Ερώτηση: Η “μικρή” συναίνεση μεταξύ της κυβέρνησης και των κομμάτων της αντιπολίτευσης για τη συγκρότηση του ΕΣΡ μπορεί να φέρει και μια “μεγάλη” συναίνεση;
Εκ πρώτης ανάγνωσης, η απάντηση είναι αρνητική. Ούτε η κυβέρνηση, ούτε η Ν.Δ δείχνουν να επιδιώκουν κάτι τέτοιο.
Όμως, κάποιοι φαίνεται ότι φοβήθηκαν. Εάν διαβάσει κανείς πίσω από τις…γραμμές αναλύσεων και σχολίων εφημερίδων, σάϊτ και τηλεοπτικών σχολιαστών που πρόσκεινται στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διακρίνει μια τέτοια ανησυχία. Γι αυτό και πληθαίνουν οι προτροπές “να πέσει εδώ και τώρα η κυβέρνηση” και να μην ακολουθήσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης την τακτική του “ώριμου φρούτου”.
Η Ν.Δ δεν θα αποστεί από τη ρητορική της για την ανάγκη να διεξαχθούν άμεσα εκλογές. Κρατά συσπειρωμένο τον κομματικό μηχανισμό, το “μωσαϊκό” της κοινοβουλευτικής ομάδας και δημιουργεί εκλογικό momentum στην βάση των ψηφοφόρων της παράταξης. Οι δημοσκοπήσεις βοηθούν καθώς δείχνουν εικόνα προϊούσας κατάρρευσης της κυβέρνησης και ποιοτική αποδυνάμωση του Αλέξη Τσίπρα. Όμως, όλοι γνωρίζουν, πως οι δημοσκοπήσεις είναι απλώς…δημοσκοπήσεις. Είναι δηλαδή το εργαλείο που αποτυγχάνει παταγωδώς παντού. Από το ελληνικό δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015 μέχρι το Brexit και τώρα με τον θρίαμβο του Ντόναλντ Τραμπ. Ο κόσμος, παντού, βγάζει τη γλώσσα στα συστήματα εξουσίας και κοροϊδεύει τους δημοσκόπους. Άλλωστε, ο εκλογικός χρόνος στην Ελλάδα είναι “λάστιχο”.
Οι προβλέψεις και οι μύχιοι πόθοι πολιτικών, επιχειρηματικών και μιντιακών κέντρων έκαναν λόγο για εκλογές τον Ιανουάριο ή τον Απρίλιο του 2017. Εάν, όμως, δεν συμβεί κάποιο θεαματικό πολιτικό ατύχημα ή δεν συνδράμουν σε αυτό παρακάμερες και συμφέροντα, η επιλογή του χρόνου διεξαγωγής εκλογών έχει να κάνει κυρίως με την πολιτική ατζέντα του ίδιου του Τσίπρα.
Η “μεγάλη” συναίνεση, άλλωστε, είναι μια συζήτηση που συνήθως γίνεται για να γίνει και δεν έχει ιδιαίτερη ουσία. Κυβέρνηση και Ν.Δ βολεύονται μέσα στην πόλωση ενός δικομματισμού με πήλινα πόδια, που όμως δεν παύει να είναι δικομματισμός. Αναγκαίος, δηλαδή, για την επιβίωση των κομμάτων εξουσίας και των μηχανισμών που τα στηρίζουν.
Αυτό δεν απαγορεύει, βεβαίως, να εκδηλώνονται ad hoc συνεννοήσεις και συναινέσεις. Η υπόθεση των πρωτογενών πλεονασμάτων και του χρέους είναι μία τέτοια περίπτωση.
Η διαφαινόμενη “γέφυρα” μεταξύ του ΔΝΤ και του Βερολίνου ώστε να βρεθεί φόρμουλα συμμετοχής του πρώτου στο ελληνικό πρόγραμμα με ρήτρα την υλοποίηση μεταρρυθμίσεων αλλά δίχως περαιτέρω μέτρα λιτότητας, βάζει εκ των πραγμάτων στο τραπέζι την ανάγκη μείωσης των πλεονασμάτων και τη ρύθμιση του χρέους με κάποια διασταλτική ερμηνεία του πλαισίου που συμφωνήθηκε στο Eurogroup του Μαϊου και το οποίο δεσμεύει όλες τις πλευρές.
Αυτό, όμως, προϋποθέτει ένα εθνικό μέτωπο συνεννόησης με τους δανειστές. Μπορεί τη διαχείριση να έχει εκ των πραγμάτων η κυβέρνηση, όμως και η Ν.Δ και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης (ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ επ΄ αυτού έχει συμβολική αλλά και ουσιαστική σημασία) αλλά και ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας (στο πλαίσιο της στρατηγικής του Μάριο Ντράγκι) κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση.
Η κυβέρνηση οφείλει να αξιοποιήσει αυτό τη θετικά διαμορφούμενη συγκυρία και η αντιπολίτευση έχει κάθε λόγο να συμμετάσχει στη διαμόρφωση μιας εθνικής θέσης.
Ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να ξεκινήσει τώρα ένα διάλογο με τους πολιτικούς αρχηγούς. Να σηκώσει το τηλέφωνο και να καλέσει στο Μέγαρο Μαξίμου τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Κι αν οι πολιτικοί αρχηγοί ανταποκριθούν, θα ήταν χρήσιμη ακόμα και μία σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για ενημέρωση και διαμόρφωση μιας κοινής θέσης. Έστω στα minima…