Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στην συνεδρίαση της 25/1/2024 αποφάσισε την μη μεταβολή των βασικών επιτοκίων μετά τη συνεχή αύξηση τους από τον Ιούλιο του 2022, προσδοκώντας τότε ότι τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης νομισματικής πολιτικής της αύξησης των επιτοκίων θα εμφανισθούν με την μείωση του επιπέδου του πληθωρισμού μετά την πάροδο 12-18 μηνών.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη και Βασίλειου Γ. Μπέτση
Η προσδοκία αυτή της ΕΚΤ βασιζόταν στην εκτίμηση ότι η σταδιακή αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσε να ελέγξει την εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού με την μείωση της ζήτησης και με την δημιουργία συνθηκών ευνοϊκότερης ισορροπίας της συνολικής προσφοράς.
Όμως μετά μία διετία πληθωριστικών πιέσεων, όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, ο πληθωρισμός δεν είναι νομισματικής προέλευσης και ως εκ τούτου η αντιμετώπιση του, όπως υποστηριζόταν το 2022, δεν θα μπορούσε να προκύψει από μέτρα (αύξηση επιτοκίων) νομισματικής πολιτικής (Olivier Passet, Xerfi, 2022).
Η επαλήθευση αυτής της άποψης αναδεικνύει με τον πιο εύληπτο τρόπο την μη επαρκή αντιμετώπιση του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα η συντελούμενη μείωση της ζήτησης κατά την διάρκεια της τελευταίας διετίας να επιφέρει επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα, μετεξελίσσοντας το πληθωριστικό φαινόμενο στην Ευρώπη, με διαφοροποιήσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε κίνδυνο εγκαθίδρυσης συνθηκών στασιμότητας, ύφεσης και στασιμοπληθωρισμού. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόεδρος της ΕΚΤ Chr.Lagarde αναγνώρισε πρόσφατα την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομικής δραστηριότητας και την μείωση των πληθωριστικών πιέσεων υπογραμμίζοντας τον στόχο (2%) της αύξησης των τιμών στην ευρωζώνη και την αόριστη, ως προς τον χρόνο, προοπτική της μείωσης των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την διάρκεια των επόμενων μηνών του τρέχοντος έτους.
Στο ίδιο πνεύμα ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) Jerome Powell αναγνώρισε πρόσφατα σε συνέντευξη του μετά την συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ ότι τα τελευταία δύο χρόνια η νομισματική πολιτική στις ΗΠΑ ήταν αρκετά σφιχτή με τα επιτόκια να βρίσκονται σε επίπεδο που είναι αρκετά υψηλότερο από αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί περιοριστικό. Παράλληλα ο πρόεδρος της Fed διατύπωσε την εκτίμηση ότι εφόσον τα επιτόκια βρίσκονται σε ανώτατο επίπεδο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα αποφασίσει κάποια στιγμή την σταδιακή μείωση των επιτοκίων κατά το 2024.
Όμως είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι η καθυστέρηση της επιστροφής του πληθωρισμού στις ΗΠΑ και την ευρωζώνη στο επίπεδο του 2%, παρά την ασκούμενη νομισματική πολιτική της Fed και της ΕΚΤ σε χρόνο, σε ρυθμό και σε επίπεδο αύξησης των επιτοκίων, οφείλεται, κατά βάση, στην αντίφαση μεταξύ της πολιτικής της αύξησης των επιτοκίων και του χαρακτήρα και των αιτίων των πληθωριστικών πιέσεων. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι ενώ ο συγκεκριμένος πληθωρισμός είναι πληθωρισμός της προσφοράς, η ασκούμενη νομισματική πολιτική της αύξησης των επιτοκίων επιλέχθηκε από την Fed και την ΕΚΤ ωσάν να είναι πληθωρισμός της ζήτησης.
Αντίθετα, ως πληθωρισμός της προσφοράς με παρενέργειες στην μείωση της ζήτησης, στην επιβράδυνση και την ύφεση της οικονομικής δραστηριότητας, απαιτείται για την αποτελεσματική του αντιμετώπιση: α) άμεσα μέτρα χρηματοδοτικής υποστήριξης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, της μείωσης των τιμών των ενεργειακών προϊόντων, των μεταφορών και των τροφίμων και β) βραχυ-μεσοπρόθεσμα μέτρα αλλαγής της δομής της προσφοράς και του εφοδιασμού, ιδιαίτερα των ενεργειακών προϊόντων και των τροφίμων. Όμως στην Ευρωπαϊκή Ένωση η ΕΚΤ με την αύξηση των επιτοκίων συμβάλλει, μεταξύ άλλων, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, στην μείωση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, κινούμενη στον άξονα του πληθωρισμού ενάντια στον πληθωρισμό, με τίμημα, μεταξύ άλλων, την προσδοκία αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων, αλλά διαμέσου της στασιμότητας, της επιβράδυνσης και της ύφεσης, της μείωσης της ζήτησης, της κρίσης του κόστους διαβίωσης των νοικοκυριών και της επιδείνωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών. Έτσι, οι κοινωνικο-οικονομικές αυτές επιπτώσεις της ασκούμενης νομισματικής πολιτικής (αύξηση των επιτοκίων) στην Ευρωπαϊκή Ένωση εκτιμάται ότι θα απομακρύνει κατά το επόμενο χρονικό διάστημα την ευρωζώνη και τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την έναρξη ενός ενάρετου αναπτυξιακού κύκλου καθώς και από την ταχύτερη επιστροφή του πληθωρισμού στα επίπεδα του 1%-2%.
Στις συνθήκες αυτές και σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον επιβράδυνσης ή στασιμότητας στα κράτη-μέλη και ύφεσης στην μεγαλύτερη οικονομία (Γερμανία) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτείται η ΕΚΤ να δρομολογήσει άμεσα την μείωση των επιτοκίων κατά το επόμενο χρονικό διάστημα. Στην κατεύθυνση αυτή εκτιμάται ότι η επιλογή μείωσης των επιτοκίων θα αποτρέψει σταδιακά την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας η οποία έγινε άμεσα αντιληπτή, μεταξύ άλλων, και στα δημοσιονομικά ελλείμματα των κρατών-μελών (Chr. Chavagneux, Alternatives Economiques, 29/1/2024).
Παράλληλα θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ανάπτυξης και διεύρυνσης του κοινωνικού και δημοσιονομικού χώρου της ευρωπαϊκής οικονομίας. Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρυθμός αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ ήταν ταχύς (επιθετική νομισματική πολιτική) και επιβάρυνε την ευρωπαϊκή οικονομία ταχύτερα από το αναμενόμενο χωρίς να ευθύνεται η επιτάχυνση των επιπτώσεων (Eric Heyer, OFCE, 2024). Ως εκ τούτου η επιλογή της μείωσης των επιτοκίων από την ΕΚΤ απαιτείται να είναι αρκετά δυναμική, προκειμένου η αντιστροφή της κοινωνικο-οικονομικής πορείας της ευρωπαϊκής οικονομίας και των κρατών-μελών να επιτευχθεί σε ταχύτερο χρόνο σε όφελος της ανάπτυξης, της διεύρυνσης του δημοσιονομικού χώρου (Chr. Chavagneux, 29/1/2024) και του αποτελεσματικού ελέγχου του πληθωρισμού, ιδιαίτερα των τροφίμων, των ενεργειακών προϊόντων και των κερδών της απληστίας.
Των
Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου