Με αφορμή την “πολεμική” κρίση που προκαλεί η Τουρκία με το Oruc Reis σπεύδουν κάποιοι (τόσο στον συμπολιτευόμενο, όσο και στον αντιπολιτευόμενο Τύπο) να ανακαλύψουν “υπερπατριώτες” και “πολεμοχαρείς του πληκτρολογίου”. Συντάσσομαι. Εκκινώντας, όμως, από μια αλήθεια στην οποία πρέπει όλοι να συγκλίνουμε για να δημιουργηθεί κοινός τόπος συζήτησης. Ότι τα πληκτρολόγια δεν αποτελούν καινοτόμα εφεύρεση του φετινού Αυγούστου αλλά έπαιρναν φωτιά και παλαιότερα. Όταν έκαναν δολοφονίες χαρακτήρων και έστηναν ικριώματα για εκείνους (τους “προδότες”) που αντιμετώπιζαν υποστηρικτικά, ή έστω με ανοχή τη Συμφωνία των Πρεσπών. Εάν δεν υπάρξει αυτή η παραδοχή, όσοι φίλα προσκείμενοι στην κυβέρνηση εφευρίσκουν τώρα “υπερπατριωτισμό” έχουν αλλάξει μόνο οπτική γωνία και φλυαρούν με κομματική μεροληψία.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Στην διπλωματία, το αντίθετο της ακινησίας –και επ΄ αυτού συντάσσομαι με όσους την μέμφονται– δεν είναι η υποχωρητικότητα. Δυστυχώς, στις διπλωματικές υπηρεσίες του ΥΠΕΞ η “σχολή της ακινησίας” είχε πολλούς θιασώτες τις τελευταίες δεκαετίες.
Όμως, ανάμεσα στην ακινησία και την υποχωρητικότητα (αμφότερα κακά), υπάρχουν στάδια τα οποία δεν πρέπει να παραλείπονται. Υπάρχει, για παράδειγμα, η εποικοδομητική κινητικότητα, αυτή που στρατηγικά προετοιμάζεται και αποδίδει. Και η οποία δεν είναι αυτοσκοπός και δεν προσποιείται. Υπάρχουν και οι (πραγματικά) έντιμοι συμβιβασμοί, όπως αυτός των Πρεσπών.
Η ακινησία είναι παραλυτική όταν είναι διαχρονική, φοβική και οδηγεί σε μια εθνική εσωστρέφεια. Υπάρχει, όμως, και ο σωστός χρονισμός (timing). Κινείσαι διπλωματικά όταν διακρίνεις θετικό γεωπολιτικό περιβάλλον (πάλι, όπως με την συμφωνία με την Βόρεια Μακεδονία), όταν διαθέτει συμμαχίες και όταν έχεις την βούληση να αναλάβεις το πολιτικό κόστος. Το τελευταίο δεν χειραγωγείται από την επικοινωνία, δεν μακιγιάρεται και δεν μπορεί κανείς να το αποκρύψει παρά μόνο πρόσκαιρα χάρη στην μιντιακή υπεροπλία του. Διότι στο τέλος κάθε δρόμου υπάρχει και η Ιστορία αλλά και τα τετελεσμένα που διαμορφώνει η απόφαση να κινηθείς ή να μην κινηθείς.
Τα ελληνοτουρκικά είναι ζήτημα φαραωνικών διαστάσεων. Δεν συγκρίνεται με εκείνο των Πρεσπών. Παρόλα αυτά, το δεύτερο προκάλεσε μια “κοσμοσυρροή” συναισθημάτων, διχασμού, ύβρεων, πατριδεμπορίας και ψευδαισθήσεων. Ποιοι φέρουν την ευθύνη γι αυτό, είναι γνωστό.
Απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα και τους κυβερνητικούς χειρισμούς δεν ορθώνεται κανένα συλλαλητήριο, τα πληκτρολόγια σιωπούν και το εθνικιστικό ορμέμφυτο κάνει μακρές και αδιατάρρακτες διακοπές. Ευτυχώς, αλλά είναι αξιοπερίεργο. Οι κήνσορες των Πρεσπών, ή δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει να “εισβάλλει” το Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, ή κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν και καταλήγουν να συζητούν για τον …θόρυβο και τα απλωμένα καλώδια.
Κι έρχεται η ώρα που μια χώρα, μια κυβέρνηση, ένας λαός κοιτάζουν γύρω τους να ανακαλύψουν συμμαχίες και στηρίγματα. Και αντιλαμβάνονται πως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Πως άπαντες μας προτρέπουν σε έναν διάλογο, σε μια απευθείας διαπραγμάτευση, χωρίς να ορίζεται η ατζέντα, η θεματολογία, το διακύβευμα. Έτσι ώστε να αποφασίσουν πολιτικό σύστημα και πολίτες εάν πράγματι συμφέρει η πρόσκαιρη ακινησία, η εποικοδομητική κινητικότητα, ή ο έντιμος συμβιβασμός. Για την υποχωρητικότητα δεν το συζητώ.
Στην περίπτωσή μας τίποτε απ΄ αυτά δεν έχει οριστεί, διότι τα πληκτρολόγια έχουν αποφασίσει πως οι χαμηλές νεφώσεις προσφέρονται για προκάλυμμα.
Σημείο των καιρών, εξάλλου, είναι και το γεγονός πως αυτές οι αντιθέσεις διατρέχουν τα κόμματα, απλώς κάποιοι δεν μιλούν, κάποιοι μιλούν και άλλοι υπαινίσσονται δι’ αντιπροσώπων. Σκληροί υπερασπιστές της κυβέρνησης (βουλευτές και μίντια), για παράδειγμα, συγκλίνουν με τον Ροζάκη, τον Βαλντέν, το σημιτικό μπλοκ, ενδεχομένως και τους “53”. Καραμανλικοί, παλαιότερο ΠΑΣΟΚ και άλλοι συγκλίνουν με την “γραμμή Τσίπρα”. Το υπερδεξιό μπλοκ του κυβερνώντος κόμματος (από τον γνώστη Συρίγο, μέχρι τον Σαμαρά, και από την “κερκίδα” Μπογδάνου μέχρι τους σιωπούντες κορυφαίους υπουργούς) κρύβεται στις φυλωσιές και κάποιες σπίθες των συλλαλητηρίων του Μακεδονικού σκαλίζουν τα σκουριασμένα από τον χρόνο γραπτά τους για την ελληνοτουρκική φιλία.
Όλα αυτά μόνο σύγχυση μπορούν να παραγάγουν. Και την σύγχυση την εκμεταλλεύεται πρώτος ο αντίπαλος.
Για να διαλυθεί, μοναδικός τρόπος είναι μια εθνική συμφωνία σε μια εθνική στρατηγική. Και η ανάληψη του πολιτικού κόστους που ενδεχομένως θα προκύψει από μια κυβέρνηση που θα έχει αφιερώσει χρόνο και θα έχει δαπανήσει πολιτικό κεφάλαιο να συναινέσει και να συνεννοηθεί με την αντιπολίτευση. Στην ουσία, όχι επιδερμικά και για το πρόσκαιρο όφελος της τηλεοπτικής κάμερας, του πρωτοσέλιδου και των αενάως αλλά αδαώς πληκτρολογούντων.
Αλλιώς οδηγούμαστε (ξανά) στου κακού τη σκάλα. Είτε σπάσουμε την αδράνεια και κινηθούμε εποικοδομητικά, είτε συμβιβαστούμε έντιμα, είτε κερδίσουμε (περισσότερο), είτε χάσουμε (λιγότερο). Στο τέλος του δρόμου θα έχουν φτάσει οι μισοί. Οι υπάλοιποι θα έχουν μείνει πίσω ως ράκη διχασμού…