Αργά αλλά σταθερά, το τελευταίο διάστημα, ο Αλέξης Τσίπρας κερδίζει μια μάχη εντυπώσεων που κάποιοι υποστηρίζουν πως δεν απέχει πολύ από το να εξελιχθεί και σε νίκη ουσίας. Η δημόσια συζήτηση έχει μετακινηθεί από τα θέματα της οικονομίας καθώς έχει προεξοφληθεί η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια και το μόνο που απομένει είναι να αποσαφηνιστεί (τον Ιούνιο) ο βαθμός απαγκίστρωσης από την εποπτεία των δανειστών.
Σεραφείμ Π. Κοτρώτσος
Εφόσον, δε, επιβεβαιωθούν τα σενάρια που βλέπουν το φως της δημοσιότητας (Handelsblatt) για ένα αρκετά γενναίο πρόγραμμα ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους (Γαλλική συνταγή με συνυπογραφή του ESM) μέχρι το 2050 και με ρήτρα ανάπτυξης, το “αφήγημα Τσίπρα” θα αποκτήσει υψηλή υπεραξία στην εσωτερική πολιτική διαχείριση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο πρωθυπουργός –ενώ ακόμα είναι στο τραπέζι οι “αναλύσεις” για προσφυγή στις κάλπες εντός του 2018, ή, πάντως, το αργότερο τον Μάϊο του 2019 μαζί με τις ευρωεκλογές– ξεδίπλωσε, κατά την ομιλία του στο υπουργικό συμβούλιο, την πρόθεσή του να εξαντλήσει την κυβερνητική θητεία μέχρι το συνταγματικά απώτατο όριο του φθινοπώρου του 2019 και τον συνδυασμό των εθνικών εκλογών με τις αυτοδιοικητικές κάλπες.
Δεν πρέπει να υποτιμάται –έστω και ως πρόθεση– η επισήμανση αυτή. Εφόσον καταστεί τους επόμενους μήνες εφικτό το άνοιγμα που θα επιχειρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ προς την κεντροαριστερά, με την αξιοποίηση βουλευτών και στελεχών του χώρου αυτού, ως υποψηφίους δημάρχους και περιφερειάρχες (Κρήτη, Δυτική Ελλάδα κ.ά) στο πλαίσιο περισσότερο τοπικών και λιγότερο κεντρικών συμμαχιών, η απορρόφηση κραδασμών και η διαχείριση του πολιτικού κόστους γίνεται κατάτι ευκολότερη για την κυβέρνηση.
Στο πλαίσιο αυτό, ακόμα και το πολιτικό κόστος που είναι βέβαιο πως θα υπάρξει για το κυβερνών κόμμα στη Βόρεια Ελλάδα από μία λύση στο “Μακεδονικό έχει μετρηθεί από το Μέγαρο Μαξίμου και εκτιμάται πως μπορεί να εξισορροπηθεί από “εισροές” ψηφοφόρων από τον χώρο του Κέντρου.
Την ώρα που ο πρωθυπουργός κρατά στα χέρια του τα κλειδιά των πολιτικών πρωτοβουλιών (οικονομία, “Μακεδονικό”, Συνταγματική αναθεώρηση κ.ά), η αντιπολίτευση διολισθαίνει στην εσωστρέφεια γύρω από το σχεδόν μεταφυσικό ερώτημα “πως θα φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ”. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα άρθρο του ιστορικού Νίκου Μαραντζίδη υπό τον τίτλο “Το ζήτημα είναι να φύγει (μόνο) ο ΣΥΡΙΖΑ; “ προκάλεσε γύρο έντονων διαξιφισμών μεταξύ Ν.Δ και “Κινήματος Αλλαγής”, προδίδοντας το κενό στρατηγικής και την αδυναμία ορισμένων να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις.
Από την πλευρά της η Φώφη Γεννηματά ακολουθεί μία τακτική πολιτικής και δημοσκοπικής επιβίωσης. Οι “ίσες αποστάσεις” προς τον Αλέξη Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν είναι τίποτε περισσότερο από “αγορά χρόνου” μέχρι τις επόμενες εκλογές. Και αυτή η –μάλλον αναγκαία και αναμφισβήτητα λογική– τακτική θα την φέρνει ολοένα και περισσότερο πιο κοντά σε ένα “θερμό επεισόδιο” με τον Ευάγγελο Βενιζέλο (και άλλους) που ηγείται της πιο σκληρής αντιΣΥΡΙΖΑ γραμμής και ταυτίζεται απόλυτα με τη Ν.Δ, σε μια προσπάθεια που μοιάζει μάλλον με μια προσπάθεια προσωπικής πολιτικής διάσωσης και λιγότερο με μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος.
Ο κίνδυνος είναι σαφής. Η επιδίωξη για έναν “ηττημένο” και “ντροπιασμένο” ΣΥΡΙΖΑ εύκολα μεταβάλλεται σε δίλημμα (που, ούτως ή άλλως, θεριεύει) για το “με ποιον θα πάει” το “Κίνημα Αλλαγής”. Και η απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα ίσως να μην συμφέρει, τελικά, αυτούς που ασκούνται στη διχαστική ρητορική των ημερών.
Από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση θα αξιοποιήσει στο έπακρο την πρόταση της κ. Γεννηματά για την έναρξη της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Αφενός γιατί υπάρχει, όντως, κοινός τόπος του ΣΥΡΙΖΑ με το “Κίνημα Αλλαγής” στο θέμα αυτό, αφετέρου διότι αποτελεί μεγάλη ευκαιρία για ώσμωση των δύο χώρων και σταδιακό απογαλακτισμό του Αλέξη Τσίπρα από τον απρόβλεπτο κυβερνητικό του εταίρο. Οι πληροφορίες θέλουν το Μέγαρο Μαξίμου να συνδυάζει την έξοδο από τα μνημόνια με τις μεγάλες θεσμικές αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα και να επενδύει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο στη συγκρότηση προοδευτικού μετώπου από τον προσεχή Σεπτέμβριο και στην τελική ευθεία για τις κάλπες του 2019.
Εάν, δε, δεν υπάρξουν σοβαρές υπαναχωρήσεις από την πλευρά των Σκοπίων (η επόμενη συνάντηση Τσίπρα- Ζάεφ θα είναι καθοριστικής σημασίας) μια προσώρας δύσκολη αλλά όχι απίθανη λύση στο “Μακεδονικό” θα δράσει ως καταλύτης στους εγχώριους πολιτικούς συσχετισμούς.
Οι παλινωδίες της Ν.Δ την φέρνουν σε δύσκολη θέση.
Τον περασμένο Δεκέμβρη μιλούσε για “απώλεια δεδηλωμένης” εάν ο Πάνος Καμμένος δεν στηρίξει μια συμφωνία με τα Σκόπια (συνέντευξη στο Βήμα), στη συνέχεια έκανε λόγο για “λάθος timing” ζητώντας την παραπομπή του θέματος στις καλένδες, αργότερα υιοθέτησε την “εντολή” των συλλαλητηρίων –και του Αντώνη Σαμαρά– για λύση “χωρίς τον όρο Μακεδονία”, μετά μετακινήθηκε αμήχανα προς τις θέσεις της Ντόρας Μπακογιάννη (και της εθνικής γραμμής της κυβέρνησης Καραμανλή στο Βουκουρέστι), και στην πρόσφατη συνέντευξή του στον real fm ο Κυριάκο Μητσοτάκης είπε πως “κανείς δεν πρέπει να προεξοφλεί τη στάση του κόμματός του εάν έρθει συμφωνία στη Βουλή”.
Μόλις σήμερα, δε, ο Γιώργος Κουμουτσάκος (λίγο πριν τη συνάντησή του με το Νίκο Κοτζιά) δήλωσε πως “κινδυνεύει να χαθεί το παράθυρο ευκαιρίας που υπάρχει για λύση του Σκοπιανού”. Ένα “παράθυρο ευκαιρίας”, όμως, που για τη Ν.Δ …δεν υπήρχε αφού ζητούσε να αφεθεί για το μέλλον η διαπραγμάτευση (;). Και την ίδια ώρα ο εκ Θεσσαλονίκης βουλευτής Κώστας Γκιουλέκας έλεγε (Real Fm) ότι “δεν θέλει λύση με τον όρο Μακεδονία”, αν και από την άλλη ανέφερε ότι η κυβέρνηση σύρθηκε στη θέση της Ν.Δ περί σύνθετης ονομασίας!!!
Με όλα αυτά έθεσε τη Ν.Δ εκτός του “μετώπου λογικής” που με συνέπεια δείχνει να υπηρετεί το Ποτάμι και προσωπικά ο Σταύρος Θεοδωράκης αλλά σε μεγάλο βαθμό και η Φώφη Γεννηματά, εάν λάβει κανείς υπόψη τις πληροφορίες που μετέδιδαν στελέχη του “Κινήματος Αλλαγής” μετά την συνάντηση που είχε η πρόεδρος του με τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Κοτζιά.
Το επόμενο διάστημα θα είναι εξαιρετικά κρίσιμο. Οι αυστηρές συστάσεις του πρωθυπουργού προς τους υπουργούς του για την τήρηση των χρονοδιαγραμμάτων με στόχο την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης χωρίς πολιτικές απώλειες έδειξαν πως βασικός και αδιαπραγμάτευτος στόχος είναι το ορόσημο του τέλους Αυγούστου. Από εκεί και πέρα τα πολιτικά “εργαλεία” είναι αρκετά και εναπόκειται στην ευφυϊα του σχετικά με το πως θα τα διαχειριστεί. Αναμφίβολα πρέπει να τηρηθούν οι ισορροπίες ανάμεσα στα ανοίγματα προς την Κεντροαριστερά και την σκληρή επικαιρότητα της δικαστικής εξέλιξης των σκανδάλων που εκ των πραγμάτων παράγει πόλωση και αντιθέσεις.
Πρέπει να καταστεί σαφές πως η “τοξικότητα” αυτών των σκανδάλων μπορεί να μολύνει πρόσωπα όχι, όμως, συλλήβδην χώρους και κόμματα. Άναρθρες κραυγές και ισοπεδωτικές προσεγγίσεις δεν πρέπει να επικαλύπτουν την στρατηγική της αναγκαίας μεταμνημονιακής σοβαρότητας και υπευθυνότητας.
Εν κατακλείδι, έχουμε εισέλθει σε ένα ρευστό αλλά άκρως ενδιαφέρον τοπίο που θα παραγάγει πολιτικές εξελίξεις μέχρι τις επόμενες εκλογές, αλλά και μετά από αυτές με ορίζοντα την προεδρική εκλογή του 2020. Ας μη διαλάθει, δε, της προσοχής μας ότι αποτυπώματα όλων αυτών εμφανίζονται ήδη στις δημοσκοπήσεις, παρότι υποτιμώνται από πολλούς.
Τον Μάϊο και τον Ιούνιο του 2017 η διαφορά υπέρ της Ν.Δ που καταγραφόταν στις δημοσκοπήσεις έφθανε τις 18 μονάδες. Σήμερα η διαφορά αυτή κινείται μεταξύ 4,5 και 8 μονάδων.
Προφανώς κάτι έχει αλλάξει και αυτό είναι πιθανότατα ένας συνδυασμός δύο πραγμάτων:
πρώτον, η διαχείριση Τσίπρα αργά αλλά σταθερά αποδίδει και πολλοί αρνούνται να προεξοφλήσουν το πολιτικό τέλος του ΣΥΡΙΖΑ και, δεύτερον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η στρατηγική της Ν.Δ δεν πείθει όσο θα έπρεπε να πείθει εφόσον ίσχυαν τα επιχειρήματα περί καταστροφής της χώρας. Κάποιοι -και φαίνεται πως είναι αρκετοί- δεν πολυασχολούνται με το “πότε θα φύγει ο ΣΥΡΙΖΑ”, είτε γιατί δεν θέλουν να φύγει, είτε γιατί δεν έχουν εμπιστοσύνη σε αυτόν που έρχεται…