‘Οπως προκύπτει από έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η πλειοψηφία των αναγνωστών, και συγκεκριμένα το 70% εξ αυτών, προτίθεται να πληρώσει 10% περισσότερο από τη σημερινή τιμή πώλησης της εφημερίδας που προτιμά προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση της ποιότητάς της.
Το συμπέρασμα, ωστόσο, έτσι όπως παρατίθεται από την παρουσίαση της έρευνας είναι μάλλον παραπλανητικό. Κι αυτά διότι αυτοί που δεν θα είχαν αντίρρηση για μια λελογισμένη άυξηση της τιμής των εφημερίδων προκειμένου να στηριχθούν οικονομικά είναι μόλις 6 στους 100. Τόσοι διαβάζουν καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά εφημερίδες. Και προφανώς ακόμα κι αυτοί δεν λαμβάνουν υπόψιν τους πως ένας μεγάλος αριθμός εφημερίδων μάλλον δεν χρειάζονται στήριξη καθώς ανήκουν σε επιχειρηματικά συμφέροντα που δεν προσδοκούν κέρδη ή έστω “break event” από τη συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητά τους.
Όπως επισημαίνει το iefimerida.gr, η μεταστροφή προς τον ψηφιακό τύπο και οι εν γένει αλλαγές στον τομέα της ενημέρωσης, ιδιαίτερα στον έντυπο τύπο ως το πλέον παραδοσιακό μέσο ενημέρωσης, αποτυπώνονται στην έρευνα. Ειδικότερα, το 73,3% των ερωτώμενων υποστήριξε ότι δεν διαβάζει καθόλου εφημερίδες πολιτικού ή/και οικονομικού περιεχομένου ενώ το υπόλοιπο 26,7%, που αποκρίθηκε θετικά εμφανίζει διακυμάνσεις ως προς τη συχνότητα ανάγνωσης εφημερίδων με το 8,9% να απαντάει ότι διαβάζει εφημερίδα περίπου μία φορά το μήνα ή αραιότερα, το 12,1% μία φορά την εβδομάδα ενώ μόλις 5,7% δηλώνει ότι διαβάζει κάποια εφημερίδα κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα. Ενδεικτικό εξάλλου της τάσης για την μελλοντική εξέλιξη του κλάδου είναι και το γεγονός ότι το ποσοστό του αναγνωστικού κοινού ανά ηλικιακή ομάδα είναι χαμηλότερο στις μικρότερες ηλικίες (18-24 και 25-34) και αυξάνεται καθώς αυξάνεται η ηλικία των ερωτώμενων, ιδιαίτερα μετά τα 45 έτη.
Συγκεκριμένα, μόλις το 21% των ερωτώμενων που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 18-24 διαβάζει κάποια εφημερίδα πολιτικού/οικονομικού ενδιαφέροντος ενώ το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα (19,38%) για την ομάδα 25-34. Στις επόμενες ηλικιακές ομάδες, ήτοι 35-44, 45-54, 55-64 και 65-74, το ποσοστό των αναγνωστών ακολουθεί διαρκώς αυξανόμενη πορεία, ήτοι 22,50%, 29,50%, 31,67% και 33,75% αντίστοιχα.
“Εναλλαξιμότητα” (μεταξύ εφημερίδων) και πολιτικές τάσεις
Εξειδικεύοντας περαιτέρω την ανάλυση ανά τίτλο, φαίνεται να υπάρχει διασπορά ως προς τις επιλογές του αναγνωστικού κοινού. Ωστόσο, την προτίμηση των αναγνωστών κερδίζει η εφημερίδα Καθημερινή, την οποία το 21,72% των αναγνωστών ανέφερε ως την εφημερίδα που διαβάζει συχνότερα ή/και προτιμάει περισσότερο. Ακολουθεί στις προτιμήσεις των αναγνωστών η εφημερίδα Τα Νέα με ποσοστό 10,11% και έπεται η Εφημερίδα των Συντακτών με ποσοστό 8,99%. Ψηλά στις προτιμήσεις των αναγνωστών βρίσκονται επίσης οι εφημερίδες Πρώτο Θέμα (7,49%), Το Βήμα της Κυριακής (7,12%), Real News (4,87%) και Έθνος (4,87%).
Ωστόσο, μία σημαντική μερίδα αναγνωστών (10,86%) ανέφερε ότι προτιμά εφημερίδες πέρα από αυτές που συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα της έρευνας δηλαδή Καθημερινή, Τα Νέα, Εφημερίδα Των Συντακτών, Πρώτο Θέμα, Το Βήμα Της Κυριακής, Real News, Έθνος, Ριζοσπάστης, Ελεύθερος Τύπος/Τύπος Κυριακής, Documento, Αυγή, Ελευθερία, Παραπολιτικά, Δημοκρατία, Ναυτεμπορική, Εστία, Εποχή, Μακελειό, Στο Καρφί Του Σαββατοκύριακου, Το Ποντίκι, Deal News.
Επιπλέον, φαίνεται να υπάρχουν ροές αναγνωστών μεταξύ εφημερίδων, οι οποίες αντιμετωπίζονται από τους ίδιους ως εναλλάξιμες. Οι αναγνώστες εφημερίδων που συμμετείχαν στην έρευνα κλήθηκαν να δηλώσουν εναλλακτικές εφημερίδες που θα επέλεγαν σε περίπτωση μη διαθεσιμότητας της εφημερίδας προτίμησής τους. Από τις απαντήσεις τους προκύπτουν μετακινήσεις αναγνωστών μεταξύ των εφημερίδων Καθημερινή, Τα Νέα και το Βήμα. Ειδικότερα, στις επιλογές των αναγνωστών της εφημερίδας Καθημερινή σε περίπτωση που δεν είναι διαθέσιμη η εν λόγω εφημερίδα. Ως πρώτη εναλλακτική επιλογή εμφανίζεται η εφημερίδα Το Βήμα με ποσοστό 23% και ακολουθούν Τα Νέα με ποσοστό 20%. Αντίστοιχα, οι αναγνώστες του Βήματος της Κυριακής θα προτιμήσουν με ποσοστό 31% είτε την Καθημερινή είτε τα Νέα. Συνεπώς, προκύπτει ότι οι αναγνώστες της εφημερίδας Τα Νέα θα κατευθυνθούν κατά κύριο λόγο προς την Καθημερινή (25%) και ακολούθως προς την εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής με ποσοστό 10%.
Με το ίδιο ποσοστό (10%) οι αναγνώστες της εφημερίδας Τα Νέα θα κινηθούν επίσης και προς την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος/ Τύπος της Κυριακής, την Εφημερίδα των Συντακτών και τη Real News
Τι συμβαίνει εις την Εσπερίαν…
Ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο είχε γράψει σχετικά πρόσφατα στην “Εφημερίδα των Συντακτών” ο Άρης Χατζηστεφάνου, περιγράφοντας τι συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη στον χώρο των εφημερίδων: Oι μέτοχοι της εκδοτικής εταιρείας Tribune Publishing κάθισαν πριν από ένα μήνα στην αίθουσα συνεδριάσεων στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας για να λάβουν μια απόφαση, την οποία απέφευγαν για καιρό. Πρόσφεραν όλους τους ιστορικούς τίτλους εφημερίδων, όπως η «Chicago Tribune» και η «New York Daily News», στην εταιρεία κερδοσκοπικών επενδυτικών κεφαλαίων (hedge fund) Alden Global έναντι 630 εκατομμυρίων δολαρίων.
Οι δημοσιογράφοι και το προσωπικό άλλων 200 τοπικών εφημερίδων στις ΗΠΑ είχαν ενημερωθεί τα τελευταία χρόνια ότι το νέο τους αφεντικό δεν θα θυμίζει τον «Πολίτη Κέιν» του Ορσον Γουέλς, αλλά τον χρηματιστή από την ταινία «Pretty Woman» που αγοράζει καταρρέουσες επιχειρήσεις για να τις «εξυγιάνει» ή να τις διαλύσει.
Για εκατοντάδες εφημερίδες η άνευ όρων παράδοση στα αρπακτικά της Wall Street αποτελούσε μονόδρομο για να συνεχίσουν τη λειτουργία τους. Μόνο κατά τη διάρκεια της πανδημίας έκλεισαν περίπου 70 τοπικές εφημερίδες στις ΗΠΑ, ενώ από το 2005 έχουν κατεβάσει τα μολύβια χιλιάδες δημοσιογράφοι σε περίπου 2.100 αμερικανικές εφημερίδες. Το παράδοξο των τελευταίων μηνών είναι ότι, ενώ τα μεγάλα δημοσιογραφικά θέματα που αφορούν την πανδημία αυξάνονταν και μαζί τους ενισχύεται το ενδιαφέρον του κοινού, τα διαφημιστικά έσοδα μειώνονταν δραματικά καθώς η αγορά μετακινούνταν προς το ίντερνετ. Η οικονομία της αγοράς δηλαδή δεν κατάφερε να σώσει τις τοπικές εφημερίδες ακριβώς τη στιγμή που οι πολίτες της είχαν περισσότερο ανάγκη.
Τα πρώτα θύματα στη νέα εποχή των εκδοτικών hedge funds είναι οι εργαζόμενοι, που βλέπουν την πόρτα της εξόδου ή αναγκάζονται να αυξήσουν την παραγωγή τους για τα ίδια ή λιγότερα χρήματα. Η Alden κατηγορήθηκε επίσης ότι προσέθεσε τα χρήματα από τα συνταξιοδοτικά ταμεία των δημοσιογράφων στο δικό της μετοχικό κεφάλαιο – κίνηση που, σύμφωνα με τις καταγγελίες, έγινε με παράνομο τρόπο αλλά είναι ενδεικτική των επιχειρηματικών προθέσεων των νέων αφεντικών της ενημέρωσης.
Η κυριαρχία όμως των hedge funds στην αγορά των μέσων ενημέρωσης θέτει καίρια ερωτήματα και για την ελευθερία του Τύπου – αν και με εντελώς διαφορετικούς τρόπους από αυτούς που θα περίμενε κανείς. Θεωρητικά ο έλεγχος ενός μέσου από ένα απρόσωπο ταμείο θα μπορούσε να προσφέρει μεγαλύτερη ευελιξία ή ανεξαρτησία στη συντακτική ομάδα. Η «γραμμή» του μέσου δεν βγαίνει πλέον από έναν επιχειρηματία (είτε ονομάζεται Μαρινάκης, Αλαφούζος είτε Τζεφ Μπέζος), ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιεί το μέσο για την προώθηση άλλων επιχειρηματικών και πολιτικών επιδιώξεων. Υπό μια έννοια (πάντα θεωρητικά) ακόμη και εάν ένα θέμα ενοχλεί την κυβέρνηση, μπορεί να φτάσει στο τυπογραφείο αν προσφέρει αναγνωσιμότητα και κατ’ επέκταση πωλήσεις και διαφημιστικά έσοδα.
Στην πραγματικότητα βέβαια το νέο αφεντικό, που τώρα ονομάζεται κέρδος, μπορεί συχνά να αποδειχτεί πιο απαιτητικό και από τον πιο παρεμβατικό εκδότη. Ηδη σε αμερικανικές τοπικές εφημερίδες που πέρασαν υπό τον έλεγχο hedge funds παρατηρείται εμφανής πτώση της ποιότητας, αλλά και αλλαγή θεματολογίας. Οι πολιτικοί συντάκτες και οι δημοσιογράφοι-ερευνητές συχνά δίνουν τη θέση τους σε αθλητικογράφους ή συντάκτες πολιτιστικών θεμάτων, οι οποίοι εργάζονται στα όρια της αντοχής τους για να καλύψουν τεράστιο όγκο δουλειάς.
Την ίδια στιγμή προωθούνται μέθοδοι συγγραφής και αναπαραγωγής ειδήσεων που απαιτούν όλο και λιγότερη ανθρώπινη παρέμβαση. Ηδη εφημερίδες δείχνουν ενδιαφέρον για συστήματα τεχνητής νοημοσύνης (AI) που μπορούν να συντάξουν απλά κείμενα αφήνοντας σε αρχισυντάκτες και επιμελητές το έργο της διόρθωσης των άρθρων. Για την ιστορία, η εφημερίδα «Guardian» πραγματοποίησε σχετικό πείραμα το 2020 αναθέτοντας στο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης GPT-3 να συντάξει ένα κείμενο, το οποίο θα εξηγούσε στους αναγνώστες ότι δεν απειλούνται από… τα ρομπότ.
Αρκετά πιο προσγειωμένες στην τεχνολογική πραγματικότητα της εποχής μας, ορισμένες εταιρείες στις ΗΠΑ έχουν στήσει πρακτορεία ειδήσεων «φασόν» τα οποία προμηθεύουν εφημερίδες σε όλη την Αμερική με «τοπικά» ρεπορτάζ. Τα κείμενα υποτίθεται ότι γράφονταν από τοπικούς δημοσιογράφους κάθε πόλης, αλλά στην πραγματικότητα συντάσσονται από μετανάστες από τις Φιλιππίνες και άλλες χώρες που εργάζονται για μισθούς πείνας και πληρώνονται με τη λέξη.
Θα καταφέρει άραγε ο καπιταλισμός να οδηγήσει τμήματα της έντυπης δημοσιογραφίας σε τόσο χαμηλό επίπεδο, ώστε να αναπολούμε την παλαιού τύπου διαπλοκή των «νταβατζήδων» της ενημέρωσης; Του έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη ότι μπορεί να τα καταφέρει.
Φωτό επάνω από το parallaximagazine