Το τελευταίο διάστημα, οι αναλύσεις της ελληνικής διπλωματίας και των ξένων πρεσβειών στην Αθήνα σχετικά με το νομικώς άκυρο αλλά γεωπολιτικώς ανησυχητικό (…) τουρκολιβυκό MOU συγκλίνουν σε ένα συμπέρασμα: απολύτως προβλεπόμενες οι κινήσεις της Άγκυρας μετά την “δοκιμή ισχύος” και “προβολή σημαίας” που επιχείρησε -και έως ένα βαθμό επέτυχε- στην Κυπριακή ΑΟΖ, αλλά εκείνο που επιτάχυνε τις αποφάσεις του Ταγίπ Ερντογάν ήταν η τριμερής Ελλάδα- Κύπρος- Ισραήλ με την σφραγίδα των ΗΠΑ και την παρουσία του Μάϊκ Πομπέο, τον περασμένο Απρίλιο στην Ιερουσαλήμ.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η στρατηγική του “3+1” και η απόφαση για την υλοποίηση του EastMed υπήρξε ο καταλύτης για έναν φιλόδοξο ενεργειακό σχεδιασμό στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο που επιβεβαίωσε τον “αποκλεισμό” της Τουρκίας από έναν γεωπολιτικό χώρο ζωτικής σημασίας για την ίδια.
Έκτοτε, σύμφωνα με όσα εξηγούν διπλωματικές πηγές στο anatropinews.gr, ο Τούρκος πρόεδρος και οι επιτελείς του επιτάχυναν την συμφωνία με το παραπαίον καθεστώς Σαράζ στην Τρίπολη, ως μια προσπάθεια να “τρυπήσουν” την γεωγραφία των ΑΟΖ (Ελλάδας- Κύπρου- Ισραήλ) και να άρουν την ενεργειακή απομόνωση της γείτονος.
Η πληροφορία αυτή αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη όχι μόνο για να κατανοήσει κανείς την τουρκική στρατηγική αλλά και διότι αναδεικνύει το ισχυρό χαρτί της ελληνικής διπλωματίας το οποίο πρέπει να ανασυρθεί ως αιχμή των “αντίμετρων” που οφείλει να προωθήσει η Αθήνα. Οι καταδίκες εκ μέρους της Κομισιόν, των ευρωπαϊκών κρατών και του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ είναι αναμφίβολα σημαντικά διπλωματικά “εργαλεία” στο πλαίσιο του Διεθνούς Δικαίου, ωστόσο γίνεται ολοένα και σαφέστερο πως δεν αρκούν.
Η Τουρκία είχε προεξοφλήσει την αντίδραση των Ευρωπαίων αλλά έχει δείξει εδώ και καιρό πως δεν την υπολογίζει ιδιαίτερα όσο αυτή παραμένει σε “υποσημειώσεις” και δεν προχωρά σε πρακτικά μέτρα.
Μέγαρο Μαξίμου και Υπουργείο Εξωτερικών δείχνουν να εξαντλούν, προσώρας, την ελληνική αντίδραση στην διεκδίκηση της εντονότερης δυνατής υποστήριξης της διεθνούς κοινότητας και να επενδύουν στην ανατροπή του καθεστώτος Σαράζ (Τρίπολη) από τις δυνάμεις του στρατηγού Χαφτάρ (Τομπρούκ) και στην απουσία επικύρωσης του MOU από το λιβυκό κοινοβούλιο. Αλλά, απ΄ ότι φαίνεται, ακόμα και αυτή την εξαιρετικά πιθανή εναλλαγή εξουσίας στην Λιβύη, η Τουρκία την έχει προεξοφλήσει. Μέχρι να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο θα προσπαθήσει να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα δημιουργίας “τετελεσμένων”.
Οι απειλές της Τουρκίας ότι θα παρεμποδίσει οποιαδήποτε έρευνα, εξόρυξη, ή γενικώς κινητικότητα εντός των θαλασσίων ζωνών που -κατ΄ αυτήν- έχουν δεσμευθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας με τον Σαράζ, επιβεβαιώνουν εκείνους που πιστεύουν πως η στρατηγική της γείτονος οικοδομείται σταδιακά και αποβλέπει στη διεθνοποίηση του “kazan-kazan” (win-win).
Η Άγκυρα επιχειρεί να βάλει στο τραπέζι την προκλητική της διεκδίκηση για συνεκμετάλλευση περιοχών της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ νοτίως της Κρήτης. Και την στρατηγική αυτή δύσκολα θα εγκαταλλείψει ανεξαρτήτως των πολιτικών και στρατιωτικών εξελίξεων στον λιβυκό εμφύλιο.
Εάν λάβει, δε, κανείς υπόψη του δηλώσεις αξιωματούχων –αναφορές του υπ. Εξωτερικών Νίκου Δένδια στον Bloomberg, τον Ιούλιο, λίγο πριν το άρθρο του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη στην “Καθημερινή” για την ανάγκη αποφάσεων επί “μη ευχάριστων λύσεων”, πρόσφατη συνέντευξη του αναπληρωτή Συμβούλου Ασφαλείας Θάνου Ντόκου στο ΑΠΕ- , και αναλύσεις που βλέπουν το φως στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, η συνδιαχείριση είναι ένα θέμα που σταδιακά εγκαθίσταται στον εγχώριο δημόσιο διάλογο.
Ποια στρατηγική και ποιες τακτικές κινήσεις θα αντιτάξει η Αθήνα σε όλα αυτά;
Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο το γεγονός πως, προσώρας, η συζήτηση στη δημόσια σφαίρα γίνεται κυρίως μεταξύ εκείνων που καλλιεργούν “στρατιωτικές λύσεις” αντίδρασης σε ενδεχόμενη παρουσία των τουρκικών πλωτών γεωτρύπανων στις θαλάσσιες ζώνες, οι οποίες προσδιορίζονται από την τουρκολιβυκή συμφωνία (και παράλληλα ανοίγουν τη συζήτηση για νέο κύκλο εξοπλισμών), και όσων επιδερμικά και αφελώς θέτουν το θέμα της συνεκμετάλλευσης. Δεν υπάρχουν ενδιάμεσες λύσεις ανάμεσα στις φρεγάτες και μια πιθανή εμπλοκή από τη μία και σε ανατροπή πάγιων θέσεων για το Διεθνές Δίκαιο από την άλλη;
Προφανώς υπάρχουν.
Η στρατηγική του “3+1” που επεξεργάστηκε η προηγούμενη κυβέρνηση (από την εποχή Κοτζιά στο ΥΠΕΞ) και υλοποιήθηκε σταδιακά με την συνδρομή της Λευκωσίας και της Ιερουσαλήμ αποτελεί, έως ένα βαθμό, το σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα της ελληνικής διπλωματίας.
Με μία πολύ σοβαρή προϋπόθεση. Πως η διοίκηση Τραμπ παραμένει πιστή σε αυτόν τον σχεδιασμό. Και τίθεται αυτό ως προϋπόθεση διότι η αλλοπρόσαλλη στάση του Αμερικανού προέδρου έναντι της Τουρκίας και του Ταγίπ Ερντογάν δικαίως εγείρει ερωτηματικά.
Η απάντηση δεν μπορεί παρά να δωθεί στην συνάντηση που θα έχει, στις 7 Ιανουαρίου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τον Ντόναλντ Τραμπ στην Ουάσιγκτον.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός πρέπει να εξασφαλίσει ότι οι ΗΠΑ επιμένουν δυναμικά στην στήριξη της τριμερούς Ελλάδας- Κύπρου-Ισραήλ και θα δώσουν άμεσα το σήμα για την έναρξη υλοποίησης του σχεδιασμού για τον αγωγό EastMed.
Κι αυτό διότι ο EastMed θα διέλθει μέσα από τις θαλάσσιες ζώνες που αμφισβητεί η Τουρκία (με το MOU με την Τρίπολη και την στρατηγική του “kazan-kazan”) και ουσιαστικά αναιρεί κάθε αμφισβήτηση που εγείρει ο Ερντογάν. Για να το πούμε ακόμα πιο απλά, όσο υπάρχει στο τραπέζι ο EastMed με την σφραγίδα των ΗΠΑ, το τουρκολιβυκό MOU δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα νευρικό παιχνίδι με τους χάρτες.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαθέτει, ενόψει της συνάντησης του με τον Ντόναλντ Τραμπ, ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί. Την επί θύραις επέκταση της αμυντικής συμφωνίας Ελλάδας- ΗΠΑ που είχε ξεκινήσει η προηγούμενη κυβέρνηση.
Πρέπει, λοιπόν, να καταστήσει σαφές πως η επιδιωκόμενη από την Ουάσιγκτον ενίσχυση της στρατιωτικής της παρουσίας στην περιοχή μέσω της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να έχει ως ένα από τα βασικά προαπαιτούμενα την έναρξη υλοποίησης του σχεδίου για τον EastMed.
Το προς τις ΗΠΑ ελληνικό αίτημα πρέπει να συνδυαστεί με ένα δεύτερο “αντίμετρο”, επίσης πολύ ισχυρό.
Να απαιτήσει (με κάθε τρόπο) από τους Ευρωπαίους εταίρους η φραστική πολιτική καταδίκη της τουρκικής προκλητικότητας σε περιοχές ελληνικής υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ να μετουσιωθεί άμεσα σε εξειδίκευση και έναρξη εφαρμογής κυρώσεων κατά προσώπων και εταιρειών που θα εμπλακούν σε οιαδήποτε πρόκληση στον θαλάσσιο χώρο του τουρκολιβυκού MOU που συμπίπτουν με περιοχές ελληνικής κυριαρχίας.
Για λόγους που μπορούν να πιθανολογηθούν (προσφυγικό-μεταναστευτικό κ.ά) η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει ασκήσει έως σήμερα πιέσεις για την υλοποίηση των κυρώσεων που αποφασίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου σχετικά με τις συνεχιζόμενες προκλήσεις της Τουρκίας στην Κυπριακή ΑΟΖ. Αυτές οι κυρώσεις πρέπει να επεκταθούν και ως προς το τουρκολιβυκό MOU και, κυρίως, να τεθούν σε ισχύ.
Οι Ευρωπαίοι εφόσον δεν πιεσθούν από την Αθήνα και τους συμμάχους της στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (ελπίζουμε πως έχει ήδη φροντίσει γι αυτό η ελληνική πλευρά…) θα παραμένουν σε ρητορική καταδίκης χωρίς συγκεκριμένα μέτρα.
Το ίδιο πρέπει να συμβεί, βεβαίως, και με κυρώσεις προς το καθεστώς Σαράζ στην Τρίπολη, κάτι που θα συνέδραμε στην ταχύτερη ανατροπή του από τις δυνάμεις του Χαφτάρ.