Φως σε ένα σημαντικό γονίδιο που κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη, η δράση της οποίας «ενορχηστρώνει» την ανάπτυξη καρκινωμάτων στο ήπαρ και στο έντερο, έριξαν Έλληνες επιστήμονες του Ερευνητικού Κέντρου Βιοϊατρικών Επιστημών Αλέξανδρος Φλέμινγκ.
Οι ερευνητές δρες Μιχάλης Σαρρής, Παναγιώτης Μούλος, Αντώνης Γιακούντης και ‘Αννα Χαρωνίτη, με επικεφαλής τον ερευνητή Α’, δρα Ιωάννη Ταλιανίδη, ανακάλυψαν ότι η δράση της πρωτεΐνης Smyd3 συντονίζει και ενισχύει τη διαδικασία ανάπτυξης καρκίνου του ήπατος και του παχέος εντέρου. Τα αποτελέσματα της έρευνάς τους δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό βιολογίας του καρκίνου «Cancer Cell».
Οι ερευνητές του ΕΚΕΒΕ “Αλέξανδρος Φλέμινγκ” αποκάλυψαν ότι η εν λόγω κομβική πρωτεΐνη, η οποία ανήκει σε μία οικογένεια πρωτεϊνών που ονομάζονται μεθυλοτρανσφεράσες, ενισχύει τη γονιδιακή έκφραση του καρκινοειδικού προγράμματος του ήπατος και του παχέος εντέρου.
Η αλλαγή στην έκφραση ή στην ενεργότητα τέτοιων πρωτεϊνών όπως η Smyd3 μπορεί να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτη ενεργοποίηση διαφόρων σηματοδοτικών μονοπατιών στο κύτταρο. Το αποτέλεσμα είναι η απορύθμιση των μεταγραφικών προγραμμάτων στον πυρήνα, με επακόλουθο τον μη ελεγχόμενο κυτταρικό πολλαπλασιασμό και την εμφάνιση καρκίνου.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν γενετικά τροποποιημένα ποντίκια που τους λείπει το γονίδιο Smyd3, καθώς και ποντίκια που υπερ-εκφράζουν το εν λόγω γονίδιο. Διεξάγοντας βιοχημικά πειράματα, πειράματα ανάλυσης γονιδιακής έκφρασης και πειράματα ιστολογίας και ανοσοϊστοχημείας τόσο στο ήπαρ όσο και στο παχύ έντερο, οι επιστήμονες διαπίστωσαν τον κρίσιμο ρόλο της πρωτεΐνης Smyd3 στην καρκινογένεση. Από την άλλη, η έλλειψη της Smyd3 οδηγεί στην ανάπτυξη σημαντικά μειωμένων καρκίνων.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματά τους καθιστούν την πρωτεΐνη Smyd3 έναν κατεξοχήν μελλοντικό στόχο φαρμάκων. Όπως επισημαίνουν, τα αποτελέσματα αυτά ενισχύονται και από δεδομένα ασθενών με ηπατοκαρκίνωμα, που δείχνουν ότι οι ασθενείς με υψηλή έκφραση της συγκεκριμένης πρωτεΐνης έχουν μικρότερο προσδόκιμο ζωής από τους ασθενείς με χαμηλή έκφραση της Smyd3.
Όμως, οι επιστήμονες διευκρίνισαν ότι η κλινική εφαρμογή των αποτελεσμάτων της βασικής έρευνάς τους είναι ένας μακρύς δρόμος που απαιτεί χρόνο.