Εάν απευθύναμε το ερώτημα του τίτλου σε μία ομάδα δέκα ανθρώπων είναι μάλλον βέβαιο πως οι περισσότεροι θα κοίταζαν αμήχανα. Τι μπορεί να μας θυμίζει η νέα χρονιά που εισέβαλε όπως ακριβώς αποχώρησε με θόρυβο η προηγούμενη: με νέα ένταση του πολέμου στην Ουκρανία, με πρωτοχρονιάτικη επίθεση της Χαμάς στο Τελ Αβίβ, με περίπου 22.000 καταμετρημένους νεκρούς στην Γάζα, σύμφωνα με την Παλαιστιανική Αρχή.
Με έναν ισχυρό σεισμό στην Ιαπωνία που προκάλεσε συναγερμό για διαρροή πυρηνικής ενέργειας και με την κλιματική κρίση να έχει αφήσει βαθύ αποτύπωμα το 2023, σε τέτοιο βαθμό που οι ειδικοί να εκτιμούν πως βρισκόμαστε στο σημείο εκείνο που από εδώ και στο εξής είναι ελάχιστα αυτά που μπορούμε να κάνουμε για την αναστροφή του φαινομένου. Και η πρόσφατη σύνοδος του COP28 στο Ντουμπάϊ έδειξε πως περισσεύει η ανησυχία, εκλείπει, όμως, η βούληση των ισχυρών του πλανήτη για γρηγορότερα βήματα.
Αλλά και καθ΄ημάς ζοφερό το αποτύπωμα του παρελθόντος έτους. Από την τραγωδία των Τεμπών μέχρι τις καταστροφές του καλοκαιριού, αλλά έως και τις τελευταίες μέρες, πριν φωταγωγήσουν τα λαμπερά πυροτεχνήματα τον ουρανό της Αθήνας, παρακολουθήσαμε ενεοί αλλά παράλυτοι το χρονικό του θανατικού και της έκπτωσης. Οι αριθμοί κάποιων στατιστικών ακμάζουν -ας μην το υποτιμάμε-, η κοινωνία της καθημερινότητας στενάζει.
Τι μπορεί, λοιπόν, να θυμίζει σε κάποιον το 2024 εκτός από την ελπίδα να σβήσει τα σκοτάδια του 2023;
Κι’ όμως. Σε αυτή τη νέα χρονιά διανύουμε ήδη μια σπουδαία επέτειο. Πενήντα χρόνια από την ίδρυση της μακροβιότερης και ανθεκτικότερης δημοκρατικής περιόδου στον τόπο. Αυτό που ορίσαμε ως Μεταπολίτευση και στην διαδρομή αυτής της πεντοκονταετίας σπεύσαμε αρκετές φορές να περιγράψουμε το τέλος της, ή την μετά-Μεταπολίτευση.
Την άλλη επέτειο, αυτήν της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό και της ίδρυσης του Ελληνικού κράτους, προσπαθήσαμε να την γιορτάσουμε και να την θέσουμε σε ευρεία διαβούλευση: διανοούμενοι, ιστορικοί, αναθεωρητές και πιστοί στο εθνικό αφήγημα, σκεπτικιστές και σημαιοφόροι, όλοι μαζί με την πολιτική ηγεσία, μέσα από επιτροπές και υποεπιτροπές. Την “ρούφηξε” η πανδημία, ελάχιστα έγιναν, τελικά, και ακόμα λιγότερα στάθηκε εφικτό να φτάσουν στους πολίτες. Μάλλον χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία.
Γενικώς, έχουμε μία τάση να σηκώνουμε τις επετείους ως λάβαρα και μετά να τις θάβουμε βαθιά στην διαστρέβλωση και την εμπορευματοποίηση της δήθεν αυθεντικής εκπροσώπησης. Κάποιοι “δικαιούνται” να επικαλούνται ιερά και όσια, μνήμες και κληρονομιές, κάποιοι, άλλοι, όχι. Και μετά να τις ξεχνάμε και να συνεχίζουμε αδιάκοπα την πορεία προς την αναίρεση κάθε νοήματος που θα μπορούσε να αφήσει κάθε επέτειος.
Το 2024 θα μπορούσε να είναι, πραγματικά, μία ευκαιρία να μην κάνουμε το ίδιο. Να γυρίσουμε πίσω και να δούμε αυτά τα πενήντα χρόνια χωρίς την βοή των διχασμών μας. Να αναστοχαστούμε και να επανορίσουμε, πιθανώς, την ουσία και την αξία της δημοκρατίας στις μέρες μας. Με λευκή σελίδα, χωρίς να θεωρούν οι μεν ότι κατέχουν τους τίτλους ιδιοκτησίας (της), και οι δε να αναιρούν την αξία κατακτήσεων που έγιναν όλα αυτά τα χρόνια από “αντιπάλους”.
Η 50αετής δημοκρατία μας δεν ήταν σε όλη αυτή την πορεία ακέραια και ακηλίδωτη. Κάποιοι την έχουν περιγράψει ως “ατελή δημοκρατία” και νομίζω είναι μία έκφραση που της ταιριάζει. Η Ελλάδα και οι Έλληνες του ’74, ωστόσο, δεν είναι η χώρα και οι πολίτες της σήμερα. Έχουμε προκόψει, έχουμε αλλάξει, έχουμε κερδίσει πολλά. Έχουμε μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση (αν και συχνά περισσότερο απ΄ όσο μας αξίζει), αυτοπεποίθηση, αποκτήσαμε σε μεγάλο βαθμό την αίσθηση του ανήκειν σε διεθνή σύνολα, όπως η ΕΕ, αν και ενίοτε κρατάμε από την ένταξη αυτή όσα ταιριάζουν στην ανατολίτικη πονηριά μας και παραπέμπουμε άλλα στις καλένδες (μας).
Το 2024, θα μπορούσε να είναι μία τέτοια ευκαιρία. Να μιλήσουμε για την ανάγκη μεγάλων μεταρρυθμίσεων, για την αλλαγή του παραγωγικού μας μοντέλου, για το κράτος δικαίου, για το κράτος εν γένει, για τον ρόλο της Εκκλησίας και των ομαδοποιημένων δήθεν αυθεντικών ερμηνευτών του “πατρίς, θρησκεία, οικογένεια” που κρατούν την χώρα στην όπισθεν και επιβάλλουν αναχρονισμούς.
Πολλά ακόμα θα μπορούσαν να τεθούν σε μία τέτοια συζήτηση.
Κυρίως, όμως, το εξής:
Εάν, παρατηρώντας την μεγάλη εικόνα της ιστορίας μας συμφωνούμε πως η επέτειος της ίδρυσης της μακροβιότερης και ανθεκτικότερης δημοκρατικής περιόδου (της) έχει ανάγκη επανορισμού, προκύπτει το ερώτημα “πώς θέλουμε να είναι η επόμενη φάση αυτής της δημοκρατικής περιόδου”.
Πώς θα είναι τα επόμενα 50 χρόνια, πώς θα ενισχύσουμε και θα βαθύνουμε την δημοκρατία και πώς θα αφοπλίσουμε τις εστίες αναχρονισμού και οπισθοδρόμησης. Διότι οι δημοκρατίες αρχίζουν να κινδυνεύουν όταν πολιτικό σύστημα, θεσμοί και πολίτες αρχίζουν να πιστεύουν πως είναι ακλόνητες. Κι αν δει κανείς την γενικότερη ευρωπαϊκή τάση αντιλαμβάνεται πως “κερκόπορτες” υπάρχουν και καθ΄ημάς.
Δύο-τρία πρόσφατα δείγματα εκκολαπτόμενων σφοδρών αντιδράσεων των εστιών αναχρονισμού, που λέγαμε, για μεγάλα θέματα που θα ανοίξουν προσεχώς, μπορούν να πείσουν.