Ολοένα και εντονότερα, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και εν γένει δημοσιολογούντες λαμβάνουν θέση έναντι του ισχυρού (;) διλήμματος που καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε αυτή την αναμφιβόλως ενδιαφέρουσα υπόθεση της εκλογής αρχηγού για το νέο φορέα της κεντροαριστεράς. Fofistas ή Kaministas*;
Η αρχή έγινε με το κεντρικό άρθρο της έγκυρης Καθημερινής, την επομένη κιόλας της δημοσιοποίησης από τον Γιώργο Καμίνη της πρόθεσής του να διεκδικήσει την ηγεσία του νέου φορέα.
Το χτύπημα ήταν κάτι περισσότερο από σαφές. Είχε τα χαρακτηριστικά της προειδοποίησης και αμφισβητούσε ευθέως την ικανότητά του να διοικήσει τον Δήμο Αθηναίων και αναφερόταν στα αποτελέσματα αυτής της θητείας.
Για τη θητεία Καμίνη στον πρώτο δήμο της χώρας πολλά μπορεί να πει κανείς. Και ίσως συναντήσει μεγάλη δυσκολία να μνημονεύσει ιδιαίτερες επιτυχίες ως προς την βελτίωση της εικόνας της πόλης. Γιατί, όμως, να προκύψει αυτή η ανάγκη κριτικής στον δήμαρχο Καμίνη μόλις αυτός ανοίγει -καλώς ή κακώς- το βήμα του για ένα πόστο στο κέντρο της πολιτικής σκηνής; Και όχι νωρίτερα; Ρητορική, προφανώς, η ερώτηση αν και μάλλον εμπεριέχει την απάντηση.
Με αυτή την κριτική συντάχθηκαν πολλοί. Κάποιοι, μάλιστα, αναπολώντας σε παραλλαγές το “κύριος Τίποτα” που είχε εκστομίσει πριν 25 χρόνια ο Θόδωρος Πάγκαλος κατά του Δημήτρη Αβραμόπουλο πριν χάσει παταγωδώς τις εκλογές για τον Δήμο Αθηναίων. Το γεγονός, δε, ότι δεν γράφτηκαν ή διατυπώθηκαν ανάλογα σχόλια για τους υπόλοιπους εννιά υποψηφίους στην κεντροαριστερή κούρσα ίσως είναι υποδηλωτικό του μεταξύ ποίων θεωρεί η “πιάτσα” ότι θα κριθεί η εκλογή.
Μετά άρχισε η πασαρέλα των δορυφόρων. Ποιον συμπαθεί περισσότερο και ποιον θα ψήφιζε ο Μπουτάρης; Τον Καμίνη ή τον Θεοδωράκη; Και ο Σημίτης ποιον θα στηρίξει τελικά; Ο Παπανδρέου; Ο Βενιζέλος;
Παράλληλα παρακολουθήσαμε την άλλη εκδοχή του έργου. Ο Κυριάκος προτιμά τη Φώφη επειδή μπορεί να κόψει πασόκους ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας θέλει τον Καμίνη διότι θα συγκρατήσει στο νέο φορέα εκείνους που σκέπτονται να στεγαστούν υπό το κεντροφιλελεύθερο αφήγημα της Ν.Δ. Απλουστευτικά και τα δύο αλλά “έπαιξαν” αρκούντως στα μέσα ενημέρωσης ανάλογα με την οπτική γωνία που προτιμούσε κάθε φορά ο γράφων.
Ακολούθως μπήκε το παράπλευρο δίλημμα (για να είμαστε ακριβείς και δίκαιοι την πατρότητά του διεκδικεί ο ανθυποψήφιος των δύο Γιάννης Ραγκούσης): ποιος εκ των δύο είναι περισότερο ευεπίφορος σε μια συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ –υπό την επιπόλαιη παραδοχή ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα είναι νικητής των επόμενων εκλογών όποτε κι αν διεξαχθούν;
Υπό μίαν έννοια το ερώτημα αυτό έχει απαντηθεί. Ο δήμαρχος- ηγέτης της νέας κεντροαριστεράς δεν έχει απορρίψει ποτέ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η δε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει μετακινηθεί με θεαματικό τρόπο από εκείνο το “μας χωρίζει άβυσσος” που είχε πει την επομένη της εκλογής του κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Για δε τον τρίτο σε δημοσκοπική σειρά Σταύρο Θεοδωράκη ουδεμία αμφιβολία. Η σχέση του με τον σκληρό φιλελευθερισμό του προέδρου της Ν.Δ είναι γνωστή, δοκιμασμένη και στέρεη και δεν χρειάζεται, πλέον, τη διαμεσολάβηση του Βενιζέλου, ο οποίος είχε αρχικώς προσφερθεί. Άλλωστε, ο Θεοδωράκης έχει εκφράσει με ηχηρό τρόπο την προτίμησή του στην ταμπέλα “κέντρο” έναντι εκείνης της “κεντροαριστεράς”. Προφανώς αισθανόμενος άπωση σε οτιδήποτε αφορά την Αριστερά.
Τον τελευταίο καιρό η αποδόμηση του Καμίνη και η αποθέωση της Φώφης συνεχίζεται από ισχυρά δημοσιογραφικά ονόματα. “Θα ψάχνουν την ψήφο τους οι υπόλοιποι” και “η Γεννηματά είναι η μόνη που μπορεί να κρατήσει ενωμένο τον χώρο” είναι οι πιο προσφιλείς ατάκες. Όχι απαραίτητα άδικα εάν σκεφθεί κανείς πως στην πιθανότητα εκλογής οιουδήποτε άλλου, και με το ΠΑΣΟΚ ιδιοκτήτη ή έστω μεγαλομέτοχο, δύσκολα μπορεί να φανταστεί πως αρκετοί από τους άλλους θα παραμείνουν εντός παιχνιδιού.
Προκύπτει, ωστόσο, το θεμελιώδες ερώτημα: η εκλογή γίνεται για να υπάρξει αρχηγός ή για να σχηματιστεί η υποτίθεται πολλά υποσχόμενη κεντροαριστερά (που στις δημοσκοπήσεις φθάνει και το 10%) που μας έχει -πάλι υποτίθεται- λείψει; Πέραν του ότι το σχήμα είναι πρωθύστερο –πρώτα αρχηγός και μετά νέος φορέας και ακόμα πιο μετά ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα αυτού του φορέα– είναι και πέραν πάσης λογικής. Τι σχέση μπορεί να έχει ένας κεντρώος φορέας του Θεοδωράκη, με έναν ολίγο κεντροαριστερό του Καμίνη, έναν περισσότερο κεντροαριστερό της Φώφης ή έναν –πες με ΠΑΣΟΚ και δεν το κρύβω– του Ανδρουλάκη; Σε ποιο σημείο συγκλίνουν όλοι αυτοί; Και εάν συγκλίνουν γιατί δεν βρίσκουν πρώτα το σημείο σύγκλισης;
Η αλήθεια είναι πως ο χώρος χρειάζεται εκπροσώπηση. Το ΠΑΣΟΚ εξεμέτρησε το ζην και ένα νέο πολιτικό στίγμα είναι απαραίτητο. Όμως, μην υποτιμά κανείς ότι όλα περιστρέφονται γύρω από το ΠΑΣΟΚ.
Αυτό το κόμμα έκανε αρχηγό τη Φώφη, αυτό εξέλεξε δήμαρχο τον Καμίνη (μαζί με τη ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη), αυτό ανέδειξε τον Ραγκούση ή τον Μανιάτη. Ο Θεοδωράκης είναι μια άλλη (ενδιαφέρουσα) ιστορία. Το σημείο αναφοράς του ήταν ο Σημίτης και αβίαστα προκύπτει γι αυτόν ένα άλλο ερώτημα: γιατί κάποιος που δεν μπόρεσε να κρατήσει ένα νέο κόμμα, χωρίς τα βάρη του παλαιού πολιτικού συστήματος και με την αθρόα συνδρομή των μιντιακών κέντρων, μπορεί τώρα να συγκινήσει ως αρχηγός ενός κεντρώου κόμματος με πασοκικό πυρήνα και το βλέμμα στραμμένο προς τα γραφεία της Ν.Δ στην οδό Πειραιώς; Και πάλι ρητορικό το ερώτημα, αν και (πάλι) εμπεριέχει την απάντηση.
Που καταλήγουμε λοιπόν; Το δίλημμα που θα διασπαρεί έντονα το επόμενο διάστημα θα είναι Fofistas ή Kaministas; Προβλέπω πως αυτή η αντιπαράθεση δεν θα είναι αναίμακτη. Και η Φώφη Γεννηματά φαίνεται ότι πλην του πασοκικού μηχανισμού έχει και άλλα σημαντικά …εφόδια.
Σεραφείμ Π. Κοτρώτσος
*Ο όρος Kaministas είναι δάνειος από το ενδιαφέρον άρθρο του Παύλου Παπαδόπουλου στο huffingtonpost.gr. Το Fofistas προέκυψε ως αναγκαία αντίθεση