Ηταν Δευτέρα βράδυ, 6 Ιουλίου, στο Μέγαρο των Ηλυσίων στο Παρίσι. Ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ παρέθετε δείπνο στη Γερμανίδα καγκελάριο, στον απόηχο του θριάμβου του «Οχι» στο δημοψήφισμα της προηγούμενης ημέρας στην Ελλάδα. Η διαφορά με την οποία επικράτησε το «Οχι» –το ποσοστό, έναντι σε όλα τα προγνωστικά, είχε φτάσει το 61%– είχε δημιουργήσει στην Ευρώπη ένα κλίμα αποδοχής τετελεσμένων.
Σε πολλές πρωτεύουσες, συμπεριλαμβανομένης και της γερμανικής, η αίσθηση ήταν ότι δεν υπήρχε δρόμος επιστροφής: η Ελλάδα ήταν σε πορεία εξόδου από το κοινό νόμισμα. Το στίγμα είχε δώσει με μια αυθόρμητη δήλωσή του στην Bild o Ζίγκμαρ Γκάμπριελ. Ο Γερμανός αντικαγκελάριος, απογοητευμένος από την επιλογή των ψηφοφόρων και εξοργισμένος από τους ελιγμούς της Αθήνας, είχε πει ότι ο κ. Τσίπρας είχε «κάψει τις τελευταίες γέφυρες» για την εξεύρεση συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης (δεν θα ήταν η τελευταία φορά που θα άλλαζε γνώμη για το ελληνικό ζήτημα).
Στο δείπνο στο Παρίσι, παρουσία των δύο πιο στενών συμβούλων του κάθε ηγέτη σε ευρωπαϊκά και οικονομικά θέματα, η κ. Μέρκελ έριξε στο τραπέζι μια πρόταση που πάγωσε την ατμόσφαιρα. Ηταν αυτή που θα παρουσιαζόταν με ανατριχιαστική ωμότητα πέντε ημέρες αργότερα, στο Eurogroup της 11ης Ιουλίου, περί της προσωρινής εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Η καγκελάριος ζήτησε τη γνώμη του Γάλλου προέδρου.
Με τους ανθρώπους του να προσπαθούν να συνέλθουν από το σοκ, ο Φρανσουά Ολάντ αντέδρασε δυναμικά. Απέρριψε ευθέως την πρόταση, τονίζοντας στην καγκελάριο ότι δεν θα έλυνε τα προβλήματα της Ελλάδας και ότι η έννοια της «προσωρινής» εξόδου ήταν πλασματική – η απόφαση για Grexit θα ήταν πολύ δύσκολο να αντιστραφεί.
«Κόκκινη γραμμή»
Η κ. Μέρκελ δεν επέμεινε. Η συζήτηση επί του θέματος διήρκεσε μόνο λίγη ώρα και ύστερα οι δύο ηγέτες στράφηκαν σε άλλα ζητήματα της κοινής τους ατζέντας. «Ο Ολάντ δεν της λέει συχνά “όχι”», τονίζει στην «Κ» πηγή με άμεση γνώση του τι διημείφθη. Οταν το κάνει, εκείνη γνωρίζει ότι πρόκειται για πραγματική “κόκκινη γραμμή”».
Ωστόσο οι Γάλλοι υποψιάζονταν ότι το θέμα δεν θα έληγε εκεί. Ηταν γνωστή, άλλωστε, η άποψη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι το Grexit θα ήταν καλύτερο τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρωζώνη. Την υποστήριζε τουλάχιστον από το 2011. Καθώς η διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση Τσίπρα βάλτωνε, ο κ. Σόιμπλε είχε επαναφέρει στο εσωτερικό της γερμανικής κυβέρνησης το σενάριο της υποβοηθούμενης εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος στις 26 Ιουνίου τον ώθησε να κορυφώσει τις πιέσεις του προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η τηλεδιάσκεψη της 26ης Ιουνίου και η «έκπληξη»
Το βράδυ της 26ης Ιουνίου ο πανίσχυρος σύμβουλος Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της καγκελαρίου, Νικολάους Μάγερ-Λάντρουτ, δέχθηκε τηλεφώνημα από το Μέγαρο Μαξίμου με αίτημα για τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Ελληνα πρωθυπουργού, της κ. Μέρκελ και του κ. Ολάντ. Ο κ. Μάγερ-Λάντρουτ αποδέχθηκε το αίτημα, παρότι τον παραξένεψε – άλλωστε οι τρεις ηγέτες είχαν συναντηθεί διά ζώσης το ίδιο πρωί στις Βρυξέλλες, σε μια ύστατη, αποτυχημένη προσπάθεια να βρεθεί κοινός τόπος και να υπάρξει συμφωνία. Ηδη πριν από τη συνάντηση αυτή, ο κ. Τσίπρας είχε γνωστοποιήσει σε στενό κύκλο συνεργατών του που βρίσκονταν στη βελγική πρωτεύουσα ότι προσανατολιζόταν προς την προκήρυξη δημοψηφίσματος.
Ο Γερμανός αξιωματούχος επικοινώνησε στη συνέχεια με τη Λοράνς Μπουν, τη βασική οικονομική σύμβουλο του κ. Ολάντ, που είχε αναλάβει ρόλο στο Μέγαρο των Ηλυσίων στα τέλη της άνοιξης του 2014 – ακριβώς στη φάση που ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση προς την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης. Εκείνη εντόπισε τον Γάλλο πρόεδρο στην εξοχική του κατοικία στις Βερσαλλίες και ξεκίνησε η τηλεδιάσκεψη.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός μίλησε για αρκετή ώρα –περίπου 10 λεπτά– χωρίς να φανερώσει τον σκοπό του τηλεφωνήματος. Ανέλυσε διεξοδικά το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα και τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν. Οταν έφτασε τελικά στο «διά ταύτα», οι δύο Ευρωπαίοι ηγέτες τον ρώτησαν, σχεδόν με μία φωνή, τι στάση θα τηρούσε ο ίδιος σχετικά με το ερώτημα του δημοψηφίσματος, που αφορούσε την πιο πρόσφατη δέσμη μέτρων που είχαν προτείνει οι θεσμοί στην ελληνική κυβέρνηση. Ο κ. Τσίπρας, παρά τις πιέσεις τους, αρνήθηκε να δεσμευτεί ότι θα στηρίξει το «Ναι». Τόσο η καγκελάριος όσο και ο Γάλλος πρόεδρος του κατέστησαν σαφές ότι, στα δικά τους μάτια, η μη στήριξη του «Ναι» ισοδυναμούσε με μη στήριξη της θέσης της Ελλάδας εντός της Ευρωζώνης.
Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία ούτε στο Βερολίνο ούτε στο Παρίσι. Ο κ. Ολάντ μάλιστα, στις 25 Ιουνίου στις Βρυξέλλες, είχε ρωτήσει τον κ. Τσίπρα αν έχει την πρόθεση να κινηθεί σε αυτήν την κατεύθυνση (ο κ. Τσίπρας δεν είχε δώσει καμία τέτοια ένδειξη). Η προσδοκία και στις δύο πρωτεύουσες ήταν ότι, με δεδομένο το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τις υποσχέσεις που περιλάμβανε, η ελληνική κυβέρνηση χρειαζόταν δημοκρατική νομιμοποίηση για τη στροφή και την υπογραφή ενός νέου μνημονίου.
Η απόφαση-έκπληξη
Αυτό που ήταν μεγάλη έκπληξη, και που δοκίμασε σε οριακό σημείο τους δεσμούς εμπιστοσύνης της Αθήνας με τον γαλλογερμανικό άξονα, ήταν η απόφαση του Ελληνα πρωθυπουργού, που έγινε γνωστή παγκοσμίως με το διάγγελμά του λίγες ώρες αργότερα, να ταχθεί ανοιχτά υπέρ του «Οχι». Οι δύο ηγέτες είχαν νέα τηλεφωνική συνομιλία το ίδιο βράδυ για να συζητήσουν περαιτέρω τις συνέπειες του δημοψηφίσματος και πώς έπρεπε να κινηθούν στη συνέχεια. Τους ήταν πολύ δύσκολο να κατανοήσουν τη λογική της τακτικής της ελληνικής κυβέρνησης.
Η τακτική που θα ακολουθούσαν ώς την 5η Ιουλίου θα ήταν διαφορετική: το Παρίσι, ιδιαίτερα μέσω του υπουργείου Οικονομικών, συνέχισε να αναζητεί τρόπους να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ της Αθήνας και των θεσμών, ελπίζοντας είτε να ακυρωθεί το δημοψήφισμα είτε να στραφεί ο κ. Τσίπρας υπέρ του «Ναι». Οι προσπάθειες αυτές συνεχίστηκαν ώς την Τετάρτη 1 Ιουλίου και το τηλεοπτικό διάγγελμα του κ. Τσίπρα (έπειτα από πολύωρη καθυστέρηση), στο οποίο χαρακτήρισε απαράδεκτη και εκβιαστική τη στάση των Ευρωπαίων εταίρων. Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν παρακολούθησε την ομιλία αυτή μέσω της γαλλικής τηλεόρασης. Η μετάφραση ήταν τόσο ανεπαρκής που χρειάστηκε να τηλεφωνήσει στην πρεσβεία στην Αθήνα για να καταλάβει ότι τα περιθώρια για διαπραγμάτευση είχαν εξαντληθεί.
Ο Σοσιαλιστής κ. Ολάντ είχε εξαρχής δει πολύ πιο θετικά την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ από ό,τι η Συντηρητική κ. Μέρκελ. Θεωρούσε τον κ. Τσίπρα σύμμαχο στη μάχη κατά του δημοσιονομικού δογματισμού του Βερολίνου και από τα πρώτα βήματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε αναλάβει τον ρόλο του γεφυροποιού μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών. Στην πρώτη επίσκεψη του νέου Ελληνα πρωθυπουργού στο Μέγαρο των Ηλυσίων, τον Φεβρουάριο, είχε δείξει κατανόηση για την επιλογή του να μην επισκεφθεί πρώτα το Βερολίνο, αλλά παράλληλα τον είχε παροτρύνει να μην το αφήσει τελευταίο.
Για την κ. Μέρκελ, από την άλλη, η απόφαση του κ. Τσίπρα για το δημοψήφισμα –και η στήριξή του στο «Οχι»– ήταν κόκκινο πανί, σε βαθμό που αμφέβαλλε για τη δυνατότητα περαιτέρω συνεννόησης μαζί του. Για ένα πράγμα ήταν σίγουρη: ότι μέχρι να μιλούσαν οι Ελληνες ψηφοφόροι, δεν είχε νόημα να μιλήσει άλλο με τον απρόβλεπτο ομόλογό της στην Αθήνα.
Το διαβόητο non paper των Γερμανών
Το πρωί της Παρασκευής 10 Ιουλίου, τρεις ευρωβουλευτές της Ν.Δ. επισκέφθηκαν τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Είχε προηγηθεί η ταραχώδης επίσκεψη του κ. Τσίπρα στο Στρασβούργο και στις Βρυξέλλες την Τρίτη. Ο Ελληνας πρωθυπουργός είχε δεχθεί σφοδρή κριτική δημοσίως την ημέρα εκείνη, ενώ είχε προκαλέσει αμηχανία και απαισιοδοξία το γεγονός ότι δεν είχε προσέλθει με συγκεκριμένες προτάσεις για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Το βράδυ της Τρίτης, σε κοινή συνέντευξη Τύπου, οι κ. Γιούνκερ και Τουσκ είχαν δώσει διορία ώς την Κυριακή για τη συμφωνία που θα κρατούσε τη χώρα εντός του ευρώ. Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου είχε τονίσει ότι «το μαύρο σενάριο» της μη συμφωνίας δεν μπορούσε να αποκλειστεί. Ο κ. Γιούνκερ αναφέρθηκε στο αναλυτικό σχέδιο της Κομισιόν για τη διαχείριση της εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Στη συνάντησή του με τους Ελληνες ευρωβουλευτές, που ήταν προγραμματισμένη να διαρκέσει ένα τέταρτο αλλά ξεπέρασε τα 40 λεπτά, ο κ. Γιούνκερ ξέσπασε – κατά των Ελλήνων πολιτικών, νυν και παλαιοτέρων (φτάνοντας ώς τον Κώστα Καραμανλή), και κατά της οικονομικής ελίτ της χώρας, που δεν πληρώνει φόρους («μεγάλοι πατριώτες!», είπε ειρωνικά). Δήλωσε φίλος της Ελλάδας και είπε ότι θα κάνει ό,τι μπορεί για να αποφευχθεί το Grexit, με τους ευρωβουλευτές να δεσμεύονται από την πλευρά τους ότι η Ν.Δ. θα στηρίξει στο Κοινοβούλιο όποια συμφωνία έφερνε ο κ. Τσίπρας. Παρά τις δικές του προσπάθειες ωστόσο –κατέληξε ο πρόεδρος της Κομισιόν–, η έκβαση των διαπραγματεύσεων δεν εξαρτιόταν αποκλειστικά από αυτόν, αλλά, σε σημαντικό βαθμό, από τη στάση του Βερολίνου.
Λίγες ώρες αργότερα, ο Τόμας Στέφεν, εκπρόσωπος της Γερμανίας στο Euroworking Group, έστειλε ένα e-mail με αποδέκτες τα πιο σημαντικά κέντρα αποφάσεων της Ευρωζώνης, με το διαβόητο non-paper που πρότεινε την προσωρινή, για πέντε χρόνια, έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Η ιδέα, που υποτίθεται ότι είχε τον σκοπό να επιτρέψει στη χώρα να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητά της μέσω της υποτίμησης, βασιζόταν σε μελέτες αναλυτών όπως ο Χανς-Βέρνερ Ζιν και ο Τόμας Μάγερ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της Deutsche Bank.
Εναλλακτικά, αν ήθελε να παραμείνει στο ευρώ, η Ελλάδα –σύμφωνα με την πρόταση του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών– θα έπρεπε να δεχθεί δυσβάσταχτους όρους, μεταξύ των οποίων και την ίδρυση ενός νέου υπερ-ταμείου ιδιωτικοποιήσεων, με έδρα το Λουξεμβούργο, όπου θα μετέφερε δημόσια περιουσία αξίας 50 δισ. ευρώ. Επιπλέον, η γερμανική πλευρά επαναλάμβανε στο non-paper ότι το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους θα ήταν νομικά ανέφικτο εντός της Ευρωζώνης, αλλά θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση εξόδου.
Το παρασκήνιο της αποστολής του εμπρηστικού non-paper δεν έχει διαλευκανθεί πλήρως. Η αναφορά της κ. Μέρκελ στον κ. Ολάντ τέσσερις ημέρες νωρίτερα για το ενδεχόμενο της προσωρινής εξόδου αποδεικνύει ότι ο κ. Σόιμπλε είχε θέσει το θέμα νωρίτερα, με αρκετά συγκεκριμένο τρόπο. Την Πέμπτη 9 Ιουλίου στην καγκελαρία έγινε συνάντηση μεταξύ της κ. Μέρκελ, του υπουργού Οικονομικών, του αντικαγκελαρίου Γκάμπριελ και του υπουργού Εξωτερικών Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ. Εκεί, τα δύο κορυφαία στελέχη του SPD ενημερώθηκαν για την πρόταση περί προσωρινού Grexit αλλά και (σε αδρές γραμμές) για το σχέδιο ίδρυσης ενός νέου υπερ-ταμείου ιδιωτικοποιήσεων.
Ανανεωμένη εκδοχή
Την ίδια ημέρα, κατόπιν εντολής του κ. Γκάμπριελ, ο Τζ. Ζετελμάγερ, γενικός διευθυντής Οικονομικής Πολιτικής στο υπουργείο Οικονομίας, του έστειλε μια ανανεωμένη εκδοχή μιας εναλλακτικής πρότασης για το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα που είχε σχεδιάσει με τον αναπληρωτή υπουργό Εργασίας, Γ. Ασμουσεν, ήδη από τον Μάρτιο. Η αρχική εκδοχή της πρότασης έδινε μορφή στην προσέγγιση του SPD για το τρίτο ελληνικό πρόγραμμα: με ελαφρώς χαμηλότερα πλεονάσματα και με ελάφρυνση χρέους ως αντάλλαγμα για μεταρρυθμίσεις. Η πρόταση τον Μάρτιο είχε μείνει στα χαρτιά.
Στην ανανεωμένη εκδοχή της, που κοινοποιήθηκε στον κ. Σόιμπλε και στην κ. Μέρκελ πριν από τη συνάντηση στην καγκελαρία στις 9 Ιουλίου, περιλαμβανόταν μια εκδοχή του υπερ-ταμείου ιδιωτικοποιήσεων. Οι κ. Ζετελμάγερ και Ασμουσεν πρότειναν να εδρεύει στην Αθήνα και να προχωρεί σε ιδιωτικοποιήσεις μόνο όταν οι τιμές της αγοράς ξεφύγουν από τα τρέχοντα, ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα. Επιπλέον, δεν υπήρχε πρόβλεψη ότι τα έσοδα θα χρησιμοποιούνταν για την αποπληρωμή του χρέους.
Η κ. Μέρκελ και οι κ. Γκάμπριελ και Σταϊνμάγερ έδωσαν το «πράσινο φως» για το σχέδιο του προσωρινού Grexit, με την κατανόηση όμως ότι θα ήταν ένα διαπραγματευτικό εργαλείο για να τρομάξει η Αθήνα και να δεχθεί οποιουσδήποτε όρους τής έθεταν. Ο σκοπός, με άλλα λόγια, ήταν να κρατηθεί η Ελλάδα εντός ευρώ και να διασφαλιστεί ότι η κυβέρνηση Τσίπρα επιτέλους θα συνθηκολογούσε και θα υπέγραφε. Ο κ. Σόιμπλε όμως είχε άλλα σχέδια.
Η επιθετική κίνηση Σόιμπλε
Τον Σεπτέμβριο του 2011, όταν ο κ. Σόιμπλε θέλησε να προτείνει στον Ευάγγελο Βενιζέλο την ιδέα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, αποσύρθηκαν στο δεύτερο υπόγειο του ξενοδοχείου όπου βρίσκονταν. Οι πεντέμισι μήνες της αδιέξοδης διαπραγμάτευσης των κ. Τσίπρα και Βαρουφάκη του έδωσαν το πάτημα για να βγάλει τις ακραίες θέσεις του από τα υπόγεια και να τις εκθέσει στην αίθουσα του Eurogroup.
Εκείνο το Σάββατο, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, υπερβαίνοντας τα όρια της συνεννόησής του με την κ. Μέρκελ και τον κ. Γκάμπριελ, με τη στήριξη της ευρείας πλειοψηφίας των ομολόγων του, επιχείρησε να αναγκάσει την Ελλάδα να φύγει από το ευρώ.
Ενώ διεξαγόταν η εφιαλτική εκείνη συνεδρίαση στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο επικρατούσε έντονος εκνευρισμός. Η κυριότερη τροποποίηση που είχε κάνει ο κ. Σόιμπλε σε σχέση με τα όσα είχαν συζητηθεί δύο μέρες νωρίτερα στην καγκελαρία αφορούσε το νέο ταμείο ιδιωτικοποιήσεων, και ειδικότερα στην απαίτηση η έδρα του να είναι στο Λουξεμβούργο και όλα τα έσοδά του –το σουρεαλιστικό ποσό των 50 δισ. ευρώ, που είχε εμπνευστεί η τρόικα πρώτη τον Φεβρουάριο του 2011– να κατευθύνονται στην αποπληρωμή του χρέους.
«Αυτό που μας σόκαρε με το non-paper ήταν ο τρόπος που έθετε τους όρους για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ», λέει στην «Κ» Γερμανός αξιωματούχος με γνώση των διαβουλεύσεων των ημερών εκείνων. «Ηταν τόσο ταπεινωτικοί, που ο σκοπός φαινόταν να είναι να μη γίνουν αποδεκτοί από την Ελλάδα». Για τον κ. Γκάμπριελ, ιδιαίτερα, που θεωρούσε ύψιστης σημασίας την κοινή γραμμή Βερολίνου-Παρισιού στο ελληνικό ζήτημα, η επιθετική στάση του κ. Σόιμπλε κινδύνευε να τινάξει τα πάντα στον αέρα.
Σε παρένθεση
Το Eurogroup του Σαββάτου, αλλά και η νέα συνεδρίαση την Κυριακή το πρωί, δεν κατέληξαν σε συμφωνία. Στο ανακοινωθέν που εκδόθηκε, υπήρχε αναφορά στην προσωρινή έξοδο της Ελλάδας – σε παρένθεση, που σηματοδοτούσε ότι δεν υπήρχε ομοφωνία επ’ αυτής της πρότασης. Στις 4 το απόγευμα, η σκυτάλη πέρασε στα χέρια των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων. Για τον κ. Τσίπρα και το επιτελείο του, όλα ήταν ανοιχτά: δεν ήξεραν αν στο τέλος της συνεδρίασης θα υπέγραφαν το πλαίσιο συμφωνίας για το νέο ελληνικό πρόγραμμα ή αν θα συναινούσαν στους όρους εξόδου της χώρας από την Ευρωζώνη.
Ως γνωστόν, στη δραματική τελική ευθεία της διαπραγμάτευσης βρέθηκε στο επίκεντρο το νέο ταμείο ιδιωτικοποιήσεων – και ειδικότερα το πού θα είναι η έδρα του και τι ποσό από τα έσοδά του θα μπορούσε να διοχετευθεί για επενδύσεις αντί για αποπληρωμή χρέους. Ο κίνδυνος του «μαύρου σεναρίου» παραλίγο να πραγματωθεί γύρω στις 4 τα ξημερώματα, όταν η ελληνική πλευρά, μη βλέποντας περιθώριο συμβιβασμού, αποχώρησε και μετέβη στο κτίριο της μόνιμης αντιπροσωπείας της Ελλάδας.
Στο σημείο αυτό ήταν καίρια η παρέμβαση των Γάλλων. Ο κ. Ολάντ μετέβη και αυτός στην ελληνική διπλωματική αντιπροσωπεία και κλείστηκε σε ένα δωμάτιο με τον κ. Τσίπρα. Παράλληλα, ο Μπρούνο Μπεζάρ, εκπρόσωπος της Γαλλίας στο Euroworking Group, συνομιλούσε με τον κ. Γ. Χουλιαράκη και (διά τηλεφώνου) με τον Τόμας Στέφεν, αναζητώντας μια κοινώς αποδεκτή λύση σχετικά με το ταμείο ιδιωτικοποιήσεων.
Με τη συμβολή και του Ολλανδού πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε και της Κριστίν Λαγκάρντ, αλλά και την υποχώρηση της κ. Μέρκελ στο θέμα της έδρας του ταμείου, λίγο πριν από τις 9 το πρωί επετεύχθη συμφωνία.
Ο κ. Μπεζάρ στη συνέχεια ηγήθηκε της ομάδας των Γάλλων τεχνοκρατών που συνέδραμαν την Ελλάδα στην κατάρτιση του τρίτου ελληνικού προγράμματος, ώστε να είναι πλήρες και να μη δώσει σε κανέναν το πρόσχημα για να επαναφέρει στο τραπέζι τα σενάρια της φρίκης.
kathimerini.gr