Πεπεισμένος ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και οι άλλοι πιστωτές θα συμφωνήσουν σε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, επιτρέποντας στο ΔΝΤ να συμμετάσχει στη διάσωση της χώρας, εμφανίστηκε ο Γερμανός υφυπουργός Οικονομικών Γιενς Σπαν.
Σε συνέντευξή του στην τηλεόραση του Bloomberg, ο Σπαν υποστήριξε ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει την ευκαιρία να γίνει «ένας πολύ ισχυρός ηγέτης για μεταρρυθμίσεις», σε περίπτωση που επανεκλεγεί αυτόν τον μήνα, αν και, όπως είπε, μια αναδιάρθρωση του συνταξιοδοτικού συστήματος συνεχίζει να είναι απαραίτητη και «δεν θα είναι εύκολη».
«Έχουμε μια πολύ ισχυρή δέσμευση από το ΔΝΤ ότι θέλουν να παραμείνουν (στο σχήμα), καθώς και με οικονομική βοήθεια, αλλά πρέπει και πάλι να διαπραγματευτούμε την ελάφρυνση χρέους», ανέφερε ο Σπαν, εκφράζοντας τη βεβαιότητά του ότι θα βρεθεί μια λύση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, για παράδειγμα μέσω της επιμήκυνσης των ωριμάνσεων των δανείων.
Η επόμενη ελληνική κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει τις συμφωνίες που υπέγραψαν οι προκάτοχοί της και να προωθήσει την αναμόρφωση της οικονομίας, είπε ο Σπαν, που είναι μέλος του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών της Άγκελα Μέρκελ.
«Μετά από τρεις εβδομάδες κλειστών τραπεζών στην Ελλάδα, όλοι έχουν καταλάβει ότι πρέπει να υπάρξουν μεταρρυθμίσεις, αν η Ελλάδα θέλει να παραμείνει στην Ευρωζώνη», συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με τη Suddeutsche Zeitung, υπάρχουν δύο σενάρια:
Το εξαιρετικά αισιόδοξο σενάριο σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα θα καταφέρει να ξεπεράσει την κρίση. Σε αυτή την περίπτωση η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα καταστήσει το χρέος βιώσιμο και τότε δεν θα υπάρχει πλέον λόγος να συζητείται ένα κούρεμα.
Το απαισιόδοξο σενάριο είναι να μην μπορέσει να εκπληρώσει τους στόχους της η Ελλάδα. Τότε, όπως εκτιμά ο Μπλανσάρ, το κούρεμα θα είναι αναπόφευκτο. Όμως αυτό είναι αδιανόητο για τους Γερμανούς.
Ο οικονομολόγος Μπερτ Ρίρουπ, πρόεδρος του Handelsblatt Research Institute, προτείνει σε άρθρο του στην εφημερίδα «η Ευρώπη να αποπληρώσει το ΔΝΤ και να οργανώσει μόνη της τη διάσωση της Ελλάδας».
Για κάποιους βουλευτές της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και των Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) ήταν αποφασιστικής σημασίας η συμμετοχή του ΔΝΤ όταν συμφώνησαν στην παροχή τρίτου πακέτου βοήθειας στην Ελλάδα.
Οι δύο απαιτήσεις του ΔΝΤ
Πάντως, όπως όλα δείχνουν, το ΔΝΤ θα συμμετάσχει τελικά στο τρίτο πακέτο βοήθειας, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η Ελλάδα δεν θα μείνει χωρίς κυβέρνηση μετά τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου.
Ακόμη και ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ έχει δηλώσει ότι υπολογίζει στο ΔΝΤ. Αναφέρθηκε μάλιστα και σε συγκεκριμένο αριθμό: το ΔΝΤ εκτιμάται ότι θα συνεισφέρει 16 δισεκ. ευρώ από τα συνολικά 86 δισεκ. του τρίτου πακέτου.
Το Ταμείο θα αποφασίσει για τη συμμετοχή του ή μη το νωρίτερο στις αρχές Νοεμβρίου, οπότε το ΔΝΤ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αξιολογήσουν τις μεταρρυθμίσεις που θα έχει υιοθετήσει ως τότε η ελληνική κυβέρνηση.
Το ΔΝΤ θέτει δύο όρους για τη συμμετοχή του στο τρίτο πακέτο βοήθειας: πρώτον η Ελλάδα πρέπει να κάνει μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό της σύστημα. Ο επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ επιθυμεί να μειωθεί η δαπάνη για τις συντάξεις από το 16% του ΑΕΠ που είναι τώρα στο 15%.
Δεύτερον, το Ταμείο ζητεί από τους Ευρωπαίους μια σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Πάντως το Σαββατοκύριακο η Λαγκάρντ σε συνέντευξή της ξεκαθάρισε ότι δεν πρόκειται απαραίτητα για κούρεμα του χρέους, αλλά για παράταση του χρόνου αποπληρωμής του.
Η παράταση του χρόνου αποπληρωμής
Για να αποφευχθεί το κούρεμα του χρέους θα πρέπει να παραταθεί ο χρόνος αποπληρωμής του ελληνικού χρέους στα 30 χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι τα τωρινά δάνεια θα αρχίσουν να αποπληρώνονται το 2045.
Ακόμη ένα σημάδι για το πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση είναι το γεγονός ότι το ΔΝΤ δεν μετρά πλέον τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους βάσει της συνάρτησης του συνολικού χρέους προς το ΑΕΠ της χώρας, αλλά σε σχέση με τις ακαθάριστες ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας. Αυτός ο δείκτης μετρά τι τελικά θα πρέπει να πληρώνει μια χώρα για την εξυπηρέτηση του χρέους της –ποσοστό που δεν πρέπει να ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ– και συνήθως χρησιμοποιείται από το ΔΝΤ μόνο για δάνεια προς αναπτυσσόμενες χώρες.