Μπορεί το ΚΑΣ να απέρριψε την πρόταση να γίνουν γυρίσματα στο Σούνιο της διεθνούς υπερπαραγωγής του BBC και του σκηνοθέτη Παρκ Τσαν πάνω στο βιβλίο “Η Μικρή Τυμπανίστρια” του Τζον Λε Καρέ, όμως μόλις πριν μερικά χρόνια μία άλλη μεγάλη παραγωγή “βρήκε χώρο” και γυρίστηκε στην Αθήνα, την Πλάκα και τον αρχαιολογικό χώρο της Κνωσσού. Γεγονός που εντείνει ακόμα περισσότερο τα ερωτήματα σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος.
Οι πληροφορίες θέλουν πάντως την παραγωγή να υποβάλλει τροποποιημένο αίτημα το οποίο θα επανεξετασθεί την επόμενη εβδομάδα.
Το νέο αίτημα
Προς εκτόνωση οδεύει η ένταση που προκλήθηκε μεταξύ του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) και του γ.γ .Ενημέρωσης και Επικοινωνίας κ.Κρέτσου εξαιτίας της μη παραχώρησης του αρχαιολογικού χώρου του Σουνίου για τα τα γυρίσματα της μίνι σειρά «The Little Drummer Girl» («Η Μικρή Τυμπανίστρια»),στο Σούνιο, καθώς , σύμφωνα με έγκυρες πηγές του ΝEWS 24/7 το πράσινο φως για τα γυρίσματα θα δοθεί τελικά από το συμβούλιο τη Μεγάλη Τρίτη, ημέρα που θα συσκεφθεί για να συζητηθεί το νέο αίτημα της εταιρείας Φάληρο.
Το αρχικό αίτημα για τα γυρίσματα της σειράς του BBC, ζητούσε τον αρχαιολογικό χώρο από τις 7 το πρωί ως τις 7 το βράδυ , αμέσως μετά το Πάσχα, κάτι που , σύμφωνα με την γνωμοδότηση του ΚΑΣ, ήταν αδύνατο να εγκριθεί λόγω της μεγάλης διάρκειας τω γυρισμάτων σε ώρα αιχμής, με χιλιάδες επισκέπτες, και λόγω του πολυπληθούς συνεργείου (που ξεπερνούσε τα 100 άτομα). «Η παραχώρηση τις συγκεκριμένες ώρες θα δημιουργούσε δυσλειτουργία στον αρχαιολογικό χώρο παρόλο που η εταιρεία παραγωγής πρότεινε δικοί της άνθρωποι να βρίσκονται στη είσοδο και να ειδοποιούν τους επισκέπτες ότι ο χώρος θα παραμείνει κλειστός», υποστηρίζει η πρόεδρος του ΚΑΣ και γ.γ. του ΥΠΠΟΑ κ.Βλαζάκη.
Διαβάστε για το νέο αίτημα του BBC εδώ
Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου της Πατρίτσια Χάϊσμιθ
Στην Αθήνα του 1962 ένα ζευγάρι Αμερικανών τουριστών γνωρίζει έναν ξεναγό συμπατριώτη τους, ο οποίος δέχεται να τους βοηθήσει όταν εκείνοι μπλέκονται σε ένα φόνο. Ατμοσφαιρική, αλλά άνευρη και ρουτινιάρικη μεταφορά ενός μυθιστορήματος της Πατρίσια Χάισμιθ.
Κορυφαία συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, η Αμερικανίδα Πατρίσια Χάισμιθ μπορεί να έγινε διάσημη για τη σειρά βιβλίων της με πρωταγωνιστή τον γοητευτικό αμοραλιστή Τομ Ρίπλεϊ, υπέγραψε όμως ένα μεγάλο αριθμό εξίσου συναρπαστικών διηγημάτων και μυθιστορημάτων αγωνίας, ανάμεσα στα οποία και το παρθενικό της «Strangers on a train», το οποίο ο Άλφρεντ Χίτσκοκ μετέφερε το 1951 στο σινεμά («Ο Άγνωστος του Εξπρές»). Η στακάτη γραφή, η περιγραφή ενός βυθισμένου στη βία και την απληστία κόσμου, κυρίως όμως οι διφορούμενοι, κυνικοί χαρακτήρες –όλα λογοτεχνικό σήμα κατατεθέν της– δίνουν το «παρών» και στο μυθιστόρημα «Τα δυο πρόσωπα του Ιανουαρίου» του 1964, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου εξελίσσεται σε Αθήνα και Κρήτη.
Η Ελλάδα της δεκαετίας του ’60 φαντάζει ελάχιστα ειδυλλιακή στα μάτια του Τσέστερ ΜακΦάρλαντ, ενός Αμερικανού που έχει διαφύγει από την πατρίδα του κατηγορούμενος για οικονομική απάτη. Περιφέρεται μαζί με τη νεαρή σύζυγό του Κολέτ στα αξιοθέατα της καλοκαιρινής Αθήνας, όπου συναντά τον συμπατριώτη του ξεναγό Ράινταλ, ο οποίος συνοδεύει το ζευγάρι στην υπαίθρια αγορά στο Μοναστηράκι και δειπνεί μαζί τους. Όταν όμως ο Τσέστερ αντιπαρατίθεται βίαια και σκοτώνει έναν ντετέκτιβ που τον αναζητά ανά την Ευρώπη και απειλεί να αποκαλύψει την ταυτότητά του, ο ακούσιος μάρτυρας Ράινταλ δέχεται πρόθυμα να τον βοηθήσει. Μαζί με την Κολέτ, καταφεύγουν στην Κρήτη και αναζητούν τρία νέα, πλαστά διαβατήρια για να διαφύγουν από τη χώρα.
Ψυχολογικό θρίλερ γεμάτο ανατροπές και απρόβλεπτες συμπεριφορές λόγω των σκοτεινών χαρακτήρων του, τα «Δυο πρόσωπα του Ιανουαρίου» προσφέρουν ένα ενδιαφέρον πρώτο υλικό για το σκηνοθετικό ντεμπούτο του έμπειρου, υποψήφιου για Όσκαρ Ιρανοβρετανού σεναριογράφου Χοσεΐν Αμίνι («Τζουντ», «Τα Φτερά της Αγάπης», «Drive», «47 Ronin»). Παραδόξως ο τελευταίος χειρίζεται μάλλον αμήχανα ή τουλάχιστον ουδέτερα τα κρυμμένα πάθη του πρωταγωνιστικού τρίο του, τα τοποθετεί απλώς μπροστά στο αρχαιο(και νεο)ελληνικό φόντο αντί να τα δέσει δυναμικά μαζί του και μοιάζει σαν να ξεφυλλίζει μηχανικά και όχι να διασκευάζει με έμπνευση τις σελίδες της Χάισμιθ.
Η πνιγηρή ατμόσφαιρα, μείγμα αφόρητης ζέστης και υποβόσκουσας ψυχολογικής έντασης, αποδίδεται πειστικότερα αν και οι ερμηνείες είναι περισσότερο διεκπεραιωτικές παρά όσο βαθιά διφορούμενες απαιτούν οι ρόλοι, ικανές να πείσουν για την αντιπαράθεση δύο αντρών οι οποίοι αποτελούν τις συμπληρωματικές όψεις του ίδιου, δέσμιου των ηθικών επιλογών του ανθρώπου. Το κοσμοπολίτικο ντεκόρ και η απρόσωπα στερεή αφήγηση συμπληρώνουν το κινηματογραφικό παζλ, το οποίο μοιάζει να αφορά όχι μόνο μια ιστορία που εξελίσσεται στα ’60s, αλλά και μια ταινία που μόλις έχει βγει από αυτά.