.
Ευτυχώς το νόμπελ Ειρήνης δεν δόθηκε στη κυρία Μέρκελ, αλλά το πλήγμα στην ειρήνη και στην σταθερότητα της περιοχής είναι πολύ σοβαρότερο: οι δύο βόμβες που δολοφόνησαν στην Άγκυρα πάνω από 100 άτομα και τραυμάτισαν τα διπλάσια, βάζουν φωτιά όχι μόνο στην Τουρκία αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή. Από το πρόβλημα των προσφυγικών ροών στην Ελλάδα και την Ευρώπη μέχρι τον πόλεμο στη Συρία και τη Μέση Ανατολή, όλες οι εξελίξεις πρόκειται να επηρεαστούν πολύ σοβαρά.
Όπως καμιά οργάνωση δεν έχει πάρει την ευθύνη για το διπλό τρομοκρατικό χτύπημα, το μόνο βέβαιο είναι ότι αποτελεί σταθμό στη στρατηγική της εμφυλιοπολεμικής έντασης που ακολουθεί εδώ και μήνες ο Ταγίπ Ερντογάν. Για όλα φταίνε οι εκλογές: στις τελευταίες του Ιουνίου, το ΑΚΡ , το κόμμα του Τούρκου προέδρου, δεν μπόρεσε να κερδίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία ικανή να σχηματίσει την κυβέρνηση που επιθυμούσε ο «νέος Σουλτάνος», όπως αποκαλούν τον Ερντογάν οι αντίπαλοι του. Αντίθετα, κερδισμένο από τις κάλπες βγήκε το φιλοκουρδικό HDP, που κατάφερε να περάσει το όριο του 10% (13% και 80 βουλευτές).
Η στρατηγική της εθνικής συμφιλίωσης που ο ίδιος ο Ερντογάν είχε προωθήσει, τόσο με την εκεχειρία με το PKK του Οτσαλάν, όσο και με τα μέτρα βελτίωσης των δικαιωμάτων της κουρδικής μειονότητας, δεν είχε βοηθήσει το κόμμα του αλλά τους Κούρδους. Ενώ σχεδιάζονταν νέες βουλευτικές εκλογές για την 1η Νοεμβρίου, ο Τούρκος πρόεδρος άλλαξε τελείως στρατηγική: ξεκίνησε έναν νέο βρόμικο πόλεμο εναντίον των Κούρδων αλλά και της τουρκικής αντιπολίτευσης, που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από την στυγνή καταπίεση και τις βαρβαρότητες των σκοτεινών δεκαετιών, από την έναρξη του αντάρτικου του ΡΚΚ το 1984, μέχρι την σύλληψη του Οτσαλάν το 1999.
Σε πολλές περιπτώσεις, η δράση των δυνάμεων ασφαλείας και του στρατού δεν έχει προηγούμενο: κήρυξη κατάστασης πολιορκίας σε πόλεις του νότου, μαζικές συλλήψεις και συντριβή κάθε ειρηνικής διαδήλωσης και κάθε αντίθετης φωνής. Η μπάλα παίρνει όχι μόνο τους Κούρδους αλλά και όσους συμμετείχαν στα κινήματα πολιτών που ξεκίνησαν από το πάρκο Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι τον τύπο: από το 2014, 300 δημοσιογράφοι και μπλόγκερς έχουν κατηγορηθεί για «προσβολή του προέδρου». Δεν λείπουν οι συλλήψεις ακόμη και διευθυντών εφημερίδων, ενώ επτά τηλεοπτικά κανάλια της αντιπολίτευσης απαγορεύθηκε να εκπέμπουν τον Οκτώβριο.
Απόπειρα λιντσαρίσματος δημοσιογράφου από οπαδούς του κόμματος του Ερντογάν, επίθεση στα γραφεία ακόμη και της παραδοσιακής Hürriyet απο αγανακτισμένους πολίτες με επικεφαλής βουλευτή του ΑΚΡ (με σύνθημα «Ο Θεός είναι Μεγάλος») και φυσικά επιθέσεις και καταστροφές γραφείων του φιλοκουρδικού HDP σε πολλές πόλεις της χώρας. Όμως παρά την επιστροφή στο βούρδουλα και τον φόβο, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι το τελευταίο διατηρούσε τις δυνάμεις του, ενώ το ΑΚΡ του Ερντογάν δεν συγκέντρωνε ποσοστό ικανό να σχηματίσει κυβέρνηση. Σε αυτό το πλαίσιο σημειώθηκε η πολύνεκρη βομβιστική επίθεση του Σαββάτου. Εναντίον διαδηλωτών του HDP και της αριστεράς, που ζητούσαν ακριβώς τον τερματισμό των εχθροπραξιών και την υπεράσπιση της δημοκρατικής ομαλότητας. Και το ερώτημα είναι ποιος, και με ποιο τρόπο θέλει να εκμεταλλευτεί το μακελειό.
Δύο παρόμοιες βομβιστικές επιθέσεις σημειώθηκαν το καλοκαίρι στο Ντιγιαρμπακίρ και την επίσης κουρδική πόλη Σουρούτς, με δεκάδες θύματα, ξανά συγκεντρωμένους Κούρδους και ακτιβιστές της αριστεράς. Αυτή ακριβώς η τελευταία επίθεση αποδόθηκε από την τουρκική κυβέρνηση στο Ισλαμικό Κράτος, που δρα στη γειτονική Συρία και έδωσε την αφορμή στον πρόεδρο Ερντογάν να ξεκινήσει «την συντονισμένη εκστρατεία εναντίον της τρομοκρατίας» , δηλαδή εναντίον του Ισλαμικού Κράτους και των Κούρδων του ΡΚΚ στο Ιράκ. Μερικές μέρες μετά, ο Τούρκος πρόεδρος έδωσε το πράσινο φως στις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν την αεροπορική βάση του Ινσιρλίκ για να χτυπήσουν τις δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία. Ενώ το τελευταίο δεν πήρε την ευθύνη για τις τρομοκρατικές επιθέσεις, αυτές έδωσαν την αφορμή στον Ερντογάν να εγκαινιάσει την στρατηγική του εμφυλίου πολέμου, υπολογίζοντας ότι σε τέτοιες περιπτώσεις οι ψηφοφόροι συσπειρώνονται γύρω από την ηγεσία.
Ποιος άραγε να βρίσκεται πίσω από την επίθεση; Καλά πληροφορημένοι κύκλοι υποστηρίζουν ότι οι δυνάμεις ασφαλείας της Τουρκίας έχουν διαβρωθεί από ισλαμιστές που επιδιώκουν την παραμονή του ΑΚΡ στην εξουσία με όλα τα μέσα, ενώ η χώρα έχει μια πλούσια παρακρατική ιστορία. Δεν αποκλείεται από την άλλη πλευρά το Ισλαμικό Κράτος (το ένα τρίτο των δυνάμεων του οποίου προέρχεται από Τούρκους), να αναλάβει την ευθύνη ως αντίποινα στην συμμετοχή της Τουρκίας στον πόλεμο της Συρίας, με το αμερικανικό στρατόπεδο. Αλλά γιατί τότε να παραμένει βασικός στόχος των βομβιστών όχι η κυβέρνηση, που συντάχθηκε με τις ΗΠΑ, αλλά η αντιπολίτευση και η αριστερά;
Σε κάθε περίπτωση η Τουρκία έχει μπει σε μια περίοδο βίας και πολιτικής ανωμαλίας, ανάλογη με αυτήν που οδήγησε στα πραξικοπήματα του 1960, 1971 και 1980. Στην θλιβερή παρουσία τους την προηγούμενη εβδομάδα στην Ευρωβουλή, οι Μέρκελ-Ολάντ περιέγραψαν την Τουρκία ως το κατάλληλο μέρος για την παραμονή των κυμάτων προσφύγων από την Συρία και το Ιράκ. Μετά τις εκρήξεις και την βαθιά πολιτική κρίση που την συγκλονίζει, ακόμη και αυτό το καθήκον – για να μην αναφερθεί κανείς στον πόλεμο στη Συρία, ή την εμπλοκή ΗΠΑ-Ρωσίας – είναι όλο και πιο δύσκολο να το αναλάβει η Τουρκία.