Ως μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής γεωπολιτικού επαναπροσδιορισμού της χώρας αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση την προσπάθεια να επιλυθεί, ει δυνατόν εντός του πρώτου εξαμήνου του 2018, το πρόβλημα σχετικά με την ονομασία της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (Fyrom).
Φυσικά, δεν είναι μόνο το θέμα της ονομασίας. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει καταστήσει σαφές το τελευταίο διάστημα πως η γειτονική χώρα πρέπει να εγκαταλείψει το σύνολο της πολιτικής που ακολουθεί εδώ και δεκαετίες με σκοπό να εδραιώσει “μακεδονική εθνική ταυτότητα” (γλώσσα, ιστορία, αλυτρωτική νοοτροπία, ακόμα και έμμεσες εδαφικές διεκδικήσεις). Η ανταπόκριση εκ μέρους της νέας κυβέρνησης της Fyrom υπό το νέο και δυτικοτραφή Ζόραν Ζάεφ φαίνεται πως είναι θετική. Είναι χαρακτηριστικό πως σε υψηλούς τόνους ο πρωθυπουργός των Σκοπίων απεμπόλησε την “αποκλειστικότητα” επί της καταγωγής από τον Μεγάλο Αλέξανδρο και δεσμεύθηκε ότι άμεσα θα προχωρήσει στην αλλαγή της επωνυμίας του αεροδρομίου των Σκοπίων που φέρει το όνομα του μεγάλου Μακεδόνα στρατηλάτη.
Η συγκυρία είναι, αναμφίβολα, θετική. Μια νέα κυβέρνηση στα Σκόπια που επιθυμεί να βγάλει τη χώρα από την απομόνωση της 10ετούς περιόδου του υπερεθνικιστή (VMRO-DMNE) Νίκολας Γκρούεφσκι, να την εντάξει στο ΝΑΤΟ και να ξεκινήσει τις διαδικασίες σύνδεσης με την Ε.Ε, η ισχυρή βούληση Ευρωπαίων και, κυρίως, Αμερικανών για την εδραίωση μιας γεωπολιτικής, αμυντικής και “ενεργειακής” ομπρέλας στα Δυτικά Βαλκάνια, και, φυσικά, ένας γενικότερος σχεδιασμός εκ μέρους της Ελλάδας, μέρος του οποίου είναι και η επίλυση του σκοπιανού.
Ο Αλέξης Τσίπρας εξομολογείται σε συνομιλητές του ότι ο ίδιος εντάσσει την επίλυση του προβλήματος με τη γειτονική χώρα στο πλαίσιο της θωράκισης του εθνικού μας γεωπολιτικού περίγυρου. Η τετραμερής συνεργασία με τη Σερβία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, οι δύο τριμερείς με την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, αντίστοιχα, οι συμφωνίες για τις ΑΟΖ με την Ιταλία και την Αλβανία και φυσικά η υλοποίηση των μεγάλων ενεργειακών projects συνθέτουν το συνολικό κάδρο της εξωτερικής πολιτικής και οικονομικής διπλωματίας της χώρας που χειρίζεται επιτυχώς και σε διακριτικούς τόνους ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς.
Για τον πρωθυπουργό, λοιπόν, η προσπάθεια επίλυσης του σκοπιανού στην παρούσα ευνοϊκή, ως φαίνεται, συγκυρία, δημιουργεί την ευκαιρία να κλείσει ένα ακόμα μέτωπο, ώστε η Ελλάδα αφενός να εδραιώσει και ενισχύσει τον γεωπολιτικό της ρόλο στην περιοχή και αφετέρου να ασχοληθεί σχεδόν απερίσπαστη με τα εκκρεμή θέματα που αφορούν τον εξ Ανατολών γείτονα.
Και να κλείσει, έτσι, έναν φαύλο κύκλο αβελτηρίας, διπλωματικών λαθών και κακής πολιτικής διαχείρισης του ζητήματος καθ΄ όλη της διάρκεια της τελευταίας 25ετίας.
Η στρατηγική της Αθήνας
Παράλληλα η αντιμετώπιση των θεμάτων στις σχέσεις μας με την Fyrom συνδέεται άρρηκτα με την προσπάθεια που καταβάλλεται και ως προς την Αλβανία, καθώς στο Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών αντιλαμβάνονται πλήρως πως γεωπολιτικά οι δύο χώρες λειτουργούν ως “συγκοινωνούντα δοχεία” με ότι αυτό συνεπάγεται.
Στο πλαίσιο αυτό η Αθήνα δίνει μεγάλη βάση στην προσπάθεια της Τουρκίας να διεισδύσει στα Βαλκάνια. Μια επιρροή που τα τελευταία χρόνια βαίνει αυξανόμενη, με αποτέλεσμα να είναι σήμερα η τρίτη (από έκτη που ήταν) χώρα προέλευσης επενδύσεων στα Σκόπια.
Αυτές οι κινήσεις της Τουρκίας ανησυχούν τους Ευρωπαίους αλλά και τις ΗΠΑ (ιδιαίτερα μετά την ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας της Άγκυρας με τη Μόσχα) και γι αυτό είναι σαφές πως επιθυμούν να ενισχύσουν τον σταθεροποιητικό γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή.
Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν είναι καθόλου τυχαία τα γεγονότα που “συνέπεσαν” κατά την περίοδο των εορτών.
Η επιλογή του Αλέξη Τσίπρα να περάσει τις ημέρες των εορτών στο Βελιγράδι, προσκεκλημένος του Σέρβου προέδρου Αλεξάντερ Βούσιτς, η απόδοση από την κυβέρνηση των Τιράνων της Αλβανικής υπηκοότητας στον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας Αναστάσιο, και το πρωτοχρονιάτικο δείπνο του Γιάννη Μπουτάρη με τον Ζόραν Ζάεφ στη Θεσσαλονίκη, αποτελούν ψηφίδες του ίδιου μωσαϊκού που “δουλεύει” εδώ και καιρό η ελληνική διπλωματία και προσωπικά ο πρωθυπουργός.
Βεβαίως, η επίλυση του θέματος της ονομασίας της Fyrom (μαζί με όλα τα συνακόλουθα) δεν είναι εύκολη. Από τη σύνοδο της Συνόδου του Γκιμαράες και το “πακέτο Πινέϊρο” του 1992 έως σήμερα το πρόβλημα έχει αποκτήσει μείζονα και ενοχικά στερεότυπα που είναι δύσκολο να ξεπερασθούν και στις δύο χώρες, κυρίως, όμως διχάζει τα πολιτικά συστήματα και τις κοινωνίες.
Γι αυτό, προφανώς, και απαιτούνται ευρύτερες πολιτικές συναινέσεις για να σταθεί εφικτή μία λύση στο ονοματολογικό και ευρύτερα πριν την σύνοδο του ΝΑΤΟ που θα πραγματοποιηθεί τον προσεχή Ιούλιο. Η Ουάσιγκτον έχει καταστήσει σαφές, άλλωστε, πως επιθυμεί να γίνουν το συντομότερο δυνατό τα Σκόπια μέλος του Συμφώνου και στο πλαίσιο αυτό ο ΓΓ Γιανς Στόλτενμπεργκ θα επισκεφθεί τη Fyrom στις 17 και 18 Ιανουαρίου.
Η έναρξη των συνομιλιών προσδιορίστηκε, σύμφωνα με πληροφορίες που προέρχονται, κυρίως, από σκοπιανά ΜΜΕ, για τις 19 Ιανουαρίου στη Νέα Υόρκη όπου θα τεθεί η ατζέντα από τον διαμεσολαβητή του ΟΗΕ Μάθιου Νίμιτς και τους δύο διαπραγματευτές Αδαμάντιο Βασιλάκη και Βάσκο Ναουμόφσκι.
Ο Νίκος Κοτζιάς διαμηνύει -απαντώντας σε σχετική ερώτηση της “Νέας Σελίδας”- πως μέχρις ώρας καμία πρόταση ονόματος δεν βρίσκεται στο τραπέζι, αποδίδοντας όσα γράφτηκαν περί “Νέας Μακεδονίας” στην προσπάθεια εγχώριων πολιτικών και μιντιακών κέντρων να υπονομεύσουν το πολιτικό κλίμα.
Το Βουκουρέστι και το αδιέξοδο της Ν.Δ
Είναι σαφές πως το σκοπιανό επιχειρείται να αξιοποιηθεί ως μία νέα αντικυβερνητική “ακίδα”, εξ αφορμής των δηλώσεων του Πάνου Καμμένου ότι δεν θα δεχθεί λύση που να εμπεριέχει τον όρο “Μακεδονία”. Σε αυτή τη δήλωση βασίσθηκε ολόκληρη η τακτική της Ν.Δ που αρνείται να τοποθετηθεί στην ουσία του ζητήματος και να παρουσιάσει τη δική της θέση και θέτει έμμεσα θέμα δεδηλωμένης (αν και τις τελευταίες ημέρες αυτό έχει εξασθενίσει). Η Ντόρα Μπακογιάννη, μάλιστα, έφθασε στο σημείο να πει (στον Real Fm) ότι “η ΝΔ δεν θα ψηφίσει ακόμα και μια καλή πρόταση για το σκοπιανό εάν δεν την στηρίξουν οι Αν.Ελ”.
Κι ενώ στο Μέγαρο Μαξίμου δεν εκφράζεται καμία ανησυχία σχετικά με τη στάση του υπουργού Άμυνας, η κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ θυμίζει ναρκοπέδιο.
Το δίλημμα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι μεγάλο. Και το ιστορικό βάρος μεγαλύτερο.
Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη βρέθηκε το 1992 (σύσκεψη πολιτικών αρχηγών υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή) και στις διαπραγματεύσεις του 1993 με δύο γραμμές. Εκείνη του ίδιου του τότε πρωθυπουργού περί σύνθετης ονομασίας και την άλλη του Αντώνη Σαμαρά για καμία χρήση του όρου “Μακεδονία”. Οι πολιτικές επιπτώσεις αυτής της διαφωνίας είναι γνωστές και ακόμα αρκετά “τραυματικές” για αρκετούς στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ακόμα κι αν η θέση αυτή μεταλλάχθηκε το 2007-2008, επί κυβερνήσεως Κώστα Καραμανλή και με υπουργό Εξωτερικών τη Ντόρα Μπακογιάννη (με αποκορύφωμα τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι), σε εκείνη περί “σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν τον όρο Μακεδονία και για κάθε χρήση (erga omnes)”, η πλευρά Σαμαρά αλλά και μια μερίδα βουλευτών εξακολουθούν να επιμένουν στη σκληρή γραμμή, ενώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται αμήχανος αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να δει την κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος του ακόμα και να διασπάται.
Εάν μελετήσει κανείς τις δηλώσεις κορυφαίων στελεχών της Ν.Δ, το τελευταίο διάστημα, καθίσταται προφανής η απουσία στρατηγικής και η πολιτική αμηχανία. Η ίδια η κ. Μπακογιάννη, για παράδειγμα, στη 17η Οικονομική Σύνοδο Κορυφής Βελιγραδίου, τον περασμένο Οκτώβριο, έλεγε πως “η αλλαγή κυβέρνησης στα Σκόπια βελτίωσε το κλίμα και εφόσον αποδεχθούν σύνθετη ονομασία για κάθε χρήση έναντι όλων, τότε ανοίγει ο δρόμος για ένταξή τους στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ”, σε διαφορετικό κλίμα απ΄ όσα είπε προς ημερών. Ο Αντώνης Σαμαράς, από την άλλη, απαντώντας σε δημοσιογραφική ερώτηση είχε περίπου εισηγηθεί την ονομασία “Κεντρική Βαλκανική Δημοκρατία”, ενώ ο Άδωνις Γεωργιάδης είπε πως “είναι θέμα εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση” και τόνισε πως “δεν θα γίνουμε χρήσιμοι ηλίθιοι εάν η κυβέρνηση δεν προσέλθει με ενιαία γραμμή”.
Οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί
Η κυβέρνηση από την πλευρά της είναι σαφής κι αυτό εντείνει τα αδιέξοδα της Ν.Δ.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος είπε πως “η ελληνική πλευρά προσέρχεται με τη θέση του 2007”, ήτοι τη θέση που εισήγαγε τότε η κυβέρνηση Καραμανλή. Εφόσον ένα τελικό σχέδιο, λοιπόν, περί την ονομασία των Σκοπίων κινείται στο πλαίσιο αυτό η Ν.Δ θα κινδυνεύσει να απομονωθεί, ακόμα περισσότερο μετά τη σαφή θέση που έχουν λάβει κόμματα και προσωπικότητες του “Κινήματος Αλλαγής” υπέρ της σύνθετης ονομασίας.
Το Μέγαρο Μαξίμου διαμηνύει με βεβαιότητα πως “υπάρχει πλειοψηφία βουλευτών” ώστε να περάσει ένα σχέδιο επίλυσης του σκοπιανού, ενώ ο Νίκος Κοτζιάς δήλωσε στη “Νέα Σελίδα” ότι εφόσον όλα εξελιχθούν ομαλά “να είστε βέβαιοι πως το τελικό σχέδιο θα είναι ένα πολύ καλό σχέδιο”.
Οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί στο πλαίσιο αυτό είναι σαφείς. Μια συμφωνία που θα κινούνταν στο πλαίσιο της εθνικής γραμμής του 2007-2008 και έκτοτε δεν έχει αμφισβητηθεί από κανέναν (εξακολουθεί, άλλωστε, να αναφέρεται ως η επίσης ελληνική θέση στον ιστότοπο του υπουργείου Εξωτερικών) είναι βέβαιο πως μπορεί να συγκεντρώσει ευρύτατη πλειοψηφία βουλευτών. Αυτό είναι που φοβίζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Σε μία τέτοια ψηφοφορία στη Βουλή το κόμμα που θα κινδύνευε να εμφανισθεί διασπασμένο είναι αυτό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, την ώρα που ο Αλέξης Τσίπρας θα εμφανιζόταν να επιλύει ένα σοβαρό εθνικό θέμα 25ετίας.
Τις τελευταίες ημέρες παρατηρήθηκε εξάλλου και μια προσπάθεια εμπλοκής του Προέδρου της Δημοκρατίας στο γενικότερο παιχνίδι πολιτικών εντυπώσεων περί το σκοπιανό. Σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που συντηρητικές ομογενειακές ομάδες των ΗΠΑ -με σημείο αναφοράς, όπως λέγεται, και στη Ν.Δ- διακίνησαν ακόμα και έγγραφο προς συλλογή υπογραφών με σκοπό να ζητηθεί από τον Προκόπη Παυλόπουλο να προβάλλει αντίσταση σε οποιαδήποτε λύση που θα περιελάμβανε και τον όρο “Μακεδονία”.
Το θέμα του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι πάντως ανοικτό αλλά θα εξαρτηθεί πρωτίστως από την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και εάν υπάρξει τελικά μια συμφωνία των δύο πλευρών υπό τον Μάθιου Νίμιτς. Σε μια τέτοια περίπτωση η κυβέρνηση θα έφερνε το σχέδιο λύσης προς επικύρωση στη Βουλή και ίσως ο πρωθυπουργός ζητήσει τη σύγκλιση του Συμβουλίου ώστε να επιβεβαιωθεί η εθνική γραμμή.
Κύκλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας, απαντώντας έμμεσα σε όλους αυτούς που επιδιώκουν να δημιουργήσουν “ρήγματα” και να καλλιεργήσουν εντυπώσεις, έλεγαν στη “Νέα Σελίδα” πως “το συμβούλιο πολιτικών αρχηγών προκύπτει μετά από αίτημα είτε του πρωθυπουργού είτε κάποιου εκ των αρχηγών προς τον πρωθυπουργό. Είναι, όμως, σαφές πως πρέπει να υπάρχει κοινός τόπος και διάθεση για συγκλίσεις. Σε ένα Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών γεφυρώνονται τα χάσματα και επιβεβαιώνεται η κοινή εθνική θέση. Διαφωνίες, συγκρούσεις και ναυάγια σε ένα Συμβούλιο Αρχηγών δεν νοούνται. Και γι αυτό πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί όσοι μιλούν”.
Σεραφείμ Π. Κοτρώτσος
Νέα Σελίδα