Το χρήμα μας δεν είναι επινόηση, κάποιου ευφάνταστου ερευνητή, που ξεπήδησε μέσα από ένα σκοτεινό δωμάτιο, βγαλμένη από το χρονοντούλαπο της ιστορίας. Αντίθετα, είναι προϊόν εξελικτικής διαδικασίας, η οποία ανταποκρίθηκε στις εκάστοτε ανάγκες της κοινωνίας, αρχικά για να καλύψει τις συναλλακτικές διαδικασίες και αργότερα τη δυνατότητα αποθησαύρισης καθώς και τη διακράτηση για λόγους πρόνοιας.
Γράφει ο Χαράλαμπος Γκότσης*
Έτσι, κάθε μορφή χρήματος αποκτούσε σταδιακά διαφορετικά χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας, τουλάχιστον για μια μεγάλη συναλλακτική περίοδο, όχι αντικαθιστώντας την προηγούμενη μορφή νομίσματος. Φτάσαμε λοιπόν στη νέα εποχή, με απαρχή τα μέσα του 17ου αιώνα για την Ευρώπη, στην κοινή χρήση μετρητών που αποτελούνται από κέρματα, χαρτονομίσματα, και καταθέσεις όψεως που κινούνται ηλεκτρονικά (λογιστικό ή τραπεζικό χρήμα). Προσφάτως μας προέκυψαν και τα “κρυπτονομίσματα”, τα οποία ουδόλως όμως αποτελούν νομίσματα, αφού δε γίνονται αποδεκτά από το κοινωνικό σύνολο, που είναι η βασική και αναντικατάστατη προϋπόθεση για να λειτουργεί ένα αντικείμενο ή μια λογιστική εγγραφή, ή ακόμη μια εφαρμογή, ως χρήμα.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν με την απόφαση όλων των μεγάλων κεντρικών τραπεζών του κόσμου να αναπτύξουν ψηφιακά νομίσματα, τα οποία έρχονται με σκοπό να προσφέρουν ταχείες, αλλά και σχεδόν χωρίς κόστος συναλλακτικές υπηρεσίες, με βάση την αξιοπιστία, που ούτως ή άλλως διαθέτουν αυτά τα ιδρύματα, κάτι που αποτελεί και το στρατηγικό τους πλεονέκτημα.
Πού βρισκόμαστε σήμερα
Με πρωτοπορία της Κίνας, η οποία μετά την εισαγωγή του e-CNY βρίσκεται σε φάση ευρύτερης ανάπτυξης, όλες οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα δρόμου για τη δημιουργία του επίσημου ψηφιακού τους νομίσματος. Αυτό κάνει άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία ετοιμάζεται πυρετωδώς. Σε αυτή την πρώιμη φάση είναι αλήθεια, ότι τόσο η αναγκαία ενημέρωση, όσο και οι δείκτες δυνητικής αποδοχής, για ένα τόσο πολύπλοκο θέμα υστερούν. Παρόλα αυτά, δημοσίευσε πρόσφατα έρευνά της, σχετικά με τη χαρτογράφηση της συναλλακτικής συμπεριφοράς των κατοίκων της Ευρωζώνης, όπου διαπιστώθηκε η κυριαρχία των μετρητών, ως μέσο συναλλαγών, τα οποία προσφέρουν το αίσθημα ασφαλείας και εμπιστοσύνης, βασικά συστατικά για την κοινή αποδοχή ενός νομίσματος. Τα στοιχεία δείχνουν, ότι παρά τη σημαντική ώθηση που δόθηκε κατά 12% στις ηλεκτρονικές συναλλαγές στη διάρκεια της πανδημίας σε όλη την Ευρώπη, η κυριαρχία των μετρητών καλά κρατεί. Συνολικά οι κάτοικοι χρησιμοποιούν κατά 59% (τέλη 2022) έναντι 71% (2020) μετρητά. Στις υψηλότερες θέσεις βρίσκεται η Γερμανία με 70%, η Αυστρία με 66%, η Ισπανία με 60%. Η Ελλάδα καταγράφει βελτίωση της θέσης σε συναλλακτική αξία από 75% προ πανδημίας στο 69%. Στις πρώτες θέσεις στη χρήση μετρητών ή στις τελευταίες στη χρήση ηλεκτρονικών μέσων βρίσκονται, η Κύπρος με 81%, η Σλοβακία με 75% καθώς και η Σλοβενία με 74%. Παρά ταύτα η ΕΚΤ βλέποντας την τάση, έδωσε το πράσινο φως τον παρελθόντα Οκτώβριο για την εισαγωγή του ψηφιακού νομίσματός της και προχωρεί στις επόμενες φάσεις υλοποίησης, που περιλαμβάνουν τη μελέτη ανοιχτών ερωτημάτων, επιλογή συστημάτων υποδομής και πλατφόρμας, δοκιμαστική εισαγωγή κλπ. ώστε, όπως υπολογίζεται, προς τα τέλη του 2027 (;) το ψηφιακό Ευρώ να βρίσκεται στη διάθεση των πολιτών της Ευρωζώνης προς χρήση. Μια επίσημη απάντηση στην πλημμυρίδα των κάθε λογής κρυπτονομισμάτων ή μια φυσιολογική εξέλιξη, αξιοποιώντας νέα μετα-εργαλεία όπως είναι η “blockchain technology”;
Δυνατά και αδύνατα στοιχεία του «Ψηφιακού Ευρώ»
Το βασικό ερώτημα που τίθεται σχετικά από τους σκεπτικιστές, με την επέκταση των συναλλακτικών μέσων, όπως παρουσιάζεται η νέα μορφή του ευρώ, είναι: Χρειαζόμαστε το ψηφιακό Ευρώ και αν ναι για ποιο λόγο: Τα επιχειρήματα που συνηγορούν υπέρ της απόφασης έχουν αναλυθεί από τα στελέχη της ΕΚΤ αρκετά διεξοδικά, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι δεν υπάρχουν κενά, τα οποία στη διαδρομή θα πρέπει να αναλυθούν και να υπάρξουν βελτιώσεις, όσο θα φανερώνονται προβλήματα κατά την προετοιμασία.
Πιθανές αδυναμίες
Όταν πρόκειται να εισαχθεί στην κοινωνία ένας νέος θεσμός, είναι φυσικό να αναπτύσσεται διάλογος, ο οποίος κατά βάσιν θα πρέπει να κατατείνει στη βελτίωση του σχεδίου ή ακόμη περισσότερο στην αποφυγή σοβαρών λαθών ή και μειονεκτημάτων. ‘Έτσι και εδώ διαπιστώνονται κάποιες ενστάσεις, όχι υποχρεωτικά από την πλευρά των νομισματικών γερακιών, αλλά και από παράγοντες ανοικτούς στην πρόοδο και την καινοτομία.
α) Αυξημένος κίνδυνος ενός Bank Run
Η βασική επιφύλαξη των σκεπτικιστών συνίσταται στην άποψη, ότι η ύπαρξη του ψηφιακού ευρώ διευκολύνει το έναυσμα και τη γρήγορη μετάδοση ενός Bank Run, υπό προϋποθέσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση θα παρουσιασθούν φαινόμενα απόσυρσης κεφαλαίων όψεως και αποταμιεύσεων από τραπεζικούς λογαριασμούς, με ένα απλό κλικ στο ποντίκι του υπολογιστή, τα οποία θα μετατρέπονται άμεσα σε ψηφιακό κεντρικό νόμισμα (επανέρχεται κατά κάποιο τρόπο το «πληρωτέαι επί τη εμφανίσει!). Και ενώ σήμερα οι καταθέσεις στις εμπορικές τράπεζες, σε περίπτωση χρεοκοπίας, είναι διασφαλισμένες μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ, για τα διαθέσιμα στην κεντρική τράπεζα δεν υπάρχει τεχνητό όριο ασφαλείας, αφού έχει το εκδοτικό προνόμιο, που της εξασφαλίζει άπειρη ρευστότητα, άρα και οι καταθέσεις στην ΕΚΤ θα θεωρούνται απόλυτα ασφαλείς. Από την άλλη η μαζική απόσυρση των καταθέσεων από τις τράπεζες δημιουργεί ανυπέρβλητα προβλήματα στις ίδιες. Είναι γνωστό, ότι οι τράπεζες δε διακρατούν το σύνολο των καταθέσεων σε ρευστότητα πρώτης ζήτησης, αλλά με βάση την πολιτική ελαχίστων διαθεσίμων, ένα μικρό μέρος από αυτές, για να είναι σε θέση με τα υπόλοιπα να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Έτσι, σε περίπτωση εμφάνισης συνθηκών Bunk Run μια τράπεζα ceteris paribus, μη μπορώντας να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των πελατών της για ανάληψη των καταθέσεων, θα οδηγείτο γρήγορα σε χρεοκοπία. Το πρόβλημα είναι ότι η κεντρική τράπεζα απέναντι σε ένα τέτοιο φαινόμενο είναι ανίσχυρη να αντιδράσει, εκτός βέβαια και χρησιμοποιήσει τη δυνατότητα δημιουργίας απεριόριστης ρευστότητας που διαθέτει. Αντ’ αυτού θα μπορούσε ίσως να θέσει ένα όριο για το ποσό της μετατροπής, κάτι όμως που αφαιρεί τη δύναμη κρούσης του διακηρυγμένου μεγάλου πλεονεκτήματος του ψηφιακού ευρώ, ότι δηλαδή αποτελεί ασφαλές καταφύγιο των διαθεσίμων.
β) Επιφυλάξεις των τραπεζών
Μπορεί οι τράπεζες να εκφράζουν ενστάσεις, αφού έχουν εύλογους φόβους ότι περιορίζονται από επικερδείς δραστηριότητες, ενώ θα επωμισθούν και τεράστια κόστη, στο βαθμό που θα ανοίγονται λογαριασμοί εκεί των πολιτών, οι οποίοι θα τηρούνται στην κεντρική Τράπεζα, όμως οι επισημάνσεις τους σε ότι αφορά τις νομισματικές αναταράξεις που είναι δυνατόν να εμφανισθούν από την εισαγωγή του ψηφιακού ευρώ, αξίζει να αναφερθούν. Πρόκειται κυρίως για το φαινόμενο της πιστωτικής ασφυξίας, το οποίο είναι πιθανό να εξελιχθεί μετά από ένα Bank Run, ανεξάρτητα από την ένταση. Με την απόσυρση κεφαλαίων από τις εμπορικές τράπεζες και τη μετατροπή τους σε ψηφιακό ευρώ, όπου και θα βρίσκουν καταφύγιο, στερούνται της δυνατότητας αναχρηματοδότησης των επιχειρηματικών δανείων, τα οποία όμως διασφαλίζουν την ομαλή συνέχιση ης παραγωγικής διαδικασίας σε μια οικονομία. Για να μην υπάρξουν χρεοκοπίες και περιοριστικές πρακτικές που οδηγούν σε ύφεση, θα πρέπει η κεντρική τράπεζα, αφενός να διασφαλίσει κλίμα πιστωτικής εμπιστοσύνης και αφετέρου με τις αποφάσεις της να ενισχύσει με την αναγκαία ρευστότητα τη συνέχιση της χρηματοδότησης. Θα είναι δηλαδή αναγκαία παρέμβαση του τύπου “Whatever it takes “!
γ) Θα είναι μυστικές οι συναλλαγές;
Βασικά πρόκειται για έναν μύθο, ότι με την εισαγωγή μιας νέας μορφής ενός υπάρχοντος νομίσματος θα απολεσθεί η ιδιωτικότητα των συναλλαγών. Είναι άλλωστε κοινά αποδεκτή η πρακτική αρμόδιων δημόσιων φορέων να ακολουθούν, όταν απαιτείται από το νόμο, τη διαδρομή του χρήματος, ανεξάρτητα από τον τρόπο που οι ενδιαφερόμενοι έχουν επιλέξει να ολοκληρώσουν μια συναλλαγή. Το ίδιο συμβαίνει με τα μετρητά, το λογιστικό χρήμα, που δημιουργείται από τις ιδιωτικές τράπεζες, αλλά και με τις πλατφόρμες πληρωμών, οι οποίες κατέχουν τα προσωπικά στοιχεία, είτε απευθείας είτε εμμέσως και μάλιστα τα αξιοποιούν συχνά, με άγνοια των ενδιαφερομένων και για επιχειρηματικές χρήσεις. Συνεπώς, ακούγεται παράδοξο να εμπιστεύεται κανείς ιδιώτες, συχνά μη εποπτευόμενους και όχι την κεντρική του τράπεζα.
Τα οφέλη από την εισαγωγή
Το βασικότερο επιχείρημα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στην απόφασή της να προχωρήσει στη δημιουργία του ψηφιακού ευρώ, είναι, χωρίς αμφιβολία, μακρο-νομισματικού περιεχομένου. Επιγραμματικά: «Με τη διαρκώς μειούμενη χρήση μετρητών, το ψηφιακό ευρώ, ως νομισματικό καταφύγιο, θα φροντίζει για τη λειτουργικότητα του συστήματος συναλλαγών και θα του παρέχει την αναγκαία εμπιστοσύνη και σταθερότητα». Ειδικότερα, οι βασικές επιδιώξεις-πλεονεκτήματα της νέας νομισματικής μορφής, συνοψίζονται στις εξής:
α) Στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης
Στην πραγματικότητα η επιχειρούμενη παρέμβαση δεν έχει να κάνει με την εισαγωγή ενός νέου νομίσματος, το οποίο ούτως ή άλλως υπάρχει και χαίρει μάλιστα μεγάλης αποδοχής τόσο στο εσωτερικό της Ευρώπης αλλά και παγκοσμίως. Εκείνο που οδήγησε την ΕΚΤ στην απόφαση είναι η παρατηρούμενη ραγδαία μεταβολή στις συνήθειες πληρωμών του κοινού και από την άλλη η αυξημένη παρουσία ιδιωτικών συστημάτων πληρωμών, των οποίων η παρέμβαση θα μπορούσε να επηρεάσει, όχι μόνο επιχειρηματικά το τοπίο αλλά και να δημιουργήσει προβλήματα και στην ευχέρεια που απαιτείται από μια εκδοτική τράπεζα να ρυθμίζει τη νομισματική πολιτική στο χώρο της. Θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς μάλιστα ότι και από την πλευρά των ΗΠΑ, παρόμοιες σκέψης και φόβοι, ήταν κυρίαρχοι, όταν η FED αποφάσιζε σχεδόν ταυτόχρονα με την ΕΚΤ, να αναπτύξει το δικό της ψηφιακό “Fed Now”. Το νέο ψηφιακό σύστημα πληρωμών θα προσφέρει ανταγωνιστικές υπηρεσίες με το ιδιωτικό πχ PayPal ή άλλα μικρότερα συστήματα, με τα οποία θα λειτουργεί παράλληλα.
β) Αλλαγή στη «νομισματική βάση»
Μόνο που η παρέμβαση της ΕΚΤ είναι πιο ευρύτερη και ουσιαστική. Δεν προτίθεται να δημιουργήσει απλά ένα νέο σύστημα πληρωμών, αλλά ένα πραγματικό ψηφιακό νόμισμα με ξεκάθαρα χαρακτηριστικά ενός Central Bank Digital Currency.
Σήμερα, στην πραγματικότητα, η ποσότητα του χρήματος που κυκλοφορεί στην οικονομία (σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις αλλά και στις τράπεζες) αποτελείται grosso modo από μετρητά (τραπεζογραμμάτια και κέρματα) που εκδίδει η ΕΚΤ και λογιστικό χρήμα που δημιουργείται από τις εμπορικές τράπεζες, κάθε φορά που αυτές χορηγούν ένα δάνειο. Η αναλογία είναι περίπου 40% κεντρικό χρήμα με 60% λογιστικό. Η μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι το λογιστικό χρήμα, σε περίπτωση χρεοκοπίας μιας τράπεζας εξαφανίζεται, κάτι που δε συμβαίνει με το κεντρικό χρήμα. Αυτό εξηγεί άλλωστε και τη μεγάλη προτίμηση ακόμη των μετρητών έναντι του ηλεκτρονικού χρήματος.
Έτσι, το νέο είναι, ότι δημιουργείται μια νέα μορφή χρήματος η οποία, παρότι έχει ψηφιακό υπόβαθρο, δεν είναι λογιστικό, αλλά κεντρικό χρήμα. Ένα νόμισμα δηλαδή που δεν κινδυνεύει να χαθεί ως αποτέλεσμα μιας τραπεζικής κρίσης. Θέματα ορίων ή περιορισμών στη διακράτηση ψηφιακού χρήματος στην ΕΚΤ βρίσκονται ακόμη στο στάδιο μελέτης, όπου θα τρέξουν πιθανά σενάρια προσαρμογής στο νέο σύστημα. Χωρίς αμφιβολία η εκκίνηση θα πρέπει να γίνει με ένα σχετικά μικρό ποσό και σταδιακά να διευρύνεται, ταυτόχρονα με το βαθμό διείσδυσης στην αγορά και στη συνείδηση των πολιτών.
Summa summarum, η σχεδιαζόμενη εισαγωγή του ψηφιακού ευρώ, που δεν θα αντικαταστήσει το χαρτονόμισμα αλλά θα χρησιμοποιείται παράλληλα, δε γίνεται απλώς για να δηλώσει τη διάθεση της ΕΚΤ να ακολουθήσει τις ψηφιακές αλλαγές της μεταεποχής, ούτε ως απάντηση στα αμφισβητούμενης ποιότητας και χρησιμότητας κρυπτοκατασκευάσματα, που υποθάλπουν, κατά την πρόσφατη μελέτη του ΟΗΕ, παράνομες ενέργειες, ακόμη και δραστηριότητες εγκληματικών οργανώσεων. Γίνεται για να σηματοδοτήσει μια νέα εποχή και ένα αυξημένο ρόλο, με την αντίστοιχη ευθύνη, της κεντρικής μας τράπεζας, της οποίας οι αποφάσεις τα τελευταία χρόνια ξεφεύγουν συχνά από τη παραδοσιακή συντηρητική συμπεριφορά, που μας έχουν συνηθίσει αυτά τα ιδρύματα. Ενώ αντίθετα, η διαχείριση της δημοσιονομικής πολιτικής, που επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια της πολιτικής εξουσίας εντός των πολιτικών οργάνων, εθνικά και ευρωπαϊκά, έχει να επιδείξει σημαντικές ολιγωρίες και αδυναμίες προσαρμογής. Βεβαίως, σε ότι αφορά την εισαγωγή του ψηφιακού ευρώ, τα αποτελέσματα είναι εκείνα που θα κρίνουν τις αποφάσεις, τους χειρισμούς και την οργανωτική επάρκεια του θεσμού. Μόνο κριτήριο δε θα πρέπει να είναι, η διευκόλυνση της ζωής των ανθρώπων και η βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας του συνόλου.
*Καθηγητής Οικονομικών, τ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς