Στην επικείμενη έναρξη της νέας θερινής περιόδου σκιαγραφείται με τον πλέον γλαφυρό τρόπο το φαινόμενο της “διχασμένης” χώρας: ό,τι δεν αγγίζει ο τουρισμός, συρρικνώνεται και παρακμάζει. Όταν άλλες περιοχές “φορούν τα καλά τους” για να υποδεχτούν τις αμφιλεγόμενες ορδές τουριστών, κάποιες άλλες αποχαιρετούν τα εναπομείναντα παιδιά τους που ετοιμάζουν βαλίτσες για τα μεροκάματα της σεζόν στις προηγούμενες.
Το μοντέλο “ανάπτυξης” που μονοσήμαντα καλλιέργησε η Κυβέρνηση εδώ και έξι χρόνια στο τρίπτυχο “τουρισμός – real estate – κατανάλωση”, εξάντλησε πια τα όριά του. Το επίμονο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αποδεικνύει το λάθος δρόμο, ενώ παράλληλα η απογραφή πληθυσμού έφερε εκκωφαντικά στην επιφάνεια την ερήμωση και εγκατάλειψη των χωριών. Σε ένα βαθιά παλαιοκομματικό Κράτος που αυτοβαπτίστηκε “επιτελικό”, σε μια πατρίδα που στερείται αγροτικής και περιφερειακής πολιτικής, ο αγροτικός και κτηνοτροφικός κόσμος -στη συντριπτική πλειοψηφία του- απέχει πολύ από την πρακτική αξιοποίηση καινοτόμων γνώσεων και εξειδικευμένων εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης, καθώς ασφυκτιά στα καθημερινά δεσμά του ενεργειακού κόστους και των διαδοχικών πληγμάτων της κλιματικής κρίσης, ενώ η έλλειψη βασικών υποδομών και απαραίτητων υπηρεσιών συνιστά διαρκές αντικίνητρο παραμονής στην περιφέρεια.
Οι αρνητικές διαπιστώσεις αναρίθμητες και πασιφανείς, όμως η αξιοπιστία των πολιτικών κομμάτων κρίνεται στις προτάσεις. Εν προκειμένω, ο πρωτογενής και τεταρτογενής τομέας συνιστούν αμφότεροι την “καρδιά” της συζήτησης που όλοι με ειλικρίνεια οφείλουμε να κάνουμε για την ανάταξη της ελληνικής περιφέρειας και -μαζί με αυτήν- της Χώρας. Μιας συζήτησης που δεν μπορεί να αρκείται σε μικροδιευθετήσεις της συγκυρίας, αλλά χρειάζεται να εξελιχθεί σε ριζικά ανατρεπτική, έχοντας ως βάση τη “μαγική” λέξη της αποκέντρωσης.
Ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και ο λόγος των τοπικών κοινωνιών αποτελούν σημεία “κλειδιά” αφενός μεν για ένα νέο βιώσιμο και ανθεκτικό παραγωγικό μοντέλο της Χώρας, αφετέρου για την προαγωγή της έρευνας και την αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών. Ακούγεται μεν τετριμμένο, αποτελεί δε διαχρονική πραγματικότητα, πως κανένα σχέδιο επί χάρτου και καμία “φαεινή” ιδέα δεν έχει πιθανότητες να επιτύχει, εάν επιβληθεί από πάνω προς τα κάτω, από το “κλεινόν άστυ” των Αθηνών.
Οι τοπικές ιδιαιτερότητες, η δυναμική κάθε περιοχής και τα μοναδικά πλεονεκτήματά της, από τα ξεχωριστά προϊόντα της μέχρι την ιστορική παρακαταθήκη και τον γεωμορφολογικό πλούτο της, αποτελούν συστατικά διαφορετικών “συνταγών” που μόνο τοπικά μπορούν να “μαγειρευτούν”. Αρκεί να εμπιστευτούμε τους Δήμους με τις Κοινότητές τους, τις Περιφέρειες, τους Αγροτικούς Συνεταιρισμούς, τα Επιμελητήρια. Να επενδύσουμε στα Περιφερειακά Πανεπιστήμια, ενισχύοντας την ερευνητική προσπάθειά τους με κίνητρα, εργαλεία, πόρους, ανθρώπινο δυναμικό. Να ακούσουμε τη φωνή της κοινωνίας των πολιτών ανά την επικράτεια, από τα στέκια των νέων και τα καφενεία των μεγαλύτερων, μέχρι τους χώρους εργασίας και παντού όπου χτυπά αυθεντικά ο παλμός περιφερειακού προβληματισμού.
Αυτήν ακριβώς την προσπάθεια έχουμε θέσει σε εφαρμογή στο ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής, με τις Περιφερειακές Συνδιασκέψεις μας. Ο πλούτος των προτάσεων που καταγράφουμε σε κάθε περιφέρεια, συνιστούν την καλύτερη “μαγιά” μιας εναλλακτικής ρεαλιστικής πρότασης διακυβέρνησης, που μπορεί να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμπολιτών μας. Οι προοδευτικές καινοτόμες μεταρρυθμίσεις που κάναμε πράξη στο παρελθόν, με πρωτοποριακές έως τολμηρές για την εποχή τους παρεμβάσεις, μας διδάσκουν μέχρι σήμερα πως μπορούμε να τα καταφέρουμε.
Η αναζωογόνηση της υπαίθρου, όμως, όσο εύηχη ακούγεται στους τίτλους, τόσο δυσχερής καθίσταται στην πράξη. Με την εμπιστοσύνη των πολιτών προς την πολιτική στο ναδίρ, χρειάζεται όλοι να είμαστε διπλά προσεκτικοί. Το γνωρίζουμε καλά στη Δυτική Μακεδονία, την περιφέρεια με τις τρεις αρνητικές πρωτιές σε ανεργία, σε μείωση πληθυσμού και σε κατακρήμνιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Οι ευθύνες των έξι χρόνων διακυβέρνησης της Ν.Δ. είναι τεράστιες, με πρώτιστη την αθέτηση της δέσμευσής της για Ρήτρα Δίκαιης Μετάβασης. Πως άραγε να μιλήσεις πειστικά για προσέλκυση νέων επιστημόνων και ψηφιακών νομάδων, όταν σε περιοχές η σύνδεση στο διαδίκτυο είτε “σέρνεται” είτε είναι πλήρως ανύπαρκτη; Πως θα αναπτύξει δυναμική το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας με τόσα θεσμικά, δημοσιονομικά και λειτουργικά εμπόδια να στέκουν ακλόνητα; Ποια χέρια θα επιστρέψουν για να “σηκώσουν” το σύγχρονο παραγωγικό μοντέλο, όταν οι νέες οικογένειες σε ολόκληρη Δυτική Μακεδονία δεν έχουν ούτε καν μία ΜΕΘ Παίδων ούτε ΜΕΝ Νεογνών; Για ποιο μέλλον να μιλήσεις σε έναν ακριτικό τόπο που τον αδικούν συνεχώς και του καταργούν τα στοιχειώδη, μέχρι και την Ιατροδικαστική Υπηρεσία του;
Ο ρεαλισμός, η αλήθεια και η σοβαρότητα, λοιπόν, αποτελούν απαράβατους όρους, για να μην διολισθαίνει κάθε συζήτηση για το μέλλον, σε άγονο εμπαιγμό για το παρόν, που απωθεί την κοινωνία και ιδίως του νέους. Για να μην εργαλειοποιηθεί ακόμα και η ψηφιακή πρόοδος σε πεδίο διεύρυνσης των ανισοτήτων υπέρ ελάχιστων ισχυρών, αφήνοντας πίσω τους μη προνομιούχους. Όσο η Χώρα κατρακυλά μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε σειρά δεικτών ποιότητας και αξιοπρέπειας ζωής, αλλά και αποκεντρωμένης λειτουργίας, εμείς -με το βλέμμα σταθερά στην ύπαιθρο- συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως η σύγκλιση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο αποτελεί αλάνθαστη “πυξίδα” για τα αυτονόητα που, χωρίς πολιτική αλλαγή, παραμένουν τόσο μακρινά για τον ελληνικό λαό.
* Ο Πάρις Κουκουλόπουλος είναι Βουλευτής Κοζάνης και Υπεύθυνος ΚΤΕ Οικονομικών του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής