ελ. Βενιζέλος (Πρόεδρος Κυβερνήσεως): Λέγει ότι η διάταξις περί αστικής ευθύνης δεν πρέπει να τεθή εις το Σύνταγμα και αποκρούει ταύτην ισχυρώς μη αφορώσαν άλλως ει μή τον νόμον. Αλλά προς καθησύχασιν των αντιφρονούντων διακηρύττει ότι συμφωνεί κατ΄ αρχήν ότι το δημόσιον ευθύνεται δια τας παρανόμους πράξεις των υπαλλήλων των ως συμβαίνει εις πάντα τα πεπολιτισμένα Κράτη. Βεβαίως ομοίως θα ρυθμισθώσι και παρ΄ημίν ταύτα δια νόμου.
Ως προς την μονιμότητα λέγει ότι αι ζητούμεναι συνταγματικαί εγγυήσεις ζητούνται ουχί υπέρ των υπαλλήλων αλλ΄ υπέρ του λαού διότι η ούτω επιδιωκόμενη εύρυθμος διοίκησις θα υπάρχη πρωτίστως υπέρ του λαού.
Είναι δε η καλλιτέρα ευκαιρία νυν προς συνταγματοποίησιν της μονιμότητος διότι δεν δύναται να παρεξηγηθώσιν εν τη λήψει τοιαύτης αποφάσεως ούτε η Κυβέρνησις ούτε η Βουλή αφού τους νυν υπαλλήλους διώρισαν τα παλαιά κόμματα. Αλλά είνε πεπεισμένος ο κ. Πρωθυπουργός ότι η μονιμότης αυτή θα ενισχύση και τας παραγωγικάς δυνάμεις της χώρας διότι αι χιλιάδες των εν εφεδρεία και εθνοφρουρά θεσιθηρών θα τραπώσιν εις ανεύρεσιν άλλων επαγγελμάτων όταν βεβαιωθούν ότι καλώς κατέχονται παρ΄ άλλων. Προτείνει επίσης όπως ορισθή ότι τα υπηρεσιακά συμβούλια θα αποτελώνται κατά τα δύο τρίτα εκ μελών απολαυόντων της μονιμότητος ώστε να μη δύνανται αι μέλλουσαι κυβερνήσεις καθιστώσαι το Συμβούλιον εκ μη μονίμων υπαλλήλων να έχωσι τούτο υποχείριον.
Ζητεί επίσης να εξαιρεθούν της μονιμότητος και οι ιδιαίτεροι γραμματείς των Υπουργών.
Αλ. Παπαναστασίου: Δύο είνε αι αντιταχθείσαι αντιρρήσεις κατά του υπό συζήτησιν άρθρου, η μία θεωρητική και η άλλη πολιτική. Ως προς την πρώτην δεν γνωρίζω ποιάν ιδέαν έχουν περί της διακρίσεως των εξουσιών. Έχουν δε και πολύ μικράν ιδέαν της δικαιοδοσίας του Υπουργού όστις εν πάση περιπτώσει δύναται να θέση εις ενέργειαν την μηχανήν ήτις περιορίζει τας αυθαιρεσίας των υπαλλήλων. (…)εκφράζει την ιδέαν ότι σκόπιμον θα ήτο εάν αφίετο διέξοδος της προς τιμωρίαν των υπαλλήλων προκειμένου περί μεγάλων καταχρήσεων. Προτείνει δε όπως εισαχθή και ενταύθα ότι ισχύει εν Αγγλία δια τους δικαστικούς υπαλλήλους οίτινες απολύονται αποφάσει της Βουλής.
Κ. Δεμερτζής: Αναπτύσσει γνώμην καθ΄ήν η αναθεώρησις του άρθρου τούτου δέον να καταστή ευτυχεστέρα διότι πολύ πιθανόν κατά την στιγμήν ταύτην ν΄ απατώμεθα είνε δε πολύ επικίνδυνον το να μη δύνανται να θιχθώσιν οι υπάλληλοι μέχρι νεωτέρας αναθεωρήσεως ήτις πάλιν ως νυν διατυπούται το Σύνταγμα θα είνε δυνατή μόνον δι΄επαναστάσεως. Αποκρούει ακολούθως την αναγραφήν διατάξεως καθορίζουσαν ευθυνας του Δημοσίου δια τας παρανόμους πράξεις των υπαλλήλων και διαμαρτύρεται δια τον επικείμενον κίνδυνον συνταγματοποιήσεως της διατάξεως ταύτης.
Θ. Πετμεζάς: Αναμένει την βελτίωσιν των υπαλλήλων εκ της μορφώσεως και αυτού του υπάρχοντος προσωπικού συνιστά δε την αποδοχήν της υπό του βουλευτού κ. Παπαναστασίου γενομένης προτάσεως. Υπεραμύνεται μετά τούτο της διατυπώσεως του άρθρου της γενομένης υπό του Συντάγματος επιτροπής επιθυμούσης όπως καθιερώση κατ΄ αρχήν την ευθύνην του Δημοσίου.
Α. Καφετζόπουλος: Ευρίσκει καλώς έχουσαν την υπό της επιτροπής διατύπωσιν του άρθρου παρατηρεί δε ως προς την τελευταίαν παράγραφον ότι θα ήτο ορθόν όπως αναγνωρισθή κατ΄αρχήν τουλάχιστον η ευθύνη του Δημοσίου διά τας παρανόμους πράξεις των υπαλλήλων.
Η. Ηλιόπουλος: (…) πρέπει να προηγηθή ριζική εκκαθάρισις αυτών (σσ: των υπαλλήλων) δια ν΄ανεχθή ο λαός την τε μονιμοποίησιν ως και την ενδεχόμενην αύξησιν μισθού.
Ι. Μαμάης: Λέγει ότι ο λαός ενδιαφέρεται μόνον δια να γίνεται «η δουλειά του» και οι Υπουργοί πρέπει να φροντίζουν ώστε οι υπάλληλοι να είνε περισσότερον ευγενείς.
Στ. Δραγούμης: Λαμβάνων αφορμήν εκ των λεχθέντων περί του ποιού των υπαλλήλων λέγει ότι φυσικόν είνε η γενομένη εκκαθάρισις να υπέπεσεν εις ολισθήματα, ουδείς όμως δύναται να αμφισβητήση την ειλικρίνειαν των ενεργησάντων οίτινες εντός της εκτάσεως της επιταγής ήν είχον κατωρθώσαν να εκτελέσωσι το καθήκον των.
Γ. Πωπ: Αλλά τα ολισθήματα ταύτα δυνάμεθα να ανορθώσωμεν.
Σ. Δραγούμης: Η Βουλή είνε Σώμα κυρίαρχον και δύναται ν΄ αποφασίση περί τούτου. Στρέφων ακολούθως ο κ. Δραγούμης τον λόγον επί του υπό συζήτησιν θέματος παρατηρεί ότι τρις ή τετράκις μέχρι τούδε υπεσχέθη το Κράτος εις τους υπαλλήλους την μονιμότητα άνευ αποτελέσματος. Δια τούτο και πρέπει να πραχθή παν ότι ήθελεν εξασφαλίσει αυτούς εις το μέλλον. Και επειδή ως θέλει ψηθισθή το άρθρον, το ευεργέτημα της μονιμότητος άρχεται άμα τη ενάρξει της ισχύος και του θεσμού περί Συμβουλίου της Επικρατείας ορθόν ήθελεν είναι όπως υπάρξη απόφασις τις της Βουλής, καθ΄ήν οι υπάλληλοι καθίστανται μόνιμοι και κατά το μεσολαβούν τούτο χρονικόν διάστημα το μέχρι της ενάρξεως του θεσμού του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ελ. Βενιζέλος: Δυνάμεθα να διορθώσωμεν τα πράγματα ως εξής, να γίνη δήλωσις εκ μέρους μου, την οποίαν να αποδεχθή η Βουλή ότι «οι υπάλληλοι οι απολαύοντες εκ των ήδη τεθειμένων νόμων μονιμότητος εξακολουθούσι απολαύοντες ταύτης, της εκ των νόμων μονιμότητος μέχρις ού αρχομένης της λειτουργίας του Συμβουλίου της Επικρατείας απολαύωσι και της εκ του άρθρου 102 παρεχομένης εις αυτούς Συνταγματικής μονιμότητος».
Νομίζω ότι την δήλωσιν ταύτην αποδέχεται η Βουλή.
Πολλοί βουλευταί. Μάλιστα, μάλιστα.
Ι. Πατσουράκος: Φρονεί ότι δεν επιτρέπεται να συνταγματοποιηθεί η μονιμότης των υπαλλήλων πριν ή ενεργηθή νέα εκκαθάρισις καθ΄ όσον παρέμειναν εν τη υπηρεσία υπάλληλοι φαύλοι (φωναί εκ μέρους πολλών των κ.κ. βουλευτών) Τίς δύναται, λέγει, ν΄αρνηθή ότι η γενομένη εκκαθάρισις του Πανεπιστημίου και του Στρατού δεν αποτελούσιν αληθές στίγμα δια την χώραν μας;
Ένα μέτρο αναγκαίο ή ένα εθνικό άλλοθι;
Η συνταγματική κατοχύρωση της μονιμότητας σίγουρα προσέφερε θεσμική σταθερότητα και προστασία από κομματικές διώξεις. Από την άλλη, γέννησε έναν νέο κύκλο στασιμότητας, γραφειοκρατίας και ακαμψίας – έναν μηχανισμό που συχνά λειτουργεί ως ασπίδα της μετριότητας και τροχοπέδη της αξιολόγησης.
Σήμερα, περισσότερο από έναν αιώνα μετά, οι προβληματισμοί του 1911 παραμένουν ανατριχιαστικά παρόντες.