Είναι σαφές πως ο Αλέξης Τσίπρας απολαμβάνει τις επαφές του με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές. Την παραμονή της κατάρρευσης των Podemos στη Μαδρίτη και της πρόωρης πολιτικής συνταξιοδότησης του Πάμπλο Ιγκλέσιας, εκείνος συνομιλούσε διαδικτυακά με έναν πρωθυπουργό (Κόστα) και δυο πρώην πρωθυπουργούς (Τζεντιλόνι, Πρόντι) και τον σοσιαλδημοκράτη υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας Όλαφ Σολτς. Αντικείμενο της συζήτησης, η συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων για ένα ευρωπαϊκό αφήγημα στήριξης του κοινωνικού κράτους, θέμα αν μη τι άλλο επίκαιρο, επιτακτικό και πολιτικά γοητευτικό.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Οι καιροί για την ριζοσπαστική αριστερά στην Ευρώπη δεν είναι εύκολοι. Η ευρωπαϊκή ιδεολογική μήτρα του ΣΥΡΙΖΑ εξαντλεί την δυναμική της, παρά το γεγονός πως οι ιδέες της παραμένουν σχετικά ισχυρές.Όχι, όμως, και η επαφή της με την αδυσώπητη πραγματικότητα. Στο κύκνειο άσμα του ο 42χρονος Ιγκλέσιας αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως “δεν μπορεί πια να ενώσει τους ανθρώπους”, ωστόσο το ζήτημα δεν αφορά, ως φαίνεται, μόνο το συγκεκριμένο πρόσωπο που διέγραψε μια ενδιαφέρουσα πορεία από τις πλατείες των Ισπανών αγανακτισμένων μέχρι την συγκατοίκησή του με τους Σοσιαλιστές του Πέδρο Σάντσεθ. Δεν φταίει μόνο ο Ιγκλέσιας, είναι το συνολικότερο αφήγημα που δεν συγκινεί.
Ο Τσίπρας, βεβαίως, δεν είναι Ιγκλέσιας. Έγινε πρωθυπουργός και φιλοδοξεί να ξαναγίνει, όλα, δε, δείχνουν πως μπορεί ακόμα να συσπειρώσει μια σημαντική μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Το αφήγημα, ωστόσο, παραμένει θολό και αδύναμο. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, πως αισθάνεται πιο άνετα να συναναστρέφεται με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές απ΄ ότι με αρκετά εκ των στελεχών που ανήκουν στην ομήγυρη της Κουμουνδούρου. Νιώθει πως εκεί μπορεί να πει πράγματα με ενδιαφέρον που υπερβαίνουν την μικρή και συχνά εικονική “πραγματικότητα” του κλεινού κομματικού άστεως.
Ακόμα και οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές, ωστόσο, δεν διανύουν την πιο δυναμική πολιτική τους περίοδο, καθώς σε αρκετές χώρες είναι σχεδόν ανύπαρκτοι ή παρακολουθούν τις εξελίξεις από απόσταση. Στην Γερμανία, για παράδειγμα, οι σοσιαλδημοκράτες (SPD) του Σολτς βλέπουν εδώ και καιρό την πλάτη των “Πρασίνων” και καταβάλλουν τα επίχειρα ως παρακολούθημα των κυβερνήσεων της Άγκελα Μέρκελ. Στην Γαλλία βρίσκονται είτε ενσωματωμένοι στο ιδιότυπο μόρφωμα του Μακρόν, είτε κινούνται στο πολιτικό περιθώριο. Στην Ιταλία, το Δημοκρατικό κόμμα υποτάχθηκε στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης υπό τον πρώην ευρωπαίο κεντρικό τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι, στην Ισπανία, ο Σάντσεθ νιώθει καυτή, πλέον, την ανάσα της “τραμπίζουσας” δεξιάς, και μόνο στην Πορτογαλία ο Κόστα κατορθώνει ακόμα να διατηρεί την ηγεμονία έχοντας ενώσει την κεντροαριστερά με την αριστερά.
Μπορεί οι πολιτικές να μην έχουν χάσει εντελώς το ιδεολογικό τους πρόσημο, οι συσχετισμοί, ωστόσο, έχουν αμβλυνθεί και η απουσία στέρεων αφηγημάτων είναι εμφανής.
Σε αυτό το θολό τοπίο, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εμφανίζεται παραγωγικός και κινητικός ως προς την καθημερινή κριτική και τον έλεγχο της κυβέρνησης, αδυνατεί, όμως, από την άλλη να παραγάγει πολιτική εναλλακτικής διακυβέρνησης. Η εχθροπάθεια των δημοσκοπήσεων μπορεί να είναι παραπλανητική, και οι αριθμοί ενίοτε να υπερβάλλουν, ενδεχομένως, ως προς την …άθραυστη ηγεμονία της κυβέρνησης, αποτυπώνουν όμως μια σκληρή αλήθεια που είναι κοντά στην πραγματικότητα: δεν έχει καταστεί εφικτό να καταγράψει ο Τσίπρας δυναμική επιστροφής στην διακυβέρνηση.
Όποιος αποφεύγει να δει αυτή την σημαντική πτυχή των εξελίξεων θυμίζει, απλώς, δρομέα επί οικιακού διαδρόμου. Καταγράφει, δηλαδή, χιλιόμετρα προπόνησης χωρίς, όμως, να διανύει ούτε ένα μέτρο πραγματικής απόστασης.
Ένα παράδειγμα: ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατηγορείται από την “βαθιά” Ν.Δ ότι κυβερνά χωρίς τους βουλευτές, χωρίς την κομματική γραφειοκρατία και χωρίς την “δημογεροντία”. Ακριβές. Ματαίως θα αναζητήσει κανείς στον ευρύ περίγυρο του Μεγάρου Μαξίμου έστω και έναν νεοδημοκράτη. Κι όμως, αυτό φαίνεται πως περικλείει την ουσία της κυριαρχίας του. Είναι πασιφανές πως το εκλογικό του ακροατήριο αρέσκεται περισσότερο να ακολουθεί τον Πιερακκάκη, τον Πατέλη, τον Σκέρτσο, ή τον Γεραπετρίτη απ΄ότι όλα τα άλλα στελέχη με την βαριά κομματική ιστορία και τα νεοδημοκρατικά ένσημα.
Τι αντιπαρατάσσει ο Τσίπρας απέναντι σε αυτό το μοντέλο που παραμένει αρκετά ανθεκτικό; Μια νεφελώδη κομματική ανθρωπογεωγραφία με πρόσωπα που μπορεί να είναι ικανά (κάποια τουλάχιστον) αλλά παραπέμπουν στην προηγούμενη διακυβέρνηση. Απουσιάζει η εντύπωση μιας συνεκτικής ομάδας παλαιότερων αλλά και πολλών νέων στελεχών (ακόμα και εκτός κομματικού νυμφώνος) , η οποία θα συμπυκνώνει όχι την ιδέα της “δεύτερης φοράς” αλλά της επανεκκίνησης και της προσαρμογής στη νέα ευρωπαϊκή και εγχώρια πολιτική πραγματικότητα.
Δεύτερο παράδειγμα: όταν ορθώς και δικαίως ασκείς κριτική στην κυβέρνηση για το μεγάλο έλλειμμα στον τομέα των επενδύσεων, παρά τα μεγάλα λόγια του παρελθόντος, η αντιπρόταση δεν μπορεί να είναι μόνο η ενίσχυση του δημοσίου χαρακτήρα της οικονομίας αλλά και η ανάπτυξη μιας δικής σου κινητικότητας στον τομέα αυτό. Σωστό να συζητάς με την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και να παράγεις προτάσεις για την επιβίωσή της, αναγκαίο, όμως, να διευρύνεις τις επαφές σου και με εκείνους -εγχώριους και ξένους- που μπορούν να συνδράμουν με επενδύσεις και να προσφέρουν απασχόληση. Δεν υπάρχουν διάβολοι, υπάρχουν μόνο πιθανοί συνεργάτες με οριοθετημένη και ελεγχόμενη σχέση.
Όλα αυτά μπορεί να τα κάνει μόνο ο Τσίπρας. Είναι ένα πεδίο στο οποίο έχει αποδείξει πως, όταν το θέλει, μπορεί να κινηθεί. Η ενσωμάτωσή του στην αέναη εσωστρέφεια τον παραλύει, ενώ η εξωστρέφεια τον ενισχύει. Υπάρχει ένας κόσμος εκεί έξω που επιθυμεί και επιδιώκει να συνομιλήσει μαζί του, ένας κόσμος που αντιλαμβάνεται πως η ενίσχυση των πολιτικών ανισοτήτων και η κυριαρχία του ενός πόλου (άλλως πως ο “καχεκτικός δικομματισμός” που ευφυώς περιέγραψε ο καθηγητής Νίκος Μαραντζίδης) δεν βοηθούν τη χώρα και δεν προστατεύουν την δημοκρατία. Δεν φταίει, όμως, ο Μητσοτάκης γι αυτό. Ο ίδιος πρέπει να βρει τον εαυτό του…