«Καταλονία… Την κατακτήσαμε το 1939 και είμαστε διατεθειμένοι να την κατακτήσουμε όσες φορές χρειαστεί», δήλωσε o Μανουέλ Φράγα Ιριμπάρνε το 1968, αναφερόμενος στην κατάκτηση της Καταλονίας από τον φασιστικό στρατό στο τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Την περίοδο εκείνη ήταν υπουργός Τουρισμού και Πληροφοριών του καθεστώτος του Φράνκο και ανήκε στους κύκλους εμπιστοσύνης του δικτάτορα.
Tο φρανκικό καθεστώς θα εξαφανιστεί λίγα χρόνια αργότερα, αλλά ο Φράγα δεν εξαφανίστηκε από τον πολιτικό χάρτη.
Ηταν ένας από τους εκπροσώπους του πρώην μηχανισμού εξουσίας του φασιστικού καθεστώτος που συμμετείχαν στην κατάρτιση του Συντάγματος για να επιβάλουν ορισμένα περιοριστικά μέτρα, τα οποία η νέα ισπανική Δημοκρατία κληρονόμησε από τον φρανκισμό.
Ηταν επίσης ο ιδρυτής της δεξιάς Alianza Popular (Λαϊκή Συμμαχία), που αργότερα θα μετεξελισσόταν στο Λαϊκό Κόμμα (PP), το οποίο σήμερα κυβερνά το ισπανικό κράτος υπό τον Μαριάνο Ραχόι και αρνείται το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης της Καταλονίας.
Στην Καταλονία, ωστόσο, το PP ήταν πάντα αμελητέο. Στις τελευταίες περιφερειακές εκλογές του 2015 πήρε μόνο 11 έδρες στο τοπικό Κοινοβούλιο, σε σύνολο 135 βουλευτών, διαφόρων πολιτικών σχηματισμών.
Στο παρελθόν, ο ισπανοκεντρικός μηχανισμός είχε κύριο σύμμαχο το δεξιό καταλανικό κόμμα CiU, το οποίο κυβέρνησε την Καταλονία περισσότερο από μισό αιώνα, αλλά το σχέδιο της ανεξαρτησίας τούς διέσπασε και πρόσφατα διαλύθηκε.
Ο πλειοψηφικός πυρήνας του, που είναι υπέρ της ανεξαρτησίας, ενσωματώθηκε στον συνασπισμό του Junts Pel Sí (JxSí), ο οποίος κυβερνά την Καταλονία τα τελευταία δύο χρόνια, με πολιτικό πρόγραμμα που τονίζει το ζήτημα της ανεξαρτησίας.
Η ομάδα, υπό την ηγεσία του προέδρου Κάρλες Πουτζντεμόν, συγκροτείται επίσης από το ERC, ένα κόμμα σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης με μακρά ιστορία, το οποίο κυβερνούσε την Καταλονία κατά τη δεκαετία του 1930 και τον εμφύλιο πόλεμο.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, ο αντίκτυπος της οικονομικής κρίσης και η άνοδος του κινήματος της ανεξαρτησίας έχουν μεταβάλει την πολιτική σκηνή της Καταλονίας, μετακινώντας την προς τα αριστερά.
Αυτό το πλαίσιο σχετίζεται επίσης με την κληρονομιά του κινήματος των Αγανακτισμένων: τις μαζικές κινητοποιήσεις ενός μη οργανωμένου πολιτικά κόσμου, το 2011, για άμεση δημοκρατία, κατά της πολιτικής λιτότητας και ενάντια στην πολιτική τάξη που οδήγησε τη χώρα στην οικονομική κρίση.
«Οι διαδηλώσεις έθεσαν ένα προηγούμενο. Από αυτή την εμπειρία πολλά κινήματα και λαϊκές συνελεύσεις έκαναν την εμφάνισή τους σε γειτονιές και πόλεις, που οργανώθηκαν για να αμφισβητήσουν το συνταγματικό καθεστώς του 1978», εξηγεί ο καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, Μάρκο Απαρίθιο.
Μεταξύ 2014-15, διάφοροι εναλλακτικοί σχηματισμοί που προέκυψαν από τα κοινωνικά κινήματα διείσδυσαν στους θεσμούς της Καταλονίας και του ισπανικού κράτους, με πολιτικά σχέδια για δημοκρατική ανανέωση.
Σήμερα, σε σχέση με το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, οι νέες αριστερές οργανώσεις έχουν διαφορετικές απόψεις και στρατηγικές, αλλά όλες διεκδικούν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.
Το Podemos, με επικεφαλής τον Πάμπλο Ιγκλέσιας, και το νέο κόμμα Catalunya en Comú (Καταλονία από Κοινού), στέλεχος του οποίου είναι η εμβληματική δήμαρχος της Βαρκελώνης, Αντα Κολάου, θεωρούν ότι το δημοψήφισμα της 1ης Οκτωβρίου είναι θεμιτό, αλλά δεν προσδίδει δεσμευτικό χαρακτήρα στην ψηφοφορία, επειδή δεν πιστεύουν ότι αυτή έχει επαρκείς εγγυήσεις.
Τα δύο κόμματα, σύμμαχοι στο εθνικό ισπανικό Κοινοβούλιο, θέλουν να χτίσουν ένα ομοσπονδιακό μοντέλο χώρας, με πολυεθνική οπτική, ώστε όλα τα έθνη του ισπανικού κράτους -Καταλονία, Χώρα των Βάσκων, Γαλικία και Ανδαλουσία- να αναγνωριστούν ως λαοί με πλήρη δικαιώματα.
«Μη ρεαλιστική στρατηγική»
Ωστόσο, ένα τμήμα της καταλανικής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς θεωρεί ότι η φεντεραλιστική στρατηγική που προτείνεται από το Podemos ή από τo Catalunya en Comú δεν είναι ρεαλιστική.
«Στο πλαίσιο του ισπανικού κράτους δεν υπάρχει ισχυρός συσχετισμός δυνάμεων για την πραγματοποίηση ριζικής αλλαγής των πολιτικών, στην Καταλονία όμως υπάρχουν αυτές οι συνθήκες», λέει ο Αντόνι Τρομπάτ, δημοσιογράφος και μέλος του Διεθνούς Κέντρου Εθνοτικών και Εθνικών Μειονοτήτων του Escarré (CIEMEN).
«Το Podemos κέρδισε μόνο το 20% των ψήφων στις τελευταίες γενικές εκλογές και είναι τρίτη δύναμη στο ισπανικό Κοινοβούλιο. Δεν έχει σπάσει το δίπολο μεταξύ Λαϊκού Κόμματος και Σοσιαλιστών, των δύο πολιτικών δυνάμεων που μοιράζονται την εξουσία από το τέλος του καθεστώτος του Φράνκο», λέει ο Τρομπάτ.
Επίσης, κατά τη γνώμη του, «η Ισπανία είναι μια χώρα ιακωβίνικης και συγκεντρωτικής παράδοσης, με έναν σοβινιστικό εθνικισμό που διαπερνά και την Αριστερά».
Σύμφωνα με τον Τρομπάτ, «ένα τμήμα του Podemos διάκειται ευνοϊκά στο δικαίωμα της αυτοδιάθεσης υπό ένα πολυεθνικό πρίσμα, αλλά υπάρχει κι ένα άλλο τμήμα πολύ πιο απρόθυμο απέναντι σε αυτή την ιδέα».
Το 2012, όταν οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης ήταν πιο σκληρές, η CUP (Υποψήφιοι Λαϊκής Ενότητας) μπήκε για πρώτη φορά στο Κοινοβούλιο της Καταλονίας με μια μικρή αντιπροσωπεία τριών βουλευτών.
Το κόμμα, το οποίο οργανώθηκε μέσα από τις συνελεύσεις, μπήκε στα αυτόνομα θεσμικά όργανα για να εισαγάγει έναν λόγο υπέρ της ανεξαρτησίας με επαναστατικές και αντικαπιταλιστικές αποχρώσεις, που προηγουμένως απαντιόταν μόνο στους δρόμους.
Κατά τη γνώμη του Μπενέτ Σαλέγιας, δικηγόρου και βουλευτή του εν λόγω κόμματος στο Κοινοβούλιο της Καταλονίας, «το CUP προέρχεται από την πολιτική παράδοση του αντιδικτατορικού αγώνα, η οποία εμπνέεται από τις ιδεολογίες της εθνικής απελευθέρωσης και δεν αποδέχτηκε τη νέα έννομη τάξη που επέβαλε το ισπανικό Σύνταγμα».
Μετά τις εκλογές του 2015, το CUP διαθέτει 10 βουλευτές, με ισχυρή πολιτική επιρροή στο Κοινοβούλιο της Καταλονίας.
«Η αξίωση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, η ιδέα ότι ο λαός των Καταλανών είναι κυρίαρχος να αποφασίσει για τον εαυτό του ή η πρακτική της αστικής ανυπακοής είναι έννοιες της ριζοσπαστικής Αριστεράς, τις οποίες η CUP έχει μεταφέρει στους θεσμούς», θεωρεί ο Σαλέγιας.
Οραμα αλλαγής
Ο αντικαπιταλιστικός σχηματισμός, ο οποίος πιστεύει σε ένα μοντέλο συμμετοχικής δημοκρατίας ως ριζοσπαστικού τρόπου λήψης αποφάσεων στην πολιτική, αντιλαμβάνεται την ανεξαρτησία ως ένα μέσο κοινωνικού μετασχηματισμού και συμμετέχει με το Junts pel Sí στην προετοιμασία του προγράμματος για το δημοψήφισμα περί ανεξαρτησίας.
Για να φτάσει εκεί, όμως, η CUP έπρεπε να διαχειριστεί πολλές αντιφάσεις που την έφεραν στο χείλος της κατάρρευσης.
Πρόσφατα, με αντάλλαγμα τη λήψη των απαραίτητων μέτρων για την αυτοδιάθεση, οι αριστεροί υποστηρικτές της ανεξαρτησίας αποτέλεσαν το κύριο στήριγμα της κυβέρνησης του JxSí, «μιας κεντροδεξιάς πολιτικής οργάνωσης, που εφάρμοσε νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές με βάση τις δημοσιονομικές περικοπές», λέει ο δημοσιογράφος Ιγνάσι Φραντς.
Για τον καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου Μάρκο Απαρίθιο, «το σχέδιο για την αυτοδιάθεση της Καταλονίας διαθέτει ένα ισχυρό δυναμικό αλλαγής που συνδέεται με την Αριστερά, όμως η πολιτική ατζέντα απορροφάται από το ζήτημα της ανεξαρτησίας».
Σύμφωνα με τον καθηγητή, «αποτέλεσμα αυτού είναι πολλές συζητήσεις πάνω σε θέματα κοινωνικού προβληματισμού να μένουν στο περιθώριο».
- Ο Ζοάν Μας είναι Καταλανός δημοσιογράφος
Πηγή: efsyn.gr