Του Παύλου Γερουλάνου*
Κάθε μέρα, η Νέα Δημοκρατία μοιάζει όλο και περισσότερο με αυτό που τόσο λυσσαλέα πολέμησε: τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα.
Εξηγούμαι: Αν η μείωση της αγοραστικής και επενδυτικής δύναμης των μεσαίων και παραγωγικών στρωμάτων, το αίσθημα ανασφάλειας του πολίτη, και η καταστρατήγηση των θεσμών ήταν τα τρία θανάσιμα αμαρτήματα της Κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη έχει καταφέρει να τους ανταγωνίζεται και στα τρία. Με αξιώσεις να τους ξεπεράσει πριν χάσει εκλογές. Δεν είναι ότι οι Κυβερνήσεις Μητσοτάκη και Τσίπρα δεν άφησαν και θετικά στοιχεία στην πορεία τους. Παραμένει όμως γεγονός ότι και οι δύο απέτυχαν σε βασικές τους δεσμεύσεις:
Το 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε τις εκλογές υποσχόμενος δραστικά λιγότερους φόρους και περισσότερο εισόδημα για όλους. Η οικονομική αφαίμαξη όμως της μεσαίας τάξης δεν σταμάτησε το 2019. Παρά την, κατά δήλωση, έξοδο από τα μνημόνια, η εισοδηματική κατάσταση των περισσότερων νοικοκυριών επιδεινώθηκε εξαιτίας τριών παραγόντων: των υψηλών έμμεσων φόρων, της εγχώριας ακρίβειας των ολιγοπωλίων και της εμμονής της κυβέρνησης να φορολογεί το επάγγελμα αντί το εισόδημα. Δεν είναι τυχαίο ότι η κυβέρνηση ποτέ δεν αναφέρει το συνολικό αποτύπωμα της φορολογικής της πολιτικής αλλά διαφημίζει αριθμητικά τους φόρους που μείωσε, αρκετοί από τους οποίους βοήθησαν μόνο ή κυρίως τους έχοντες. Οι Έλληνες το 2024 πλήρωσαν 15 δισ. περισσότερους φόρους από το 2019, αύξηση δηλαδή άνω του 29%, τη στιγμή που το πραγματικό ΑΕΠ το 2024 ήταν αυξημένο μόλις κατά 10%. Η εξωφρενική, δε,απόσταση των δηλώσεων του κ. Μητσοτάκη ως αρχηγού αξιωματικής αντιπολίτευσης, και ως Πρωθυπουργού για το υπερπλεόνασμα αποτελεί ένα από τα πιο άρτια δείγματα αναξιοπιστίας που ταλανίζει τον ελληνικό πολιτικό λόγο, αναδεικνύοντας επίσης και την ομοιότητα ως προς το παραγωγικό αποτύπωμα της φορολογικής πολιτικής δύο κυβερνήσεων. Και αν ο κ. Βαρουφάκης περήφανα έκλεισε τις τράπεζες για όλους, ο κ. Μητσοτάκης τις άνοιξε μόνο για λίγους. Παραγωγικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραμένουν αποκλεισμένες από δάνεια, επενδύσεις και επιχορηγήσεις.
Δεύτερη μεγάλη υπόσχεση του κ. Μητσοτάκη το 2019, η ασφάλεια στην καθημερινότητά μας. Μειώθηκαν όμως οι πραγματικές πηγές ανασφάλειας για τις Ελληνίδες και τους Έλληνες; Από την ενδοοικογενειακή βία, τις γυναικοκτονίες και τη βία των νέων, μέχρι τις εν ψυχρώεκτελέσεις και το ξεκαθάρισμα λογαριασμών οργανωμένου εγκλήματος μέσα στις γειτονιές μας, η βία και η ανασφάλεια όχι μόνο δεν περιορίστηκαν από το 2019, αλλά τείνουν να γίνουν μέρος μίας νέας καθημερινής μας «κανονικότητας». Αν σε αυτή την κατάσταση προσθέσει κανείς την αναποτελεσματικότητα αντιμετώπισης των φυσικών καταστροφών σε όλη τη χώρα, τη διολίσθηση της ποιότητας της δημόσιας υγείας,και την τραγική ισοπέδωση κάθε ίχνους εμπιστοσύνης ακόμα και σε τομείς που δεν το φανταζόμασταν, όπως ο σιδηρόδρομος, οι Ελληνίδες και οι Έλληνες έχουμε πολλούς λόγους να μην κοιμόμαστε ήσυχοι. Η έλλειψη ολοκληρωμένου σχεδίου, πόρων και εκπαίδευσης έχει κάνει το ήδη απαιτητικό έργο των ανθρώπων στους οποίους βασιζόμαστε για ασφάλεια, ακόμα δυσκολότερο.
Εκεί όμως που μας έχει εκπλήξει όλους ο κ. Μητσοτάκης είναι με την ταχύτητα με την οποία αθέτησε κάθε έννοια θεσμικότητας που υποσχέθηκε – και είχε τόσο ανάγκη η χώρα δεδομένων των όσων είχε ζήσει επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Μετά, για παράδειγμα, τη Novartis και την εργαλειοποίηση της Δικαιοσύνης ή τον διασυρμό της έννοιας του Δημοψηφίσματος που αποτελεί ένα από τα ιερότερα εργαλεία Δημοκρατίας, κανένας δεν περίμενε ότι ένας πρωθυπουργός που εκλέχτηκε για να αποκαταστήσει τους θεσμούς, θα επιτίθονταν με τέτοιο τρόπο στη λειτουργία τους. Και αν η παρακολούθηση πολιτικών αντιπάλων, δημοσιογράφων, υπουργών, ακόμα και της ηγεσίας του στρατεύματος δεν συγκίνησαν όσο θα περίμενε κανείς τη Δικαιοσύνη και το λαϊκό αίσθημα, ο χειρισμός της τραγωδίας στα Τέμπη θύμισε σε όλους πόσο ασύμβατη είναι η Κυβέρνηση Μητσοτάκη με το κράτος δικαίου. Η αδιαφάνεια, η συγκάλυψη, η προσπάθεια καθοδήγησης της Δικαιοσύνης, η διακωμώδηση κοινοβουλευτικών διαδικασιών, η καταπάτηση του Συντάγματος έχουν πλέον ταυτιστεί και με τους σημερινούς ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου.
Και εκεί που νομίζαμε ότι ο Πρωθυπουργός της χώρας δεν μπορεί να πέσει πιο χαμηλά, άνοιξε το θέμα της Ομάδας Αλήθειας. Τι άλλο θα μπορούσε να κάνει για να μοιάσει με όλα αυτά που κατηγορούσε; Η μόνη διαφορά με τις στρατιές των τρολ του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι «οι δικοί του» δολοφονούν χαρακτήρες επαγγελματικά, για πολλά λεφτά και σε σύνδεση με ιδιώτες που χρειάζονται το κράτος. Δεν μπορώ να ξέρω αν αυτό εννοούσε ο κ. Μητσοτάκης όταν μιλούσε για «συνεργασία δημοσίου – ιδιωτικού τομέα» και «αριστεία», αλλά αναβάθμιση της Δημοκρατίας μας δεν το λες.
Όταν ξεκίνησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 2019, πλεόναζαν τα δημοσιεύματα για την «καλύτερη κυβέρνηση της Ευρώπης». Στις εκλογές του 2023, ο πήχης είχε ήδη πέσει, αλλά κέρδισε λέγοντας «είμαστε καλύτεροι από τους προηγούμενους». Δύο χρόνια μετά, ανταγωνίζονται απλά ποιος είναι χειρότερος.
* Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής