Έλληνες οικονομολόγοι,΄καθηγητές μεγάλων ξένων και ελληνικών πανεπιστημίων, παρέθεσαν απόψεις υπέρ της μιας ή την άλλης εκδοχής. Κάποιοι πειστικά, κάποιοι, άλλοι λιγότερο.
Εάν ανατρέξει, για παράδειγμα, κανείς στο βιογραφικό (cv) κάποιων εξ αυτών, μπορεί,εύκολα, να αντιληφθεί ελατήρια και σκοπιμότητες.
Όπως και να έχει, το συμπέρασμα είναι καταιγιστικό: δεν είναι δυνατό, μία τόσο κρίσιμη συζήτηση για το μέλλον της χώρας και των επόμενων (αρκετών) γενεών να διεξάγεται “νομίμως” μεταξύ πανεπιστημιακών και δημοσιολόγων, με επιχέιρήματα ένθεν κακείθεν, στα μέσα ενημέρωσης και να αποτελεί, ακόμα, “ταμπού” για το πολιτικό και επιχειρηματικό σύστημα…
Για την ελίτ, δηλαδή, που κυβερνά τον τόπο εδώ και πολλές δεκαετίες και ευθύνεται, σε πολύ μεγάλο βαθμό, για την κρίση. Το δίλημμα “ευρώ ή (νέα) δραχμή”, αποτελεί, είτε το θέλει, είτε όχι η τριμερής κυβέρνηση, αντικείμενο ευρείας κοινωνικής συζήτησης.
Η υπεράσπιση του “ευρωπαϊκού κεκτημένου”, όπως λένε τα κόμματα που μετέχουν στην κυβέρνηση Παπαδήμου, δεν αποτελεί -καλώς ή κακώς- θέσφατο για μεγάλο τμήμα του λαού. Αλλά και όσοι επιθυμούν -μάλλον οι περισσότεροι- την παραμονή στο ευρώ, έχουν άλλη προσέγγιση για την οικονομική πολιτική και τη στρατηγική κατεύθυνση της χώρας.
Είναι, λοιπόν, απολύτως αναγκαίο, η συζήτηση αυτή που γίνεται σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες, να γίνει στη Βουλή. Μεταξύ των κομμάτων αλλά και με τη συμμετοχή -ως προσκεκλημένοι- ειδικών, που θα συνεισφέρουν επιχειρήματα και εμπειρίες από άλλες χώρες που υπέστησαν τις συνέπειες μιας κρίσης.
Ο λαός πρέπει να ενημερωθεί πλήρως. Να διαθέτει προσωπική αντίληψη για τις συνέπειες του εικοσαετούς νέου μνημονίου, ή της επιστροφής στη δραχμή. Για να μπορεί, όταν έρθει η ώρα, να ταυτοποιήσει τις απόψεις που προτιμά με τις πολιτικές δυνάμεις που τις εκπροσωπούν.
Εάν το κρατούν πολιτικοεπιχειρηματικό σύστημα συνεχίσει να εξοβελίζει και ενοχοποιεί την άποψη περί εξόδου από το ευρώ, δεν κατορθώνει τίποτε περισσότερο από το να εδραιώνει ακόμα περισσότερο αυτές ακριβώς τις αντιλήψεις.