Με το μυαλό στο υψηλό ποσοστό των αναποφάσιστων που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις και με το βλέμμα στους συσχετισμούς δυνάμεων που θα οδηγήσουν στον σχηματισμό συμμαχικής κυβέρνησης την επομένη των εκλογών μπαίνουν τα εκλογικά επιτελεία του ΣΥΡΙΖΑ και της Ν.Δ στον τελευταίο «γύρο» για τις κάλπες της 20ης Σεπτεμβρίου.
Οι κ.κ Αλέξης Τσίπρας και Ευάγγελος Μεϊμαράκης έλαβαν σοβαρά υπόψη τους τις έμμεσες υποδείξεις των εταίρων – σχετικές ήταν οι δηλώσεις του προέδρου της Κομισιόν κ. Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ και της Γερμανίδας Καγκελαρίου κυρίας Άνγκελα Μέρκελ- πως η χώρα πρέπει να αποκτήσει ισχυρή κυβέρνηση δίχως καθυστέρηση, η οποία πρέπει να τηρήσει απαρέγκλιτα τους όρους του 3ου μνημονίου και να ψηφίσει γρήγορα τα υπολειπόμενα προαπαιτούμενα και τους εφαρμοστικούς νόμους. Κι αυτό για να γίνει στην ώρα της η πρώτη αξιολόγηση του νέου ελληνικού προγράμματος για να εκταμιευθεί η δόση των 3 δις αλλά και να ξεκινήσει η ουσιαστική συζήτηση για την αναδιάρθρωση του χρέους.
Η δόση αυτή είναι, άλλωστε, και η κρισιμότερη καθώς σημαντικό μέρος θα αξιοποιηθεί για την αποπληρωμή οφειλών του Δημοσίου προς επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα, κάτι που θα αναθερμάνει την πραγματική οικονομία, σε συνδυασμό με την έναρξη της διαδικασίας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και την άμβλυνση των συνεπειών των capital controls.
Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΟΥ
Το εκλογικό επιτελείο της Ν.Δ θα εντείνει τις προσκλήσεις κυβερνητικής συνεργασίας προς τον κ. Τσίπρα, αφενός διότι αυτό θεωρείται πως αποτελεί μήνυμα προς τους εταίρους και αφετέρου διότι τα δημοσκοπικά ευρήματα οδηγούν στο συμπέρασμα πως η πλειοψηφία των πολιτών θέλει κυβέρνησης της ευρύτερης δυνατής συνεργασίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Ε», ο κ. Μεϊμαράκης δεν κρύβει την άποψή του ότι οι εταίροι προτιμούν ως συνομιλητή τον τέως πρωθυπουργό (σχετική αναφορά έκανε και σε συνέντευξή του στο πρακτορείο Bloomberg με προφανείς αποδέκτες στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο) και γι’ αυτό επιχειρεί να σύρει τον ΣΥΡΙΖΑ σε μια οικουμενική κυβέρνηση ή, άλλως πως, να καταστεί σαφές στο πλαίσιο του πολιτικού blame game πως εφόσον κάτι τέτοιο αποτύχει δεν θα είναι δική του ευθύνη.
Από την άλλη προσπαθεί να ενισχύσει τα πρωθυπουργικά χαρακτηριστικά του προφίλ του. Γι αυτό και τις τελευταίες ημέρες –η αρχή έγινε από το ντιμπέϊτ της Πέμπτης- θα χαμηλώσει τους τόνους της «έκρηξης λαϊκότητας» του προηγούμενου διαστήματος (κάτι που, όπως λένε στο επιτελείο του, απέδωσε σημαντικά σε συσπείρωση της εκλογικής βάσης της Ν.Δ και «επαναπατρισμό» ψηφοφόρων από άλλα κόμματα αλλά θεωρείται πως εξήντλησε τη δυναμική της) και θα δώσει έμφαση στο θέμα των συνεργασιών και σε προτάσεις διακυβέρνησης, όπως το ότι «η Ν.Δ είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να φέρει επενδύσεις, άρα και θέσεις εργασίας».
ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ: ΟΙ ΑΝΑΠΟΦΑΣΙΣΤΟΙ ΘΑ ΚΡΙΝΟΥΝ ΤΗ ΜΑΧΗ
Στην Κουμουνδούρου, από την άλλη πλευρά, διαμορφώθηκε, χθες, το πλαίσιο της τακτικής των τελευταίων επτά ημερών.
Η αρχή έχει ήδη γίνει με την διακριτική αλλαγή γραμμής πλεύσης στο θέμα των μετεκλογικών συνεργασιών. Ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει αρνητικός στο ενδεχόμενο ενός «μεγάλου συνασπισμού», ωστόσο ο τέως πρωθυπουργός εγγυάται πως «η χώρα θα κυβερνηθεί» και «βάζει νερό στο κρασί του» για το ενδεχόμενο συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ της κυρίας Φώφης Γεννηματά και το Ποτάμι του κ. Σταύρου Θεοδωράκη.
Με βάση την «μαθηματική» ανάλυση του εκλογολόγου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Κώστα Πουλάκη αλλά και τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων που επεξεργάζονται στην Κουμουνδούρου τα στοιχεία που τροποποιούν την τακτική της τελευταίας εβδομάδας είναι τα εξής:
– Θεωρούν πως το 50% των αναποφάσιστων (στις τελευταίες μετρήσεις κινούνται μεταξύ 12 και 18%) είναι ψηφοφόροι που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου. Πιστεύουν, λοιπόν, πως με την αύξηση της συσπείρωσης ένα μεγάλο μέρος από αυτό το 6-9% του εκλογικού σώματος μπορεί να «επαναπατρισθεί». «Εάν συμβεί αυτό η εικόνα θα αλλάξει άρδην και ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να είναι πρώτο κόμμα και με ικανή διαφορά», έλεγε στην «Ε» στενός συνεργάτης του προέδρου του κόμματος. Λένε, δε, πως από το υπόλοιπο 50% των αναποφάσιστων μόνο οι μισοί είχαν ψηφίσει Ν.Δ και είναι πολύ πιθανό, τώρα, να επιστρέψουν, ενώ οι άλλοι μισοί είχαν διασπαρεί σε άλλα μικρότερα κόμματα.
– Πιστεύουν πως εάν δεν αλλάξει το καθαρό προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ στην «παράσταση νίκης» οι αναποφάσιστοι θα κινηθούν ευκολότερα προς εκείνο το κόμμα που έχει «αέρα νίκης».
– Εκτιμούν πως όσο πλησιάζουμε στις κάλπες ενισχύονται τα πρωθυπουργικά χαρακτηριστικά του κ. Τσίπρα έναντι του κ. Μεϊμαράκη. Γι αυτό και το δίλημμα που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι «ποιος από τους δυο θέλετε να σας κυβερνήσεις» και «ποιον θα εμπιστευτείς».
– Αξιολογούν πως το ποσοστό του πρώτου κόμματος θα κυμανθεί λίγο πάνω από το 30%, κάτι που δίνει περίπου 130 βουλευτές. Εφόσον λοιπόν ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι (η δύναμη του οποίου απομειώνεται με μετακινήσεις ψηφοφόρων κυρίως προς τη Ν.Δ) κατορθώσουν να συγκεντρώσουν μαζί περίπου 30 βουλευτές, τότε ανοίγει η δυνατότητα συνεργασίας για μια κυβέρνηση 160 βουλευτών.
Ο κ. Τσίπρας έχει καταστήσει σαφές πως «επιθυμεί να είναι πρωθυπουργός» για να αναιρέσει την επιχειρηματολογία του κ. ΜεΪμαράκη περί «απόδρασης» και πως θα τηρήσει τους όρους της συμφωνίας προς τους εταίρους.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΣΕΝΑΡΙΑ «ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ»
Η άποψη του τέως πρωθυπουργού κ. Αλέξη Τσίπρα είναι πως οι δανειστές δεν ενδιαφέρονται για τον σχηματισμό κυβέρνησης «μεγάλου συνασπισμού» αλλά μια σταθερή κυβέρνηση μακράς πνοής που μπορεί να προέρχεται από το πρώτο κόμμα και δύο μικρότερα.
Δεν θα έλεγαν «όχι» εάν αυτή ήταν η επιταγή του εκλογικού σώματος (στην περίπτωση, για παράδειγμα, που η διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων ήταν κάτω από το όριο του 2%), ωστόσο θεωρούν πολιτικά ασφαλέστερες άλλες επιλογές.
Οι παρεμβάσεις των κ.κ Γιάννη Δραγασάκη και Ευκλείδη Τσακαλώτου προς την κατεύθυνση αυτή είχαν αυτό ακριβώς το νόημα. Θεωρείται, μάλιστα, πως οι εταίροι επιθυμούν μία κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΠΑΣΟΚ- Ποτάμι με την Ν.Δ στην αξιωματική αντιπολίτευση, ώστε το «μνημονιακό τόξο» να ελέγχει απόλυτα τη Βουλή με ευρεία πλειοψηφία που θα ψηφίζει τους εφαρμοστικούς νόμους του 3ου μνημονίου.
Στην περίπτωση, φυσικά, που πρώτο κόμμα είναι η Ν.Δ, τότε το ίδιο σχήμα θα επαναληφθεί με διαφορετικό, απλώς, κυβερνητικό κορμό.
Και στα δύο επιτελείο, πάντως, λένε πως η μάχη ίσως κριθεί στο ντιμπέϊτ της Δευτέρας, αφού έχουν προηγηθεί οι δημοσκοπήσεις του σαββατοκύριακου. «Όποιος εμφανιστεί να παίρνει προβάδισμα, το πρωί της Τρίτης μετά το ντιμπέϊτ, είναι δύσκολο να χάσει τις εκλογές», έλεγαν συνεργάτες των δύο αρχηγών.