Είναι τα εθνικά θέματα υπεράνω κριτικής και πολιτικής αντιπαράθεσης; Το ερώτημα επανέκαμψε με αφορμή την τελευταία συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής σχετικά με την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία και επ΄ αυτού διαμορφώνονται δύο “σχολές” προσέγγισης. Θα έλεγε κανείς πως πρόκειται περισσότερο για “σημαίες ευκαιρίας” με πυροτεχνήματα και ευφυολογήματα τηλεοπτικής κατανάλωσης και δεν διαθέτουν θεωρητικό υπόβαθρο και επεξεργασία.
Αυτό είναι αρκετά επικίνδυνο επειδή “εκπαιδεύει” κοινά που τοποθετούνται μέσα στην οχλοβοή του “άσπρου-μαύρου” που εναλάσσονται ανάλογα με το ποιά είναι η κυβέρνηση και ποιές κομματικές σκοπιμότητες εξυπηρετούνται. Τα πράγματα είναι σαφώς πιο σύνθετα και πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν κάθε φορά η γεωπολιτική πραγματικότητα (που δεν είναι σταθερή αλλά εναλλασσόμενη), οι συσχετισμοί ισχύος και η πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας.
Οι χειραγωγούμενοι πολίτες –τους οποίους τα κόμματα αντιλαμβάνονται ως εκλογικά ακροατήρια και όχι ως συνδιαμορφωτές των πολιτικών– παρασύρονται εύκολα από την άποψη πως η επίλυση, για παράδειγμα, του ονοματολογικού (Μακεδονικό) συνιστά “ξεπούλημα” και “προδοσία” στο ότι η προσέγγιση με την Τουρκία ακόμα και μέσω “αμοιβαίων υποχωρήσεων” (…) αποτελεί εθνική στάση και τούμπαλιν. Αυτός ο μανιχαϊσμός τροφοδοτεί πολιτικές του “αντί” και πόρρω απέχει από τεκμηριωμένες στρατηγικές που πρέπει να έχει κάθε σοβαρό κράτος που αντιλαμβάνεται ολιστικά τον ρόλο του στις διεθνείς εξελίξεις.
Πρέπει να γυρίζει κανείς στα βάθη του πολιτικού χρόνου για να αναζητήσει τις ευθύνες σχετικά με το ποιος/ποιοι ξεκίνησαν αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι της διαστροφής και της σύγχυσης. Ανεύθυνος ουδείς, ωστόσο ο μηχανισμός επίρριψης ευθυνών θα συνεχίσει να κατατρώει την ουσία της εξωτερικής μας πολιτικής. Πρέπει κάποια στιγμή να μπει ένα τέλος σε όλα αυτά.
Συνηθίζουμε, για παράδειγμα, να επισημαίνουμε το γεγονός ότι ο μεγάλος γεωπολιτικός αντίπαλος μας, η Τουρκία, διέπεται εδώ και πολλές δεκαετίες από την προσήλωση στην οικοδόμηση των διεκδικήσεών της και ασχέτως κυβερνήσεων επιχειρεί να δημιουργήσει τετελεσμένα. Και το επισημαίνουμε, μάλιστα, επιβραβεύοντας έμμεσα την στραθερότητα στην στρατηγική της. Εμείς, όμως, δεν κάνουμε το ίδιο. Επικαλούμαστε δήθεν “πάγιες” θέσεις, τις οποίες βαφτίζουμε εθνικές, αν και πολύ συχνά τις καταστρατηγούμε.
Βεβαίως, ακόμα και στα εθνικά θέματα καμία θέση δεν μπορεί να είναι πάγια. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε εμμονή και τύλφωση. Ο κόσμος αλλάζει και τα γεωπολιτικά και επιχειρησιακά δεδομένα τροποποιούνται στο διάβα του χρόνου. Τα συμφέροντα, δε,πρέπει να είναι αυτά που να καθοδηγούν τον τρόπο με τον οποίο και η δική μας πατρίδα θα στέκεται απέναντι στις προκλήσεις.
Για να συμβεί αυτό είναι αυτονόητο πως απαιτούνται:
–Να μην καλλιεργούνται πολιτικοί και κοινωνικοί διαχωρισμοί. Καμία κυβέρνηση δεν πρέπει να χαρακτηρίζεται έμμσα ή άμεσα λιγότερο πατριωτική από μία άλλη.Δεν υπάρχει τίποτε πιο ευάλωτο σε μια διπλωματική -πολλω δε μάλλον σε μια στρατιωτική- αντιπαράθεση από τις κοινωνίες όπου φωλιάζει ο διχασμός και η εχθροπάθεια,
-Η όποια τροποποίηση της (εθνικής) στρατηγικής να στηρίζεται στη συνεννόηση -ενδεχομένως και στη συναίνεση- των παραγωγών της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Να είναι αποτέλεσμα ανάλυσης, τεκμηρίωσης και συμφωνίας των θεσμικών και πολιτικών οργάνων και δυνάμεων.
Στην περίπτωση, για παράδειγμα, της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας το ζητούμενο δεν έπρεπε να είναι οι αμυντικοί εξοπλισμοί αυτοί καθ’ αυτοί. Το γεγονός ότι οι ένοπλες δυνάμεις χρειάζονται ενίσχυση και ανανέωση είναι κάτι δεδομένο, αφενός λόγω της κλιμάκωσης της τουρκικής επιθετικότητας, αφετέρου λόγω της θέσης της χώρας στον διεθνή καταμερισμό ισχύος (ΝΑΤΟ,Ε.Ε). Κανένα από τα κόμματα εξουσίας -παρά τις κατά καιρούς αμφισημίες και τους βερμπαλισμούς- δεν αμφισβητεί τα παραπάνω. Τουλάχιστον στην επίσημη έκφρασή τους.
Ούτε επισήμως ο ΣΥΡΙΖΑ που καταψήφισε τη συγκεκριμένη συμφωνία έχει διαφορετική στάση ως προς τα παραπάνω. Οι ενστάσεις του αφορούσαν το κόστος των εξοπλισμών και δύο συγκεκριμένα άρθρα της συμφωνίας.
Εκείνο, ωστόσο, που δεν συζητήθηκε ευρέως επειδή κυρίαρχησε η αντιπαράθεση των “εκλογικών ακροατηρίων”, είναι εάν το άρθρο 18 (ι) συνιστά ή όχι αλλαγή του στρατηγικού δόγματος της χώρας. Καμία κυβέρνηση κατά το παρελθόν δεν δοκίμασε την επιχειρησιακή (στρατιωτική) εμπλοκή των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων σε θέατρα επιχειρήσεων στο εξωτερικό που δεν εφάπτονται με το δόγμα της αποτροπής (σταθερά προσανατολισμένο προς την Τουρκία) και δεν σχετίζονται με τα ελληνικά ζωτικά συμφέροντα.
Φαίνεται πως η “ειδική” αναφορά στο Σαχέλ μπορεί δυνητικά να ανατρέψει αυτή την “πάγια” θέση. Η ελληνική παρουσία στο Αφγανιστάν, για παράδειγμα, αφορούσε κυρίως ελληνικά τμήματα Μηχανικού και Υγειονομικού και όχι “συνοδεία σε μάχες” και οφειλόταν στις υποχρεώσεις της χώρας ως μέλος του ΝΑΤΟ. Τώρα ίσως μιλάμε για κάτι πολύ σοβαρότερο.
Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, η συζήτηση σχετικά με το εάν πρέπει ή όχι να συμβεί κάτι τέτοιο δεν γίνεται με όρους στρατηγικής και κυρίως ως απότοκο συνεννόησης.
Υπάρχουν αρκετοί αναλυτές που επισημαίνουν ότι η αναβάθμιση της συμμετοχής της Ελλάδας στο διεθνές παιχνίδι ισχύος και κατ’ επέκταση της διαπραγματευτικής της θέσης πρέπει να περάσει μέσα από την αμοιβαιότητα. Ακούγεται λογικό το επιχείρημα πως, για να έχεις στο πλευρό σου στο Αιγαίο ή την νοτιανατολική Μεσόγειο -σε μια διόλου απίθανη στρατιωτική εμπλοκή μικρής ή μεγαλύτερης κλίμακας με την Τουρκία- τα γαλλικά πολεμικά πλοία και μαχητικά αεροσκάφη, πρέπει να ανταποκριθείς και να σταθείς στο πλευρό του Γάλλου στρατιώτη στην υποσαχάρια Αφρική.
Ιδιαίτερα, δε, εάν με την πιθανή ανάπτυξη ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης κάτι τέτοιο ενδυθεί με μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας.
Η αξιωματική αντιπολίτευση έχει δίκιο όταν επισημαίνει πως αυτό συνιστά αλλαγή δόγματος. Πιθανώς, όμως, να μην έχει δίκιο ότι αυτό μπορούμε να το αποφεύγουμε εσαεί. Ή ότι δεν πρέπει να το επιδιώξουμε.
Ο έμπειρος καθηγητής Κωνσταντίνος Φίλης (Ινστιτούτου Διεθνών Ερευνών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο) υποστηρίζει σχετικά στο ieidisis.gr :
“…η Ελλάδα (με την ελληνογαλλική αμυντική συμφωνία) για πρώτη φορά «ανοίγεται» και αποφασίζει να επεκτείνει τον ρόλο της εκτός της άμεσης περιφέρειάς της. Δέχομαι χωρίς να συμμερίζομαι το επιχείρημα ότι έτσι θα εκτεθούμε σε κινδύνους και μπορούμε να μπούμε στο στόχαστρο της διεθνούς τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, την οποία όμως θέλουμε να εξουδετερώσουμε και να συνδράμουμε σε αυτή την επιδίωξη. Εντούτοις, αν θέλουμε την αφοσίωση των Γάλλων στο άρθρο 2, πρέπει και εμείς να δείξουμε ανάλογη δέσμευση σε προτεραιότητες της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής. Και μάλιστα βγαίνοντας από το καβούκι μας, γινόμαστε πάροχοι και όχι μόνο καταναλωτές ασφάλειας.”
Και εξηγεί πως “η Τουρκία ενοχλείται εξίσου από το ενδεχόμενο παρουσίας της Ελλάδας σε μέτωπα, διότι διατηρώντας επί δεκαετίες την πρωτοκαθεδρία σε αποστολές του ΝΑΤΟ αλλά και παγιώνοντας την επιρροή της στην Αφρική, είχε εξασφαλισμένη θέση, ισχυρό λόγο και λαμβάνονταν υπόψη οι απόψεις της. Η Αθήνα δεν πρόκειται να ανταγωνιστεί κατά μόνας την Άγκυρα στην Αφρική αλλά μέσα από ένα πλέγμα συνεργειών με άλλα κράτη μπορεί να καλυφθεί καλύτερα το κενό που αφήνει η αποστασιοποίηση των ΗΠΑ.“
Εάν ξεπεράσουμε την ανεδαφική άποψη περί δήθεν “απομονωμένου Ερντογάν” (η οποία στρεβλώνει και παραπλανεί εγκλωβίζοντάς μας σε μια “μικρομεγαλιστική” θεώρηση των πραγμάτων και δεν λαμβάνει υπόψιν της πως ίδια ή και χειρότερη θα είναι η στάση της γείτονος και μετά τον Ερντογάν, όπως ήταν και πριν απ΄ αυτόν), το ερώτημα που θέτει ο κ. Φίλης -και άλλοι- είναι υπαρκτό.
Η κυβέρνηση διολισθαίνει, λοιπόν, σε μια αλλαγή του στρατηγικού δόγματος της χώρας χωρίς να παραθέτει οφέλη και κινδύνους, η δε αξιωματική αντιπολίτευση επισημαίνει τους δεύτερους δίχως να μπαίνει στην ουσία των νέων συσχετισμών που διαμορφώνονται διεθνώς.
Που και πως, όμως, αποφασίζονται τέτοιες “τεκτονικές” αλλαγές στην εξωτερική και αμυντική πολιτική της χώρας; Ιδιαίτερα όταν αυτές υπερβαίνουν κατά πολύ το πολιτικό “προσδόκιμο” μιας κυβέρνησης; Προφανώς όχι εν κρυπτώ και επ΄ ουδενί μέσα από δημόσιες αντιπαραθέσεις με διχαστικά συνθήματα.
Η χώρα διαθέτει εκείνους τους θεσμούς όπου πρέπει να συζητηθεί μια τόσο σοβαρή αναδιατύπωση της εξωτερικής της πολιτικής. Το Συμβούλιο Εξωτερικών (με την εκπροσώπηση όλων των κομμάτων), η Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής και, σε κάθε περίπτωση, το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών είναι κάποια απ΄ αυτά. Καθυστερεί ανεπίτρεπτα, δε, η ίδρυση και οργάνωσης ενός Συμβουλίου Ασφαλείας (επιστημονικά καταρτισμένου και διακομματικού) που θα μπορεί να επεξεργάζεται τέτοιες αποφάσεις.
Ακόμα περισσότερο όλα αυτά απαιτούν και μια “χημεία” συνεννόησης των προσώπων, τουλάχιστον όσον αφορά τα κόμματα εξουσίας και διακυβέρνησης.
Εν κατακλείδι και απαντώντας στο εισαγωγικό ερώτημα: όχι, τα εθνικά θέματα δεν είναι υπεράνω κριτικής, οι τελικές αποφάσεις, όμως, πρέπει να λαμβάνονται από την εκάστοτε κυβέρνηση ως απόρροια συνεννόησης. Ο,τιδήποτε άλλο μας κρατά καθηλωμένους στην ευτέλεια του “αντί” και συνεχίζει να δηλητηριάζει το κοινωνικό σώμα.
Ειδικά, τέλος, όσον αφορά την εκρηκτική σχέση μας με την Τουρκία τα πράγματα δεν αντιμετωπίζονται με περισσότερες φρεγάτες αλλά με μια εθνική συμφωνία για το πως συνολικά θα πορευτούμε τα επόμενα πολλά χρόνια. Επιχειρησιακά και διπλωματικά. Με ποιες συμμαχίες και με ποια “δούναι και λαβείν”…