“Η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν εκατέρωθεν πλήττουν σφοδρότερα του αναμενομένου, άμεσα αλλά και σε βάθος χρόνου, την ευρωπαϊκή οικονομία και συνεπώς και την ελληνική. Από την άλλη πλευρά η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, ως απάντηση της ΕΚΤ αλλά και όλων των κεντρικών τραπεζών στις πληθωριστικές πιέσεις φέρνει αύξηση των επιτοκίων και διόγκωση του κόστους δανεισμού”.
Αυτό επισημαίνει σε άρθρο του στο libre ο Γιώργος Καρανίκας, Πρόεδρος της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου & Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ), και προσθέτει:
- Η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, με τον αντίκτυπο να αναμένεται περισσότερο αισθητός κατά το επόμενο έτος.
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ
Η ελληνική οικονομία και επιχειρηματικότητα, παρά τις αξιοσημείωτες αντιστάσεις που «χτίζουν» από την έναρξη της πανδημίας, φαίνεται σήμερα εξαιρετικά δύσκολο να μην υποστούν τους επόμενους μήνες – αν όχι το σύνολο – ένα μεγάλο μέρος των αναταράξεων που προκαλούν σε όλη την ευρωζώνη οι νέες, αλληλοτροφοδοτούμενες και αλληλοεπικαλυπτόμενες, παγκόσμιες κρίσεις. Οι τελευταίες εξελίξεις στο ενεργειακό και γεωπολιτικό πεδίο οδηγούν σε αναθεώρηση επί τα χείρω τις εκτιμήσεις των οικονομικών αναλυτών.
Το γενικότερο πλαίσιο παραμένει εξαιρετικά ρευστό. Η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν εκατέρωθεν πλήττουν σφοδρότερα του αναμενομένου, άμεσα αλλά και σε βάθος χρόνου, την ευρωπαϊκή οικονομία και συνεπώς και την ελληνική. Η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, με τον αντίκτυπο να αναμένεται περισσότερο αισθητός κατά το επόμενο έτος.
Η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, ως απάντηση της ΕΚΤ αλλά και όλων των κεντρικών τραπεζών στις πληθωριστικές πιέσεις φέρνει αύξηση των επιτοκίων και διόγκωση του κόστους δανεισμού. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να πλήξει πολλές ελληνικές επιχειρήσεις που εδώ και πολύ καιρό αναζητούν εναγωνίως ρευστότητα, ούσες στην πράξη «αποκλεισμένες» από την τραπεζική χρηματοδότηση. Ακόμη και επενδυτικές ενέργειες δεν αποκλείεται να «παγώσουν» ή να μετατεθούν για αργότερα, επιβραδύνοντας με αυτόν τον τρόπο την ανάπτυξη. Σε μία περίοδο μάλιστα, που οι όροι και οι προϋποθέσεις ένταξης στα ευρωπαϊκά προγράμματα δεν εξασφαλίζουν ισότιμη συμμετοχή όλων των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και των πολύ μικρών, όπως πολλές φορές έχει επισημάνει η ΕΣΕΕ.
- Η αποδυνάμωση της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας αναμένεται ότι θα έχει το επόμενο έτος επιπτώσεις και στις εγχώριες εξαγωγές προϊόντων αλλά και υπηρεσιών (τουρισμός), αφού οι αλλοδαποί καταναλωτές και ταξιδιώτες – με εξαίρεση ίσως τους αμερικανούς πολίτες λόγω της ευνοϊκής ισοτιμίας του δολαρίου έναντι του ευρώ – μετά από τον επικείμενο σφοδρό «ρωσικό χειμώνα» πιθανότατα θα έχουν περιορισμένο διαθέσιμο εισόδημα άρα και μειωμένη αγοραστική δύναμη στα ταξίδια τους.
Αλλά και το τρέχον έτος, η επιστροφή του τουρισμού στα επίπεδα του 2019 – που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα καταστεί εφικτή στο σύνολο της τουριστικής περιόδου – δεν φέρνει χαμόγελα σε όλες τις επιχειρήσεις, παρά μόνο σε εκείνες που βρίσκονται πλησίον στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς. Όπως δείχνουν τα στοιχεία της εμπορικής δραστηριότητας κατά τη θερινή περίοδο, οι τουριστικές ροές ενίσχυσαν σαφώς τις επιχειρήσεις στις αμιγώς τουριστικές αγορές, η εικόνα όμως είναι πολύ διαφορετική σε αρκετά αστικά κέντρα και περιοχές που δεν αποτελούν τουριστικούς προορισμούς.
Ωστόσο, η χειρότερη και η μεγαλύτερη πρόκληση είναι οι αρνητικές προσδοκίες για έναν (ίσως και περισσότερους) εξαιρετικά δύσκολο χειμώνα που απειλεί ακόμη και κραταιές ευρωπαϊκές οικονομίες.
Πολλά νοικοκυριά σε αρκετά κράτη δεν αποκλείεται να παγώσουν κυριολεκτικά λόγω αδυναμίας πληρωμής των αυξημένων λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου. Για αυτούς τους πολίτες το «πάγωμα» της κατανάλωσης θα είναι το επόμενο, «αναγκαστικό» στάδιο, που θα επιφέρει και το πάγωμα των εσόδων στις εμπορικές επιχειρήσεις. Στις ίδιες χώρες πολλές βιομηχανίες και βιοτεχνίες θα πρέπει ίσως να μειώσουν τις ώρες λειτουργίας τους για να αντισταθμίσουν το κόστος προμηθειών και ενέργειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις θέσεις απασχόλησης και τις αποδοχές των εργαζομένων τους.
Σίγουρα, η μικρότερη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από το ρωσικό αέριο δίνει ένα περιθώριο χρόνου και «ελιγμών» στη χώρα μας.
Με «όπλο» την υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων το πρώτο οχτάμηνο του έτους τα νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις περιμένουν με αγωνία τις κυβερνητικές εξαγγελίες της ΔΕΘ, την ώρα που εντείνονται οι διαβουλεύσεις για μία «κεντρική» και δραστική απάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο υπέρογκο ενεργειακό κόστος. Επιπλέον, ανοδική ώθηση στην οικονομία θα ασκήσουν οι σταδιακές εκταμιεύσεις των ευρωπαϊκών προγραμμάτων, είτε αυτά αφορούν το νέο ΕΣΠΑ είτε το Πρόγραμμα Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
- Αυτά όμως επ’ ουδενί δεν καθιστούν την Ελλάδα μία ασφαλή «νησίδα» στην ευρωπαϊκή τρικυμία. Αντίθετα, είναι πολλά τα ευάλωτα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις στη χώρα μας, που θα χρειαστούν επιπλέον στήριξη για να μη συνθλιβούν στις συμπληγάδες των εξωγενών κρίσεων.
Στο νέο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον που αναδύεται από την ρωσοουκρανική σύρραξη αποκτούν εξέχουσα σημασία αφενός ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός που θα στοχεύει στην ενεργειακή αυτονομία της χώρας μας, αφετέρου η άμεση θωράκιση της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας απέναντι στην ενεργειακή «καταιγίδα» που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.