της Aurora Mínguez*
Ο Ρενέ Σιμάνεκ ήταν μέχρι πριν από λίγες ημέρες ο επικεφαλής του γραφείου του Βάλτερ Ρόζενκρατς, που είναι ο πρόεδρος της αυστριακής Βουλής και ανήκει στο ακροδεξιό κόμμα FPO. Στο σπίτι του βρέθηκαν όπλα και ναζιστικά αντικείμενα. Είναι άλλωστε γνωστές οι σχέσεις του με μια νεοναζιστική οργάνωση που θέλει να αναβιώσει τις πολιτοφυλακές του Χίτλερ.
Ο Ρόζενκρατς, που υπερασπίζεται τον συνεργάτη του, αποτελεί τη δεύτερη Αρχή της Αυστρίας μετά τον Πρόεδρο γιατί το κόμμα του έλαβε 29,2% στις εκλογές της 29ης Σεπτεμβρίου.
Αυτά τα πράγματα γίνονται μόνο σε μια χώρα που αρνιόταν για δεκαετίες το ναζιστικό της παρελθόν και έχει μια συντηρητική κοινωνιολογική βάση.
Στη γειτονική Γερμανία, το AfD επιδιώκει με το 20,8% που έλαβε στις πρόσφατες εκλογές να κερδίσει μια αντιπροεδρία στην Μπούντεσταγκ ή μια προεδρία σε μια κοινοβουλευτική επιτροπή, αφού είναι η δεύτερη πολιτική δύναμη της χώρας. Αντίθετα με αυτό που συμβαίνει στην Αυστρία, το κόμμα αυτό παρακολουθείται τουλάχιστον σε μόνιμη βάση για τις εξτρεμιστικές του θέσεις.
Το Βερολίνο και η Βιέννη ζουν αυτή την περίοδο παράλληλες και παρόμοιες πολιτικές διαδικασίες. Οι επόμενοι συντηρητικοί καγκελάριοι δεν έχουν καμιά κυβερνητική πείρα. Ο Φρίντριχ Μερτς είναι βουλευτής και πρώην επιχειρηματίας. Ο Κρίστιαν Στόκερ έχει εμπειρία μόνο σε δημοτική Αρχή, όπως και ο επικεφαλής των σοσιαλδημοκρατών Αντρέας Μπάμπλερ. Η επικεφαλής του Φιλελεύθερου κόμματος Μπεάτε Μάινλ-Ράιζινγκερ είναι απλή βουλευτής. Όλοι αυτοί οι άπειροι ηγέτες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν μια ανερχόμενη Ακροδεξιά, που θα παραμονεύει για να εκμεταλλευτεί οποιοδήποτε λάθος τους.
Υπάρχει μια σημαντική διαφορά: οι Αυστριακοί έχουν «κανονικοποιήσει» εδώ και καιρό τους Νεοναζί, μέχρι του σημείου να αποδεχθούν την προσπάθεια του αρχηγού του Κόμματος της Ελευθερίας Χέρμπερτ Κικλ να σχηματίσει κυβέρνηση με τους συντηρητικούς, παρά τη δήλωσή του ότι πρότυπό του είναι η Ουγγαρία του Όρμπαν. Το Λαϊκό Κόμμα έκανε πίσω μόνο επειδή οι ακροδεξιοί προσπάθησαν να το εξευτελίσουν και τελικά σχημάτισε κυβέρνηση με τους σοσιαλδημοκράτες και τους φιλελεύθερους, κάτι σπάνιο σε μια χώρα συνηθισμένη σε δικομματικές κυβερνήσεις.
Η νέα αυστριακή κυβέρνηση, όπως και η επόμενη γερμανική, θα αντιμετωπίσουν πολίτες απογοητευμένους από την πολιτική, φοβισμένους από τη μετανάστευση και ανήσυχους για τις περικοπές που θα αναγκαστούν να κάνουν και οι δύο κυβερνήσεις για να τονώσουν την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα. Και στα δύο Κοινοβούλια είναι μειωμένη η παρουσία των γυναικών (στο αυστριακό θα είναι 36,6% του συνόλου και στο γερμανικό 32%), κάτι που θα έχει συνέπειες σε κοινωνικά θέματα και ζητήματα που έχουν σχέση με την οικογένεια. Ορισμένες γυναίκες βουλευτές στη Γερμανία λένε ότι οι συνεδριάσεις των οργάνων θυμίζουν την εποχή του Χέλμουτ Κολ, όταν τα περισσότερα μέλη ήταν άνδρες και οι λιγοστές γυναίκες, όπως η Μέρκελ, χρησίμευαν για να δείξουν ότι δεν είναι εντελώς αδύνατη η απομάκρυνση από τα τρία Κ (kűche, kinder, kirche, δηλαδή κουζίνα, παιδιά, εκκλησία). Αλλά φυσικά δεν έπρεπε να μιλάνε πολύ.
Οι συντηρητικοί έχουν καταστήσει σαφές και στις δύο χώρες τι θα κάνουν: αυστηρό έλεγχο της μετανάστευσης και ισχυρή τόνωση της οικονομίας. Ο Μερτς και ο Στόκερ θα προωθήσουν την Ευρώπη της Άμυνας, αν και η Αυστρία θα παραμείνει ουδέτερη χώρα. Οι σοσιαλδημοκράτες εταίροι τους, πάλι, θα προσπαθήσουν να περιορίσουν την επιστροφή στο παρελθόν.
Στη Γερμανία ελπίζουν να αποκτήσουν σύντομα μια σταθερή κυβέρνηση. Στην Αυστρία προσεύχονται ο συνασπισμός να μην πέσει θύμα των εσωτερικών του εντάσεων. Στο κέντρο της Βιέννης, η απόσταση ανάμεσα στην Καγκελαρία, το Κοινοβούλιο και το σπίτι-μουσείο του Φρόιντ είναι μόλις δύο χιλιόμετρα. Ο Φρόιντ, που έζησε το Γ’ Ράιχ, περιέγραψε στο «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» την πάλη ανάμεσα στον Έρωτα και τον Θάνατο, με την ελπίδα ο Έρωτας να επιβληθεί στον αιώνιο εχθρό του. «Ποιος μπορεί όμως να προβλέψει κάτι τέτοιο;» έγραφε. Προς το παρόν οι ακραίοι αγρυπνούν, έτοιμοι για μια νέα έφοδο στην εξουσία.
(*) H Αουρόρα Μίνγκεθ είναι αναλύτρια ευρωπαϊκών θεμάτων
(Πηγή: El País)