Η Αναστασία Κοτανίδου ήταν και εξακολουθεί να είναι στην πρώτη γραμμή στη μάχη κατά του κορωνοϊού Sars-Cov-2. Μιλώντας αποκλειστικά στη «Βραδυνή της Κυριακής», αναλύει τα δεδομένα της πανδημίας στην Ελλάδα, τη σχετική προετοιμασία των ΜΕΘ, αλλά και το πότε θα πρέπει να περιμένουμε το σωτήριο εμβόλιο.
Πιθανή χαρακτηρίζει την εμφάνιση ενός δεύτερου κύματος της πανδημίας η καθηγήτρια Πνευμονολογίας – Εντατικής Θεραπείας ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Επιτροπής Ανασύστασης των ΜΕΘ, τονίζοντας πως υπάρχει αρκετός ιατροτεχνολογικός εξοπλισμός στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας ώστε να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, και τονίζει ότι αύξηση των κρουσμάτων οφείλεται στην κούραση του κόσμου και στην πιο χαλαρή τήρηση των μέτρων.
Πώς κρίνετε την αντιμετώπιση της πανδημίας από τη χώρα μας μέχρι σήμερα;
«Την κρίνω άριστη».
Πιστεύετε ότι η αύξηση των κρουσμάτων που παρατηρείται τώρα το καλοκαίρι, οφείλεται στη χαλάρωση των μέτρων ή στα εισαγόμενα κρούσματα;
«Θεωρώ ότι η αύξηση των κρουσμάτων οφείλεται στο ότι κουραστήκαμε όλοι, και επειδή είναι καλοκαίρι θέλουμε να είμαστε πιο χαλαροί και δεν τηρούμε όπως θα έπρεπε τα μέτρα που έχουμε καθορίσει για να αποφύγουμε τη διασπορά της Covid-19».
Πιστεύετε ότι θα εμφανιστεί δεύτερο κύμα της πανδημίας το φθινόπωρο ή το χειμώνα;
«Κανείς δεν μπορεί να το πει με βεβαιότητα, ωστόσο είναι πιθανό».
Αν εμφανιστεί το δεύτερο κύμα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως το πρώτο ή να ληφθούν διαφορετικά μέτρα;
«Θεωρώ απίθανο να χρειαστεί γενικό lockdown. Απλώς θα υπάρξουν τοπικά μέτρα, δηλαδή θα απομονώνονται περιοχές που θα έχουν τη μεγαλύτερη εμφάνιση νέων κρουσμάτων κορωνοϊού».
Οι περισσότεροι ασθενείς είτε είναι ασυμπτωματικοί είτε έχουν ήπια συμπτώματα. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνων στους οποίους η νόσος είναι σοβαρή και καταλήγουν στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας;
«Συνήθως πρόκειται για ασθενείς άνω των 65 ετών που στην πλειονότητα των περιπτώσεων έχουν διάφορα συνοδά νοσήματα, όπως είναι η καρδιακή ανεπάρκεια, τα αναπνευστικά νοσήματα, η αναπνευστική ανεπάρκεια, η παχυσαρκία, ο αρρύθμιστος σακχαρώδης διαβήτης και η αρρύθμιστη αρτηριακή υπέρταση. Όλα τα προαναφερθέντα αυξάνουν τον κίνδυνο να απαιτηθεί η νοσηλεία ενός ασθενούς με Covid-19 στη ΜΕΘ. Αυτό, όμως, το οποίο πρέπει να ξέρουμε είναι ότι καμία ηλικία δεν είναι απρόσβλητη από τη συγκεκριμένη νόσο. Μπορεί και ένας νέος άνθρωπος να οδηγηθεί σε ΜΕΘ χωρίς να έχει κάποια συνοδά νοσήματα».
Υπάρχουν σήμερα διαθέσιμα φάρμακα που να είναι αποτελεσματικά στους ασθενείς με σοβαρή νόσο; Έχει ακουστεί ότι ευμενή επίδραση μπορεί να έχουν αντιικά φάρμακα, όπως η ρεμδεσιβίρη και αντιφλεγμονώδη, όπως η δεξαμεθαζόνη και η κολχικίνη. Ποια είναι η γνώμη σας;
«Η πρώτη μελέτη που βγήκε για την κολχικίνη είναι ελληνική και έδειξε ότι η χορήγηση του φαρμάκου αυτού σε ασθενείς με Covid-19 και προσβολή της καρδιάς, έχει πολύ καλά αποτελέσματα. Σχετικά με τη ρεμδεσιβίρη, όντως είναι ένα φάρμακο αντιικό, το οποίο χρησιμοποιήθηκε χωρίς μεγάλη επιτυχία κατά του Έμπολα και φαίνεται ότι έχει κάποια δράση στους ασθενείς με Covid-19, αλλά εξαρτάται από τη βαρύτητα της νόσου. Όσον αφορά στη δεξαμεθαζόνη, αυτό το οποίο έχει ανακοινωθεί προέρχεται από μία κλινική μελέτη, η οποία, όμως, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί σε αναγνωρισμένο ιατρικό περιοδικό. Ωστόσο, υπάρχει αισιοδοξία ότι η δεξαμεθαζόνη ενδεχομένως να βοηθάει στην αντιμετώπιση της Covid-19».
Πότε πιστεύετε ότι θα είναι έτοιμο το εμβόλιο;
«Θέλω να ελπίζω ότι τέλος του χρόνου-αρχές του 2021 θα έχουμε εμβόλιο, γιατί μόνο έτσι θα είμαστε πιο αισιόδοξοι για την πορεία της επιδημίας».
Ο ασθενής με Covid-19 που είναι διασωληνωμένος και του οποίου η αναπνοή υποστηρίζεται με μηχανικά μέσα τι πιθανότητες έχει για να ανανήψει;
«Με βάση τα αποτελέσματα από τα περιστατικά τα οποία νοσηλεύσαμε στις δικές μας ΜΕΘ κατά τη διάρκεια της επιδημίας, η επιβίωση των ασθενών ήταν εξαιρετικά καλή, της τάξης του 65-70%».
Έχει αναφερθεί ότι στην εποχή της Covid-19 μειώθηκε ο αριθμός των ασθενών με καρδιαγγειακή νόσο στις ΜΕΘ. Εσείς το παρατηρήσατε αυτό; Αν ναι, έχετε κάποια εξήγηση;
«Αυτή η ελάττωση ήταν φαινομενική και όχι πραγματική και οφείλεται στο ότι πολλοί ασθενείς που δεν είχαν ιδιαίτερα σοβαρό πρόβλημα, παρέμεναν στο σπίτι διότι φοβόντουσαν να πάνε στο νοσοκομείο. Έτσι, στα τμήματα Επειγόντων Περιστατικών πήγαιναν μόνο ασθενείς που είχαν πραγματικά σοβαρό πρόβλημα».
Τι μεταβολές φέρνει στην καθημερινότητα μιας ΜΕΘ η υποχρέωση για την αντιμετώπιση ασθενών με μία μεταδοτική και θανατηφόρο ασθένεια όπως η Covid-19;
«Φέρνει μεγάλες μεταβολές, γιατί δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ασθενείς που βρίσκονται στη ΜΕΘ με Covid-19 χρειάζονται φροντίδα υπό ειδικές συνθήκες, και αυτό χρειάστηκε να το αντιμετωπίσουμε άμεσα με διάφορες εσωτερικές αλλαγές στη λειτουργία της μονάδας. Παράλληλα, αναμφίβολα χρειάζεται πολύ περισσότερο προσωπικό. Επίσης, στην αρχή το προσωπικό ήταν λίγο φοβισμένο. Όμως, σιγά-σιγά εξοικειώθηκε και κατάλαβε ότι μπορεί να αντιμετωπίσει με ασφάλεια τις περιπτώσεις με Covid-19, και αυτό αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα. Εμείς δεν είχαμε καμία μόλυνση ιατρονοσηλευτικού προσωπικού στις μονάδες Covid-19».
Στις ΜΕΘ, πού βρισκόμαστε σήμερα από πλευράς επάρκειας σε ανθρώπινο δυναμικό και διαθεσιμότητας του απαραίτητου εξοπλισμού για την αντιμετώπιση ενός ενδεχόμενου δεύτερου κύματος;
«Έχουμε επαρκή ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό. Σε ό,τι αφορά το προσωπικό, είμαστε σε φάση που συνεχώς γίνονται προσλήψεις και ελπίζουμε ότι το φθινόπωρο θα μας βρει με καλύτερο ποσοστό νοσηλευτικού προσωπικού ανά κρεβάτι ΜΕΘ».
Ήσασταν και εξακολουθείτε να είστε στην πρώτη γραμμή στη μάχη κατά της Covid-19. Ποια είναι η σκηνή που θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη σας;
«Υπάρχουν πάρα πολλές σκηνές που θα μείνουν ανεξίτηλες στη μνήμη μου. Η αντιμετώπιση των πρώτων κρουσμάτων ήταν πολύ διαφορετική σε σχέση με αργότερα, όταν αποκτήθηκε εμπειρία. Στην αρχή όλοι ήταν πολύ διστακτικοί να πλησιάσουν τον άρρωστο, να του μιλήσουν, να ασχοληθούν πιο πολύ μαζί του. Αυτό το οποίο έχει χαραχθεί στη μνήμη μου είναι ένας άρρωστος, ο οποίος όταν συνήλθε και έγινε καλά, ήθελε να γνωρίσει τη “νοσηλεύτρια με τα όμορφα μάτια”’, η οποία του έλεγε συνεχώς “μην ανησυχείτε, όλα θα πάνε καλά”. Ήταν μία πολύ ανθρώπινη στιγμή».
Πηγή: Βραδυνή της Κυριακής