Η διοίκηση Τραμπ επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει την εμπορική της στρατηγική, εγκαινιάζοντας ένα σκληροπυρηνικό πλαίσιο διαπραγματεύσεων με δεκάδες χώρες. Με απειλή την επαναφορά ή και αύξηση δασμών, απαιτεί την επίτευξη νέων συμφωνιών μέχρι τις 9 Ιουλίου 2025. Ωστόσο, η πρόοδος είναι πενιχρή και η αβεβαιότητα διαχέεται στις αγορές και την αμερικανική οικονομία.
Στρατηγική με πίεση και τελεσίγραφα
Ο Ντόναλντ Τραμπ υποσχέθηκε πάνω από 50 νέες εμπορικές συμφωνίες μέσα σε μόλις 90 ημέρες, παγώνοντας προσωρινά τα τιμολόγια από τον Απρίλιο. Ως τώρα, μόνο μία προκαταρκτική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο έχει επιτευχθεί. Οι διαπραγματεύσεις με άλλες χώρες είτε καθυστερούν είτε έχουν περιέλθει σε τέλμα.
Κεντρικό εργαλείο πίεσης της Ουάσιγκτον είναι η απειλή δασμών, ιδίως για χώρες με εμπορικά πλεονάσματα έναντι των ΗΠΑ, όπως το Βιετνάμ και η Ινδία. Παρά τη φαινομενική διάθεση συνεργασίας από αυτές τις χώρες, η πρόοδος είναι αργή. Η αμερικανική πλευρά αποφεύγει να ξεκαθαρίσει τι θα συμβεί αν δεν υπάρξει συμφωνία μέχρι την τελική ημερομηνία.
Διχασμένες αντιδράσεις και γεωπολιτικές εντάσεις
Οι αντιδράσεις των εμπορικών εταίρων είναι μικτές. Η Ινδία και το Βιετνάμ προσπαθούν να αποφύγουν τις οικονομικές επιπτώσεις, ενώ χώρες όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα υιοθετούν σκληρότερη στάση, επηρεασμένες και από εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις.
Οι σχέσεις με την Κίνα, τον Καναδά, το Μεξικό και την Ε.Ε. είναι ιδιαίτερα περίπλοκες. Η Κίνα βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο λόγω διαφορών σε τεχνολογία και εξαγωγές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ετοιμάζεται για αντίμετρα ύψους 100 δισ. δολαρίων αν οι διαπραγματεύσεις αποτύχουν. Το κλίμα είναι τεταμένο: αρκετοί εταίροι θεωρούν ότι οι αμερικανικές απαιτήσεις είναι δυσανάλογες, ενώ η συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο θεωρείται περισσότερο επικοινωνιακή κίνηση παρά ουσιαστική επίλυση διαφορών.
Η οικονομία υπό πίεση
Η στρατηγική της διοίκησης Τραμπ έχει αρχίσει να πλήττει την καταναλωτική εμπιστοσύνη, τις επενδύσεις και τη γενικότερη οικονομική σταθερότητα. Οι διεθνείς αγορές αντιδρούν με νευρικότητα, ενώ η έλλειψη συνοχής και σαφούς στρατηγικής εντείνει το αίσθημα αστάθειας.
Ο Scott Lincicome του Cato Institute προειδοποιεί ότι η πίεση των χρονοδιαγραμμάτων μπορεί να οδηγήσει σε πρόχειρες συμφωνίες, με ασαφείς όρους και περιορισμένη χρονική ισχύ. Παράλληλα, η οικονομία των ΗΠΑ εξακολουθεί να επηρεάζεται αρνητικά από προηγούμενες δασμολογικές πολιτικές, κυρίως στον κλάδο των αυτοκινήτων και των μετάλλων.
Ένα επικίνδυνο παιχνίδι ισχύος
Η πολιτική δασμών του Τραμπ είναι δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία πλευρά, αποτελεί μέσο πίεσης για επιτάχυνση των συμφωνιών. Από την άλλη, υπονομεύει τη διεθνή εμπιστοσύνη, προκαλεί ανησυχία στους εταίρους και δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο εμπορικών απειλών και αντιποίνων.
Η προθεσμία της 9ης Ιουλίου πλησιάζει επικίνδυνα, χωρίς σαφή οδικό χάρτη. Οι προοπτικές για ουσιαστικές, βιώσιμες συμφωνίες είναι αβέβαιες. Το παγκόσμιο εμπόριο βρίσκεται σε μεταβατική φάση αβεβαιότητας, με τις ΗΠΑ να επιχειρούν να ηγηθούν μέσα από τακτικές που προκαλούν διχασμό και αμφισβήτηση.
Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τη συμφωνία Ηνωμένου Βασιλείου – ΗΠΑ:
«Το γεγονός ότι η συμφωνία δεν αντιμετώπισε τα βασικά σημεία τριβής και διατήρησε την αύξηση των δασμών κατά 10%, έχει ενισχύσει τις αμφιβολίες άλλων χωρών για την αξία των συνομιλιών. Υπάρχει η αίσθηση: “Ποιο είναι το νόημα;”»
- Η στρατηγική των δασμών του Τραμπ: «Τελικά, ποιό είναι το νόημα;»
- Πέθανε ο Χρήστος Ροκόφυλλος: Ένας μαχητής της Δημοκρατίας
- Πανελλαδικές 2025: Η πρόκληση, το άγχος και η δύναμη να συνεχίζεις
- Εγκαίνια στο ανακαινισμένο Κέντρο Υγείας στα Μέγαρα έκανε αυτοπροσώπως ο Πρωθυπουργός
- Το πρόσωπο της ημέρας / Εργκίν Αταμάν: Ο άνθρωπος των τελικών, ηγέτης σε καιρούς κρίσης